Συζήτηση με τον Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλο, συγγραφέα του βιβλίου «Οι αγρότες στην ελληνική ιστορία: Από την Επανάσταση στην παγκοσμιοποίηση» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Συνέντευξη στον Μενέλαο Κατσαμπέλα
Το βιβλίο του Δημήτρη Γ. Παναγιωτόπουλου «Οι αγρότες στην ελληνική ιστορία: Από την Επανάσταση στην παγκοσμιοποίηση», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη τον περασμένο Μάρτιο, επιχειρεί να καταγράψει την ιστορία του αγροτικού κόσμου της χώρας. Οι παραγωγικοί και ταυτόχρονα σιωπηροί αυτοί οικονομικοί συντελεστές καλλιεργούν και μετασχηματίζουν την ύπαιθρο αενάως παραμένοντας σχεδόν αόρατοι στο κοινωνικό πεδίο. Έχοντας ως σημείο εκκίνησης την εμφάνισή τους στο προσκήνιο κατά τους χρόνους πριν την Επανάσταση, ο συγγραφέας καταγράφει τη συμμετοχή τους στην επιτυχή έκβαση αυτής και αναλύει τη συμβολή τους στην εξέλιξη του ελληνικού βίου καθ’ όλη την περίοδο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και τις μέρες μας.
Η συζήτηση με τον συγγραφέα του βιβλίου, τον ιστορικό, καθηγητή Ιστορίας του Αγροτικού Κόσμου και Ιστορίας της Γεωπονικής Επιστήμης, υπεύθυνο επιπλέον του Κέντρου Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γεωργίας, δίνει την ευκαιρία αναστοχασμού σχετικά με τον ρόλο του αγροτικού κόσμου στην πολύχρονη και πολύμορφη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, την πορεία του νέου ελληνισμού, την ιδιαίτερη περίπτωση της Θεσσαλίας, την αισιοδοξία εντέλει για το μέλλον.
Το βιβλίο αυτό ασχολείται με την αγροτική ιστορία στη χώρα μας, ένα ζήτημα εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά ελάχιστα μελετημένο. Κάτω από πιο ιστοριογραφικό πρίσμα προσεγγίσατε την έρευνά σας;
Το ενδιαφέρον για τους αγρότες και την ιστορία τους αυξάνει όσο βυθιζόμαστε στην πολύχρονη και πολύμορφη κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Τα μεγάλα εξάλλου ορόσημα των διακοσίων ετών από την Επανάσταση αλλά και τώρα των εκατό από τη μικρασιατική καταστροφή έδωσαν το έναυσμα να μελετήσουμε ξανά, να εντρυφήσουμε τρόπον τινά πάνω στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία μας. Η ιστορία και εξέλιξη του αγροτικού τομέα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ιστορίας αφού οι αγρότες κατέχουν ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέχρι τη δεκαετία τουλάχιστον της δεκαετίας του 1960, του ενεργού δυναμικού της χώρας που σημάδεψε τη διαδρομή και εξέλιξη του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του. Τα ορόσημα αυτά και οι επέτειοι έδωσαν και σε μένα το έναυσμα να προσπαθήσω αφενός να ανανεώσω το ενδιαφέρον του κοινού και αφετέρου να συμβάλλω – στο μέτρο των δυνατοτήτων μου – στη γενικότερη συζήτηση δίνοντας αφορμές για σκέψη και αναστοχασμό που από μόνη της μας καλούσε μια τόσο σημαντική συγκυρία. Να σκεφτούμε δηλαδή πάνω στην πορεία του νέου ελληνισμού προς μια διπλή, διττή κατεύθυνση: από την Επανάσταση του ’21 στο σήμερα και αντίστροφα, περισσότερο κριτικά αναστοχαστικά, από το σήμερα πίσω στην Επανάσταση και την προετοιμασία της.
Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από την εξέλιξη του αγροτικού κόσμου τα τελευταία 200 χρόνια και ποια υπήρξε εντέλει η συμβολή του στην πορεία του τόπου μας;
Είναι δύσκολο να συνοψίσει κάνεις σε μερικές γραμμές τα συμπεράσματα που προκύπτουν από μια τόσο μεγάλη σε έκταση και ιστορικό βάθος διαδρομή, αλλά αν ήθελε να σταθεί σε ορισμένα τότε σίγουρα θα πρέπει να συμπεριλάβει σε αυτά τη μεγάλη σημασία που είχε και εξακολουθεί να κατέχει ο αγροτικός τομέας στην εξέλιξη αυτή. Αποτελεί διαχρονικά όχι απλά ένα σημαντικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο: τον τομέα από τον οποίο εξαρτάται κάθε φορά η επιβίωση του εθνικού κράτους αλλά και τον κλάδο πάνω στον οποίο στηρίζεται η επανεκκίνηση της οικονομίας και της κρατικής μηχανής. Το είδαμε να συμβαίνει μετά την Επανάσταση, μετά την πτώχευση του 1893, επαναλήφθηκε μετά την μικρασιατική καταστροφή και την πτώχευση του 1932, αλλά και τον πόλεμο του σαράντα και τον εμφύλιο. Τον είδαμε όμως ξανά να συντελείται και στην τελευταία δεκαετία όπου ο αγροτικός τομέας για μια ακόμη φορά αποτέλεσε τον κλάδο της οικονομίας που άντεξε καλύτερα στην κρίση αλλά και αποτέλεσε ταυτόχρονα το καταφύγιο νέων ανθρώπων που στράφηκαν στον πρωτογενή τομέα αποτελώντας ταυτόχρονα θερμοκήπιο νέων ιδεών και πρωτοβουλιών μέσα στην κρίση. Αυτό από μόνο του δεν είναι λίγο. Για όλα τα υπόλοιπα με λεπτομέρειες παραπέμπω τους αναγνώστες σας στα κεφάλαια του βιβλίου που περιέχουν μια εμπεριστατωμένη ανάλυση και ερμηνεία, θέλω να πιστεύω, όλων των πτυχών αυτής της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ιστορικής διαδρομής δύο και πλέον αιώνων.
Υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα στοιχεία που αφορούν τον θεσσαλικό αγροτικό κόσμο, με δεδομένα τα γνωστά ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιφέρειά μας;
Πολλά είναι τα στοιχεία και τα δεδομένα που αφορούν το θεσσαλικό ζήτημα και το βιβλίο αναφέρεται διεξοδικά σε αυτά και επανέρχεται σε διάφορα κεφάλαια στο κεφαλαιώδες για την εξέλιξη της γεωργίας μας θέμα. Επιχειρεί να δώσει στον μέσο αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα των στοιχείων και δεδομένων που διαμόρφωσαν την μεγάλη σε ιστορική σημασία τομή που αποτέλεσε η επίλυση του ζητήματος των τσιφλικιών αλλά και ευρύτερα της μοναδικής σε έκταση και σημασία ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης που επιχειρήθηκε στο πλαίσιο αυτού του μετασχηματισμού. Όχι φυσικά με την ματιά που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα: να δημιουργήσει συνθήκες δικαστηρίου και να καταδικάσει την ύπαρξη των τσιφλικιών και τους τσιφλικάδες, αλλά να δώσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για τον τρόπο που διαμορφώθηκε και λειτούργησε το τσιφλικικό σύστημα και το ρόλο που διαδραμάτισε διαχρονικά στην εξέλιξή της γεωργίας στον τόπο μας αλλά και ειδικότερα στο θεσσαλικό χώρο. Η ιστορία του θεσσαλικού ζητήματος είναι από μόνη της ένα τεράστιο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας – όχι αποκλειστικά της αγροτικής. Εξάλλου τίποτα στο βιβλίο δεν αφορά ή αναφέρεται αποκλειστικά τους αγρότες και την ιστορία τους, αλλά παρακολουθεί τα φαινόμενα και τα αναλύει συγκριτικά εντάσσοντάς τα στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και τα κοινωνικό-πολιτικό-ιδεολογικά συμφραζόμενα. Σε κάθε περίπτωση θα ήθελα με κάποια αφορμή να επανέλθω και να επανεξετάσω καίρια ζητήματα, όπως είναι ο χαρακτήρας και η λειτουργία της τσφλικικής σχέσης, η γένεση και οι πραγματικές αιτίες της δημιουργίας του ζητήματος αλλά και τον αντίκτυπο που είχε η περιπετειώδης επίλυσή του.
Το μέγα ερώτημα, κύριε Παναγιωτόπουλε, είναι οι προοπτικές του αγροτικού τομέα σήμερα, αυτή την περίοδο των ανακατατάξεων και της κλιματικής κρίσης. Υπάρχουν πεδία αισιοδοξίας;
Ίσως δεν είμαι ο αρμοδιότερος να σας μιλήσω για τις προοπτικές, θα σας παραπέμψω σε ένα τόμο που εκδόθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 (Δημ. Παναγιωτόπουλος, Κων. Τσιμπούκας, Ελ. Νέλλας, Σ. Χαρουτουνιάν, Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα. 200 χρόνια Ιστορίας, έκδοση Τράπεζα Πειραιώς, Αθήνα 2021). Σε κάθε περίπτωση, όπως σας ανάφερα και παραπάνω, οι προοπτικές είναι ενθαρρυντικές. Αν το δούμε ιστορικά πάντοτε το ελληνικό κράτος και η εθνική οικονομία έκανε restart – όπως λέμε στα ελληνικά – έχοντας ως βασικό τομέα ανάκαμψης τον αγροτικό τομέα. Έτσι νομίζω και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναζητήσουμε και να συζητήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του αγροτικού τομέα λαμβάνοντας υπόψη ενδεχομένως και τα αδιάψευστα στοιχεία του παρελθόντος, τα οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντοτε αποτελούν έναν ασφαλή δείκτη που μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας. Η ελληνική γεωργία είχε και έχει πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία ξεχάσαμε ή αφήσαμε να ατροφήσουν την προηγούμενη περίοδο της ευμάρειας, όταν μας απασχολούσαν άλλα ενδεχομένως μεγαλύτερης προσωπικής και εθνικής εμβέλειας ζητήματα. Τώρα όμως που βιώνουμε αυτή τη πολύμορφη κρίση και για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία μας αντιμετωπίζουμε έναν συνδυασμό επισιτιστικής κρίσης ή ανασφάλειας έστω μαζί με την πρωτόγνωρη κλιματική κρίση θα πρέπει να είμαστε παραπάνω από κάθε άλλη φορά εν εγρηγόρσει, αντλώντας διδάγματα και αισιοδοξία από το παρελθόν. Η αγροτική ιστορία του τόπου μας δίνει πολλά τέτοια παραδείγματα και μαθήματα επιτυχίας για τα οποία οφείλουμε να είμαστε περήφανοι και πρέπει να μας κάνουν αισιόδοξους για το μέλλον. Πολλά περιστατικά και πρόσωπα από τη μακρά αυτή διαδρομή περιέχονται στο βιβλίο.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή συνέντευξη, θα σας ζητούσα να αναφερθείτε στον ρόλο του Κέντρου Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπεύθυνος του οποίου είστε.
Από τις αρχές του 2000 είχα την τιμή να πρωτοστατήσω στην ίδρυση (και πλέον να διευθύνω) του Κέντρου Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από την ίδρυσή του το Ιστορικό Αρχείο και το Κέντρο Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γεωργίας (ΚΤΙΕΓ), στοχεύει να υπογραμμίσει και να αναδείξει τη σημασία του αγροτικού τομέα και της υπαίθρου εμβαθύνοντας στην ιστορική έρευνα. Το Κέντρο Τεκμηρίωσης συλλέγει, οργανώνει, διασώζει και παρέχει πρόσβαση σε ένα σημαντικό όγκο δεδομένων που αναφέρονται σε μια πορεία 90 και πλέον ετών από την ίδρυση της πρώτης Γεωπονικής Σχολής το 1920 στην Αθήνα που είχε ως στόχο να συμβάλλει στην καλύτερη οργάνωση της γεωργίας, των συνεταιρισμών και της αγροτικής πίστης, αλλά και στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής και στην προαγωγή του αγροτικού τομέα γενικότερα. Οι συλλογές του Κέντρου αποτελούνται από περισσότερα από πέντε χιλιάδες μέτρα αρχείου του Πανεπιστημίου καθώς και σχετικό βιβλιογραφικό υλικό, χειρόγραφα, χάρτες, επιμέρους αρχεία και αρχειακές συλλογές κ.λπ. Το Κέντρο Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γεωργίας (ΚΤΙΕΓ) προάγει και υποστηρίζει την έρευνα στον κλάδο της αγροτικής ιστορίας, φέρνει σε επαφή ερευνητές από όλους τους συναφείς κλάδους και περιόδους της ιστορίας και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος με αντίστοιχους ξένους και διεθνείς φορείς.
Τις συλλογές και το υλικό του Γεωργικού Μουσείου και του Κέντρου Τεκμηρίωσης μπορεί να δει κανείς στον ιστότοπο: http://sylloges.mouseio.aua.gr/
Το βιβλίο μπορείτε να παραγγείλετε εδώ: https://www.patakis.gr/product/657511/vivlia-anthropistikes-kai-koinonikes-episthmes-istoria-arxaiologia/Oi-agrotes-sthn-ellhnikh-istoria-Apo-thn-Epanastash-sthn-pagkosmiopoihsh/