Η καθημερινή «Οδύσσεια» ενός τυφλού στους δρόμους της Αθήνας

ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΑΛΛΑ ΑΛΗΘΙΝΗ BIΩΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Της Λιάνας Καράτζου, καθηγήτριας yoga

«Αν δεν έχεις χτίσει σπίτι και δεν έχεις παντρέψει κόρη, δεν ξέρεις τίποτα από τη ζωή», έλεγε ο πατέρας μου. Εγώ θα προσθέσω, ότι κι αν δεν έχεις κυκλοφορήσει με λευκό μπαστούνι στους δρόμους της Αθήνας, επίσης δεν ξέρεις τίποτα από τη ζωή… Κι αυτό γιατί η καθημερινή μας έξοδος είναι σκέτη ‘’διασκέδαση και με πολλές εκπλήξεις’’.

Κάθε μέρα που ξεκινάω με τη σκυλίτσα μου για την καθιερωμένη μας βόλτα, τη ρωτάω: Είσαι έτοιμη για το παιχνίδι της χαράς και των εκπλήξεων; Με κάποιες εκπλήξεις μπορεί να μην έχουμε την ‘’τύχη’’ να συναντηθούμε και να τις βιώσουμε σε κάποια από τις εξόδους μας. Μπορεί πάλι να διασταυρωθούμε με μια ή δύο απ’ αυτές ή με όλες, όπως μας συνέβη στην αφήγηση που ακολουθεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως,  πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένες.

Βγαίνω, λοιπόν,  από το σπίτι με το σκυλάκι μου για την πρωινή του βόλτα. Στρίβω δεξιά και ως συνήθως έχω σαν οδηγό τον τοίχο. Ξαφνικά το μπαστούνι μου ακουμπά σε κάτι μαλακό. «Καλημέρα κυρία», ακούω μια φωνή. Είναι ένας ζητιάνος. Κάνω αριστερά για να τον προσπεράσω και κουτουλάω στον κορμό ενός γερμένου δέντρου, κι εκεί «τα  βλέπω όλα ρόδινα». Συνεχίζω τον δρόμο μου και φθάνω στη διάβαση. Σταματώ για λίγο και αφουγκράζομαι αν έρχεται κάποιο αυτοκίνητο. Δεν ακούω τίποτα και αποφασίζω να περάσω. Ευτυχώς κατεβάζω πρώτα το μπαστούνι μου. Εδώ οφείλω να αναγνωρίσω ότι δεν πήγαν χαμένα τα μαθήματα κινητικότητας που πήρα. Άξιζαν, παρόλο που χρειάσθηκε να περιμένω δύο χρόνια κλεισμένη στο σπίτι, μέχρι να έρθει η σειρά μου, καθότι δεν επαρκούν οι εκπαιδευτές κινητικότητας.

Ακούω ένα κρατς. Πάει το μπαστούνι μου!  Ευτυχώς γιατί θα μπορούσε να ήταν το πόδι μου. Το αυτοκίνητο με προσπερνά και συνεχίζει τον δρόμο του, με τον οδηγό ούτε καν να γυρίσει να ρίξει ένα βλέμμα πίσω. Καλά που υπάρχουν και οι καλοί άνθρωποι, που τρέχουν να με βοηθήσουν για να μου δώσουν το μπαστούνι μου, δηλαδή ό,τι έχει απομείνει από αυτό. Αναρωτιέμαι τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον, όπως μας λένε, όταν θα γίνουν όλα τα αυτοκίνητα αθόρυβα.                                                   Τυχερή στην ατυχία μου, γιατί δεν έχω απομακρυνθεί πολύ από το σπίτι μου. Οπότε καταφέρνω να γυρίσω να πάρω άλλο μπαστούνι και να συνεχίσω.                                                                                              Ακολουθώ την ίδια διαδρομή ξέροντας πια ότι υπάρχει ο ζητιάνος, καθώς και το γερμένο δέντρο και ξαναφτάνω στη διάβαση. Σταματώ και δεν αποφασίζω να περάσω, γιατί φοβάμαι μήπως έρχεται και πάλι κάποιο αθόρυβο αυτοκίνητο.

Ο οδηγός ενός αυτοκινήτου σταματά και μου κάνει νόημα να περάσω, παρόλο που βλέπει, ότι έχω λευκό μπαστούνι. Πώς περιμένει να τον δω δηλαδή; Μπορεί, βέβαια να μην ξέρει τι σημαίνει το λευκό μπαστούνι. Μήπως του το έμαθαν;;; Κάποιος  με σκουντάει και μου λέει ότι ο οδηγός μου κάνει νόημα να περάσω. Ο οδηγός περιμένει και τον ευχαριστώ με ένα χαμόγελο.                                                             Επιτέλους περνάω απέναντι και ακολουθώ πάλι τον τοίχο για οδηγό. Χτυπάω σε κάτι σκληρό στον δεξί μου ώμο. Καλημέρα, μου λέει μία κοπέλα. Τι κάνετε; Την κοιτάω ερωτηματικά. Είμαι η κοπέλα από το μπαράκι, με θυμάστε; Α! καλημέρα, της λέω κι εγώ. Μήπως μπορείτε να μου πείτε, τη ρωτάω, τι είναι αυτό πάνω στο οποίο χτύπησα. Πού,  με ρωτάει, για δείξτε μου. Γυρίζω πίσω και της δείχνω. Α! είναι το πάσο που σερβίρουμε τους καφέδες μας. Είναι απαραίτητο, τη ρωτώ, γιατί εγώ ακολουθώ τον τοίχο, που για μένα είναι οδηγός και χτυπάω. Ναι είναι, αλλά ξέρετε, βράδυ το κλείνουμε και το ξανανοίγουμε το πρωί. Ο.Κ! της απαντώ, δηλαδή το βράδυ μπορώ να κυκλοφορώ άνετα. Βεβαίως μου απαντάει. Καταπληκτικά! Οι τυφλοί μπορεί να κυκλοφορούν άνετα το βράδυ. Οι δρόμοι είναι πιο ελεύθεροι και τα πεζοδρόμια επίσης. Άλλωστε, γιατί να κυκλοφορούν την ημέρα… Γι’ αυτούς, εξάλλου,  το ίδιο είναι.

Πάω να φύγω και πριν κάνω δύο -τρία βήματα πέφτω πάνω στον σκουπιδοτενεκέ του μαγαζιού. Κάνω αριστερά, τον προσπερνώ, αποφασίζοντας να μη μείνω στη δεξιά πλευρά του τοίχου, γιατί ξέρω ότι παρακάτω υπάρχει ένα σουβλατζίδικο, με εξωτερικούς πάγκους για να ακουμπάνε τα πακέτα και να τα παίρνουν γρήγορα οι ‘’ντελιβεράδες’’. Κι επειδή το  πεζοδρόμιο έχει πλάτος με το ζόρι 2 μέτρα, πέφτω μοιραία πάνω σε ένα από τα μηχανάκια τους.  Κάποιος με βοηθάει να βρω τον δρόμο μου. Τον ευχαριστώ και συνεχίζω.

Παρακάτω στρίβω δεξιά, αφού πρώτα σκουντουφλάω σ’ έναν άστεγο, που κοιμάται με την πλάτη στον τοίχο και έχει ένα σωρό κούτες μπροστά του. Εδώ επιτέλους υπάρχει οδηγός όδευσης. Τον ακολουθώ και πέφτω πάνω σ’ ένα περίπτερο. Προσέξτε, μου φωνάζει κάποιος, είναι ένα περίπτερο, ελάτε πιο δεξιά.  Έλα όμως που το ‘πιο δεξιά’ είναι οι στοίβες των εφημερίδων. Προσέξτε, μου λέει ο κύριος από πίσω, πέσατε πάνω στις εφημερίδες. Δεν πειράζει του λέω, θα μπορούσα να είχα πέσει σε κάτι πολύ χειρότερο.

Χαμογελώ και ξαναβρίσκω τον οδηγό όδευσης,  αλλά το μπαστούνι μου χώνεται κάτω από μία καρέκλα. Ε, βέβαια είναι το μπιστρό – πιτσαρία της γωνίας. Γιατί, λοιπόν να μην κάθονται πάνω στον οδηγό όδευσης; Μήπως ξέρουν και τι σημαίνει; Ο κύριος που κάθεται μου λέει ‘’προσέξτε, εδώ υπάρχει μια καρέκλα’’. Του απαντώ «προσέξτε, εδώ υπάρχει ένας οδηγός όδευσης». Μήπως θα θέλατε να τραβήξετε την καρέκλα σας από τον οδηγό όδευσης. Μπορείτε να περάσετε από πίσω μου, ο δρόμος είναι ελεύθερος λέει. Ναι, του απαντώ χαμογελώντας, μόνο που αν φύγω από τον οδηγό όδευσης θα χάσω τον δρόμο μου τελείως.  Α! συγγνώμη απαντάει και τραβάει την καρέκλα του. Επιτέλους σαν να κατάλαβε τι σημαίνει οδηγός όδευσης.

Μόλις τελειώνουν τα τραπέζια από το μπιστρό της γωνίας, σκέφτομαι, επιτέλους,  δρόμος ελεύθερος! Μπορώ να πάω και λίγο πιο γρήγορα. Τι το ήθελα όμως. Ξαφνικά νιώθω ένα έμβολο στο κέντρο του στήθους μου. ‘Τι είναι πάλι αυτό’, αναρωτιέμαι έκπληκτη. Ψάχνω με το μπαστούνι μου να δω κι ανακαλύπτω ένα μηχανάκι παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο, με το τιμόνι του γερμένο πάνω στον οδηγό όδευσης. Προσπαθώ να το ισιώσω. Δεν τα καταφέρνω όμως και το ρίχνω από την άλλη μεριά επάνω σ’ ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο στον δρόμο. Πάει το αυτοκίνητο, σκέφτομαι. Δεν πειράζει όμως. Προκειμένου να πάω εγώ, ας πάει το αυτοκίνητο στο καλό του.

Συνεχίζω τον δρόμο μου και μετά από καμιά δεκαριά μέτρα πέφτω πάνω σε μια γυάλινη πόρτα ανοιχτή προς τα έξω, κάθετα στον οδηγό όδευσης. Σταματώ, την κλείνω και συνεχίζω. Πατάω σε κάτι μαλακό και τρώω μια γλίστρα. Μπανάνα σκέπτομαι και μου έρχεται στο μυαλό μια ταινία του Billy Wilder, στην οποία ο Walter Matthau, δικηγόρος και μπατζανάκης του Jack Lemmon, συμβουλεύει τον τελευταίο να υποβάλει μήνυση στην εταιρία εμπορίας της μπανάνας, διότι δεν είχε προληπτική σήμανση με ειδική ταινία πάνω στη φλούδα, που να γράφει ‘’προσοχή γλιστράει’’, καθώς και να συρθεί μπροστά στην είσοδο ενός μεγάλου πολυκαταστήματος, 5-6 μέτρα από το σημείο που είχε πέσει και να το μηνύσει, που δεν είχε καθαρίσει το πεζοδρόμιό του.

Μου ήρθε να γελάσω. Θα ήταν ωραία να είναι μπανάνα. Πού όμως μπανάνα. Κάποιος δεν μάζεψε τα κακά του σκύλου του.  Κι όπως λέει ο λαός ‘’ Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί’’. Κι εγώ δυστυχώς εκ του φυσικού μου, περπατώ πάντα νύχτα.                                                                                Περνάω αρκετά μαγαζιά, χωρίς να βρω κανένα εμπόδιο. Δόξα σοι ο Θεός ! Αρχίζει ένα πεζόδρομος προς τα δεξιά, αλλά εκεί, δυστυχώς, διακόπτονται οι γραμμές του οδηγού όδευσης. Μέχρι να τις ξαναβρώ, πέφτω στη λακκούβα ενός δέντρου. Βγαίνω έξω παραπατώντας, ξαναβρίσκω τον οδηγό όδευσης και συνεχίζω,  όχι όμως, για πολύ. Πιο κάτω υπάρχει ένα σχολείο και τα παιδάκια βρίσκονται παρέες- παρέες στο πεζοδρόμιο και πάνω στον οδηγό όδευσης. Ζητάω συγγνώμη και τα προσπερνώ. Πού να ξέρουν και τα καημένα παιδάκια τι είναι. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές  δεν έχουν ευαρεστηθεί να τους κάνουν έστω μια στοιχειώδη ενημέρωση για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

Το σκυλάκι μου με τραβάει στην άκρη του πεζοδρομίου και σταματά. Κάνει τα κακά του. Σταματώ, βάζω το πόδι μου δίπλα του, βγάζω ένα σακουλάκι και μαζεύω τα κακά. Ένας κύριος που περνά μου λέει συγχαρητήρια !!! Ευχαριστώ πολύ, του απαντώ και αναρωτιέμαι, εγώ σε ποιον να δώσω συγχαρητήρια ; Στην παραπάνω γωνία στρίβω δεξιά και το γόνατό μου χτυπά στη μούρη ενός αυτοκινήτου. Να πάρει η ευχή και είναι το πονεμένο μου γόνατο. Συνεχώς αυτό χτυπάω. Σ’ αυτόν τον δρόμο τα αυτοκίνητα είναι κάθετα παρκαρισμένα και φυσικά οι ρόδες ακουμπούν στο ρείθρο του πεζοδρομίου και το μπροστινό ή το πίσω μέρος τους βρίσκεται επάνω στο πεζοδρόμιο. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είναι σπορ μοντέλο με πολύ μακριά μούρη, που καταλαμβάνει το στενό πεζοδρόμιο. Αναγκάζομαι να κατέβω στο οδόστρωμα, να κάνω τον γύρο του αυτοκινήτου και να επανέλθω. Στο σημείο εκείνο, για κακή μου τύχη, υπάρχει ένας αεραγωγός του σχολείου και ένα τεράστιο κουτί της ΔΕΗ. Στην προσπάθειά μου να τα παρακάμψω, χτυπάω πάλι το κεφάλι μου σ’ ένα γερμένο προς τα μέσα κορμό δέντρου. Είναι σίγουρο ότι αν το δέντρο έγερνε προς τον δρόμο, θα το είχαν κόψει για να μπορούν να παρκάρουν άνετα τα αυτοκίνητα. Αποφασίζω ότι από δω και μπρος θα κυκλοφορώ με προστατευτικό κράνος. Συνεχίζω και λίγο πιο κάτω πέφτω σε άλλο κουτί του ΟΤΕ. Καλά, όλα αυτά σε τούτο  το στενό πεζοδρόμιο βρήκαν να τα βάλουν;  Με αυτά και μ’ αυτά αναιρείται η έννοια του πεζοδρομίου, δηλαδή του χώρου κυκλοφορίας των πεζών, σε βάρος όχι μόνο των τυφλών και των ΑΜΕΑ, αλλά και όλων.

Φτάνω στη γωνία, σχεδόν απίθανο να περάσω απέναντι. Η γωνία είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τόσο κοντά το ένα με το άλλο, που δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει οποιοσδήποτε ανάμεσά τους. Ένας νεαρός περνά εκείνη την ώρα  και με ρωτά. Θα θέλατε να σας βοηθήσω ; Βεβαίως, του λέω. Απ’ ό,τι βλέπετε, μόνη μου δεν μπορώ να τα καταφέρω… Πώς να τα καταφέρετε, οι άνθρωποι είναι ασυνείδητοι. Σωπάστε καλέ, σκέφτομαι…

Με περνάει απέναντι και ‘’φυσικά’’ η διάβαση είναι πάλι κλεισμένη από μηχανάκια κι αυτοκίνητα. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε ολόκληρο γύρο για να μ’ αφήσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Συνεχίζοντας πέφτω πάλι επάνω σε μία μηχανή παρκαρισμένη στο πεζοδρόμιο. Οι πρωτοτυπίες συνεχίζονται. Τη χτυπάω με το μπαστούνι κι αρχίζει ο συναγερμός. Θαυμάσια, τώρα θα ξεσηκώσουμε όλη τη γειτονιά. Προσπερνώντας την και συνεχίζοντας, πέφτω επάνω σε μια απλώστρα με ρούχα. Μου έρχεται να την πετάξω κάτω. Μα ποιος στην ευχή έβγαλε την απλώστρα του στο πεζοδρόμιο. Την κλείνω μαζί με τα ρούχα και την ακουμπώ στον τοίχο.

Έξω από την είσοδο της επόμενη πολυκατοικίας βγαίνουν τα κλαδιά μιας τεράστιας αγγελικής, που μοσχομύριζε. Μου ήρθε αυτόματα η ρύση του Δ. Σολωμού : ‘’όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος’’, αλλά με πρόλαβε ένα κλαδί, που εξείχε και μου έσκισε το μπουφάν. Εκείνη την ώρα έβγαινε από την είσοδο μια κυρία. Μήπως θα έπρεπε να κλαδέψετε αυτή την αγγελική, που κλείνει το μισό πεζοδρόμιο, μαζί με το δέντρο από την άλλη πλευρά, της λέω. Μα είναι η αγαπημένη μας αγγελικούλα, απαντά. Και μένα της λέω είναι το αγαπημένο μου μπουφάν, μήπως θέλετε να μου το πληρώσετε; ¨Όχι προτιμώ να κουρέψω την αγγελική’’. Πάει μόνο το μπουφάν, πάλι καλά.

Στρίβω δεξιά και βρίσκομαι αντιμέτωπη με μια ογκώδη εγκατάσταση εξαερισμού. Την προσπερνάω και όπως πηγαίνω, ήρεμη πλέον, πιστεύοντας ότι επιτέλους, τα εμπόδια τέλειωσαν, σκοντάφτω σε κάτι πόδια. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πέφτω και χτυπάω το μάγουλο μου στην ανοιχτή πόρτα ενός αυτοκινήτου. Πολύ ωραία, άλλη μια μελανιά για το design της υπόθεσης. Ο κύριος, που ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα μέσα στο αυτοκίνητο και κάτι μαστόρευε, με την πόρτα ανοιχτή και τα πόδια στο πεζοδρόμιο, γυρίζει και μου λέει: ‘’ Χίλια συγγνώμη’’. Τι να το κάνω, του λέω, το μαγουλάκι μου μπορείτε να μου το φτιάξετε; Ειλικρινά λυπάμαι, μου απαντάει. Κι εγώ επίσης του λέω και φεύγω. Χωρίς χαμόγελο αυτή τη φορά.

Πιο κάτω γίνονται έργα. Το πεζοδρόμιο έχει κλείσει με πλέγματα. Κατεβαίνω στον δρόμο και προσπαθώ λίγο πιο πέρα να ξανανεβώ στο πεζοδρόμιο. Τα αυτοκίνητα από πίσω μου κορνάρουν. Εντάξει, άνθρωπος είμαι κι εγώ. Τι θέλετε να κάνω… Την ώρα που βρίσκω, επιτέλους,  ένα άνοιγμα για να ξανανεβώ στο πεζοδρόμιο, πέφτω πάνω σε μία, κυρία δεν τη λες, που προσπαθεί να κάνει το ίδιο. Καλά δεν βλέπεις μπροστά σου, μου λέει. Εγώ όχι λέω. Ούτε κι εσείς; Κάνω πίσω και την αφήνω να περάσει. Το μπαστούνι μου πέφτει σε ένα κενό. Αρχίζω να ψάχνω και με το μπαστούνι και με το πόδι. Είναι η σκάλα ενός υπογείου και φυσικά αφύλαχτη. Προς Θεού, γιατί να μπούμε στον κόπο να βάλουμε κάγκελο. Μάτια έχει ο κόσμος και βλέπει. Να λοιπόν ακόμα ένας τρόπος για να μείνεις και κινητικά ανάπηρος. Και κουτσός και στραβός, ταμάμ για τον Άγιο Παντελεήμονα. Ζούμε σε έναν κόσμο του ‘’φαίνεσθαι και του βλέπειν’’, δηλαδή επαφή από μακριά, όπως λέει και ο Πεσόα. Το ‘’νιώθεις’’, δεν υπάρχει.

Πάλι ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο κάθετα, πάνω στο πεζοδρόμιο, το επόμενο εμπόδιο. Την ώρα εκείνη η οδηγός γυρίζει από τα ψώνια. Γιατί μαντάμ παρκάρατε εδώ; τη ρωτάω. Μα για να πάω να ψωνίσω, μου απαντάει. Εγώ, όμως, είμαι τυφλή και το να ανεβοκατεβαίνω στον δρόμο είναι πολύ επικίνδυνο.  Ωραία, και τι θες να κάνουμε; Εμείς οι βλέποντες να κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη για εσάς τους μη βλέποντες ; Όχι βέβαια, για να το κάνετε αυτό χρειάζεται ένα τόσο δα κουκούτσι μυαλό και μία ελάχιστη ανθρώπινη ευαισθησία, της απαντώ και φεύγω μετανιωμένη που δεν πήρα μία φωτογραφία για να της κάνω μήνυση. Και τι θα βγει όμως;  Έκανα μήνυση για μια ανάλογη περίπτωση πριν 13 χρόνια και  περιμένω ακόμα.

Πιο κάτω συναντώ τον φούρναρη της γειτονιάς. Βλέπει το μελανιασμένο μου μάγουλο και με ρωτά. Τι έπαθες κορίτσι μου; Του εξηγώ, επειδή αυτός μπορεί να με καταλάβει, γιατί έχει ένα κοριτσάκι τυφλό και με νοητική στέρηση. Κουνάει το κεφάλι του. Δεν πειράζει του λέω, ας είναι καλά ο κόσμος, γιατί μ’ αυτές τις συμπεριφορές μάς κάνει πιο ευέλικτους και πιο ευρηματικούς. Μου προσφέρει ένα τυροπιτάκι για να με παρηγορήσει.

Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος.

Ο δρόμος τώρα είναι ελεύθερος. Θα το ‘θελες, μου ψιθυρίζει μια φωνή την ώρα που τρώω στο κούτελο τον βραχίονα μιας τέντας κατεβασμένης πολύ χαμηλά.

Συναντώ ένα νεαρό. Καλημέρα σας, μου λέει ,με θυμάστε; Σας είχα βοηθήσει πριν μια βδομάδα για να βρείτε ένα φαρμακείο. Ά ναι, βέβαια του λέω. Θυμάμαι πολύ καλά. Τι κάνετε; Πολύ καλά, μου απαντάει. Μήπως θέλετε να σας πάω κάπου; Ζεστή φωνή και ευγενέστατος ο νεαρός. Σας ευχαριστώ πολύ, του λέω, γυρίζω σπίτι μου. Πάντως αν χρειάζεστε κάτι μη διστάζετε. Να είστε καλά, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Βλέπετε όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ανάγωγοι και ανεκπαίδευτοι. Αυτουνού η μανούλα έκανε καλή δουλειά, γιατί αν περιμέναμε από το σχολείο ‘’άστα να πάει’’.             Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημο να είσαι τυφλός. Συναντάς και πολύ ωραίους ανθρώπους, φτάνει να μπορείς να κυκλοφορείς.

Από δω και πέρα δεν υπάρχουν άλλα εμπόδια μέχρι το σπίτι μου, εκτός από τα έργα στη διπλανή πολυκατοικία, που έχουν καταστρέψει με ένα σωρό λακκούβες και με τα μπάζα, τα τούβλα και τις σιδεριές  το πεζοδρόμιο.

Αφού έχω σκοντάψει, έχω χτυπήσει και έχω ταλαιπωρηθεί αρκετές φορές, έχω μάθει απ’ έξω τη διαδρομή και μου φαίνονται όλα απλά. Αλλοίμονο στους καινούργιους. Μ’ αυτά κι άλλα τόσα κοντεύουν να μας κάνουν να αποδεχόμαστε ως φυσιολογικά και τα πιο παράλογα, που γίνονται το αλατοπίπερο της ζωής.

Λοιπόν, θα πρότεινα κάθε χρόνο την καθιερωμένη μέρα του λευκού μπαστουνιού, όλοι οι πεζοί να κυκλοφορούν στους δρόμους με κλειστά τα μάτια και ένα μπαστούνι. Δεν θα ήταν σκέτη διασκέδαση και απόλαυση;

Εγώ  λοιπόν  μοιράζομαι μαζί σας αυτή την εμπειρία για γελάσει και το χειλάκι του κάθε πικραμένου…

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ