Ιδιαιτέρως δαπανηρή αναδεικνύεται η Κλιματική Κρίση και για την Ελλάδα, με τη χώρα μας να καλείται να ξοδέψει πολλούς πόρους, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς συνέπειες που αναμένονται για τα επόμενα χρόνια. Το βασικό ζήτημα προέρχεται από το σκέλος των δαπανών και ο φετινός διπλασιασμός τους στον προϋπολογισμό του 2024 από τα 300 εκατ. φέτος στα 600 εκατ. του χρόνου φαίνεται ότι υπολείπεται των πραγματικών αναγκάων.
Σύμφωνα με ειδική ανάλυση του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα βρίσκεται στη 14η θέση σε όρους τρωτότητας στην ΕΕ27 και στη 18η στην ετοιμότητα κινητοποίησης επενδύσεων για δράσεις προσαρμογής. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι έως το 2100, το ΑΕΠ της χώρας μπορεί να υποστεί μια ετήσια μείωση έως και 6% εάν δεν ληφθούν μέτρα μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Το σωρευτικό κόστος εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής μεταφράζεται σε €701 δισεκ.
Το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί κατά μέχρι και €123 δισεκ. εάν ληφθούν μέτρα προσαρμογής. Στο εθνικό πλαίσιο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό, περιλαμβάνεται η Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ), η οποία εξειδικεύεται σε περιφερειακό επίπεδο με τα Περιφερειακά Σχέδια (ΠεΣΠΚΑ) αλλά προχωρά με σημαντικές καθυστερήσεις, ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος καθώς και άλλοι νόμοι που αφορούν θέματα αδειοδοτήσεων δημόσιων και ιδιωτικών έργων. Η χρηματοδότηση της προσαρμογής στην Ελλάδα γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από δημόσιους εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, μέσω προγραμμάτων που αφορούν γενικότερα στην προστασία του περιβάλλοντος και σε δράσεις για το κλίμα (π.χ. νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, Ελλάδα 2.0, Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, ευρωπαϊκό πρόγραμμα LIFE).
Οι χρηματοδοτήσεις
Σημειώνεται πως αν και δεν υπάρχει ξεχωριστός προϋπολογισμός στα παραπάνω προγράμματα για έργα προσαρμογής, έχουν ήδη δεσμευθεί πόροι για έργα που θα ενισχύσουν την ικανότητα προσαρμογής της χώρας στην κλιματική αλλαγή (π.χ. έργα πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων). Στην κατεύθυνση της κινητοποίησης ιδιωτικών πόρων, φαίνεται πως οι διαθέσιμες χρηματοδοτήσεις και η ασθενής αγορά κεφαλαίου εν γένει δεν επαρκούν για την ωρίμανση τεχνολογιών και καινοτομίας που σχετίζονται με την προσαρμογή εντός ελληνικής οικονομίας.
Ως αποτέλεσμα, λύσεις που αναπτύσσονται και επιδεικνύονται υπό την αιγίδα πληθώρας ερευνητικών ομάδων με την υποστήριξη ευρωπαϊκής και εθνικής χρηματοδότησης δεν βρίσκουν τον δρόμο για τη μαζική χρήση και εμπορική αξιοποίηση (upscale). Υποστηρικτικά στο παραπάνω, σημειώνεται πως η Ελλάδα έχει την τρίτη χειρότερη επίδοση σε όρους ιδίων κεφαλαίων και επενδυτικών ταμείων ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με την ΕΕ27 για το 2020.
Ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα
Ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα στην υποστήριξη εφαρμογής δράσεων προσαρμογής είναι διττός. Αφενός, καλείται να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες λειτουργίας της κλιματικής αλλαγής που δύνανται να περιορίσουν την παραγωγικότητα (υψηλότερο λειτουργικό κόστος, κόστος ασφάλισης, προστασία εργαζόμενων, ζημιές από ακραία φαινόμενα και λοιπά). Αφετέρου, μπορεί να περιορίσει σημαντικά το κενό της χρηματοδότησης της προσαρμογής μέσα από την παροχή χρηματοδοτικών πόρων μέσω της αγοράς κεφαλαίου και χρήματος, παρότι σήμερα καλύπτει μόλις το 1,6% της παγκόσμιας χρηματοδότησης για το κλίμα.
Στις πηγές χρηματοδότησης για την προσαρμογή συμπεριλαμβάνονται πράσινα δάνεια που συνδέονται με ρήτρες βιωσιμότητας και πράσινα ομόλογα (π.χ. SLBs, SLLs) καθώς και οι χρηματιστηριακές αγορές με προϊόντα των οποίων η απόδοση συνδέεται με την πορεία δεικτών παρακολούθησης της βιωσιμότητας (π.χ. S&P 500 ESG, o SPI ESG (Ελβετία), ο MSCI USA ESG Focus index κ.α.). Η δυναμική του ιδιωτικού τομέα στην χρηματοδότηση επενδυτικών δράσεων κλιματικής προσαρμογής προέρχεται από την υψηλή τεχνογνωσία του, την ικανότητά του να καινοτομεί και να παράγει νέες τεχνολογίες, καθώς και από την φύση της οικονομικής του μόχλευσης, στοιχεία τα οποία στο πλαίσιο των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) οδηγούν στην κινητοποίηση πόρων τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα για τη στήριξη επενδυτικών έργων και δράσεων κλιματικής προσαρμογής, εξοικονομώντας δημόσιες δαπάνες.
Τι πρέπει να γίνει με την ασφάλιση
Η ασφάλιση για την κλιματική αλλαγή αποτελεί εργαλείο για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν μετά από μια απώλεια ή καταστροφικό γεγονός και αφορά κράτη, επιχειρήσεις κάθε κλίμακας καθώς και τα νοικοκυριά, μεταφέροντας τον κλιματικό κίνδυνο από τον ασφαλισμένο στους παρόχους ασφαλιστικών υπηρεσιών. Υπάρχει πληθώρα ασφαλιστικών προϊόντων, ενώ το πλήθος των δικαιούχων που συμμετέχουν στο ασφαλιστικό συμβόλαιο, οι τομείς ασφάλισης και το ύψος της αποζημίωσης καθορίζουν το είδος ασφάλισης καθώς και το ύψος του ασφαλίστρου. Ωστόσο, περιοριστικός παράγοντας στην ορθή λειτουργία και υποστήριξη της προσαρμογής είναι η ύπαρξη ικανού αριθμού ασφαλισμένων που θα μοιραστούν τον κλιματικό κίνδυνο, με αρκετά από τα παραπάνω ασφαλιστικά προϊόντα να παραμένουν ακριβά για τις περισσότερο ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες. Στην Ελλάδα, η ασφάλιση για τον κλιματικό κίνδυνο δεν είναι ακόμα υποχρεωτική παρά τις σχετικές προσπάθειες για ένταξή της στον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, ωστόσο παραμένει ένα από τα μέτρα μείωσης της έκθεσης στον κίνδυνο αλλά και προστασίας του δημόσιου ταμείου.
Το κενό χρηματοδότησης
Από τη μια μεριά, περίπου $46 δισεκ. διατίθενται προς δράσεις προσαρμογής παγκοσμίως. Αυτό αποτελεί λιγότερο από το 7,2% της παγκόσμιας χρηματοδότησης για το κλίμα. Από την άλλη μεριά, οι εκτιμήσεις για τις ετήσιες επενδυτικές ανάγκες χρηματοδότησης της προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες χώρες ανέρχονται στα $71 δισεκ., ενώ αυτές αναμένεται να αυξηθούν στα $160- 340 δισεκ. ετησίως έως το 2030 και στα $315-565 δισεκ. ετησίως έως το 2050.
Το κενό στη χρηματοδότηση της προσαρμογής, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του εκτιμώμενου κόστους για την επίτευξη των στόχων προσαρμογής και των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων, διευρύνεται τα τελευταία έτη. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 30% περίπου του προϋπολογισμού (€557 δισεκ.) για την περίοδο 2021-2027, αφιερώνεται σε δράσεις σχετικές με την κλιματική αλλαγή (χωρίς να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ δράσεων μετριασμού και προσαρμογής), ενώ πληθώρα ευρωπαϊκών μηχανισμών και χρηματοδοτικών εργαλείων συμβάλλουν στην απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων με στόχο την αποτελεσματική χρήση τους και την ευρωπαϊκή συνοχή.
Πηγή: ot.gr