Το Εργαστήριο Θαλάσσιας Βιολογίας του Τμήματος Γεωπονίας Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, την Παρασκευή 29/09/2023, πραγματοποίησε δειγματοληψία με τράτα βυθού* στον Παγασητικό Κόλπο, προκειμένου να γίνει καταγραφή και έλεγχος της περιβαλλοντικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει, μετά τις σφοδρές πλημμύρες που έπληξαν σχεδόν όλη τη Θεσσαλία και ιδιαιτέρως το Ν. Μαγνησίας.
Συγκεκριμένα, οι δειγματοληψίες έλαβαν χώρα στο δυτικό, κεντρικό και ανατολικό τμήμα του Παγασητικού κόλπου, και σε βάθη από 60 μέχρι 100 μέτρων.
Μετρήθηκαν τα φυσικοχημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά της υδάτινης στήλης (θερμοκρασία, αλατότητα, διαλυμένο οξυγόνο, ενεργός οξύτητα και χλωροφύλλη α), με συνεχή καταγραφέα CTD και συγκρίθηκαν με δεδομένα προηγούμενων ετών.
· Τα πρώτα αποτελέσματα έδειξαν μία σαφή εισροή γλυκού νερού στο επιφανειακό στρώμα του Παγασητικού και σε βάθος μέχρι τα 20-25 μέτρα, η οποία έχει επηρεάσει εμφανώς τη θερμοκρασία, την αλατότητα και την ενεργό οξύτητα (pH).
· Η θερμοκρασία στο επιφανειακό στρώμα εμφανίστηκε ελαφρώς αυξημένη και κυμάνθηκε περίπου στους 24-25οC.
· Η αλατότητα εμφανίστηκε ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με προηγούμενες μετρήσεις και κυμάνθηκε περίπου στο 33-35‰.
· Η ενεργός οξύτητα (pH) εμφανίστηκε ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με προηγούμενες μετρήσεις.
· Το διαλυμένο οξυγόνο δεν εμφάνισε σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις φυσιολογικές τιμές του κόλπου την αντίστοιχη περίοδο του έτους.
· Η χλωροφύλλη α εμφάνισε μειωμένες τιμές στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του κόλπου.
Το Εργαστήριο Θαλάσσιας Βιολογίας επιπρόσθετα πραγματοποίησε στις 20/10/2023 δειγματοληψίες σε επιλεγμένες περιοχές στο ανατολικό και δυτικό τμήμα του κόλπου του Βόλου σε συνέχεια των προγραμματισμένων στην ανώτερη υποπαραλιακή ζώνη (βάθος μέχρι 5 μέτρα), για να εκτιμηθεί η κατάσταση του παράκτιου οικοσυστήματος βάσει προηγούμενων δεδομένων.
Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν με αυτόνομη κατάδυση (SCUBA) με τη μέθοδο δειγματοληπτικών πλαισίων (1 m2).
· Το δυτικό τμήμα δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές όσον αφορά τις περιβαλλοντικές συνθήκες, ωστόσο στο ανατολικό τμήμα παρατηρήθηκαν υποδιπλάσια επίπεδα αλατότητας και τριπλάσια επίπεδα διαλυμένου οξυγόνου, ενώ οι τιμές pH μειώθηκαν αισθητά. Τέλος, η θολερότητα αυξήθηκε σημαντικά.
· Η αφθονία των εδραίων ζωοβενθικών οργανισμών επηρεάστηκε αρνητικά στο ανατολικό τμήμα του κόλπου, λόγω της εναπόθεσης μεγάλων ποσοτήτων φερτών υλικών.
· Οι ζωοβενθικές κοινότητες του ανατολικού τμήματος έχουν επηρεαστεί αισθητά, καθώς παρατηρήθηκε μείωση της αφθονίας των υπό μελέτη υποκοινοτήτων πολυπλακοφόρων και αχινών κατά 95% και 60%, αντίστοιχα.
*Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Προγραμματικής Σύμβασης, μεταξύ της Περιφέρειας Θεσσαλίας και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Εργαστήριο Θαλάσσια Βιολογίας, Τμήμα Γεωπονίας Ιχθυολογίας & Υδάτινου Περιβάλλοντος), με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον Καθηγητή του Τμήματος Γεωπονίας Ιχθυολογίας & Υδάτινου Περιβάλλοντος κ. Δημήτριο Βαφείδη.