Δημοκρατία, αλλά τι δημοκρατία;

Δημοκρατία, αλλά τι δημοκρατία;

Σχεδόν οι πάντες συμφωνούν ότι η θλιβερή επίδοση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην τηλεμαχία του με τον Ντόναλντ Τραμπ έχει αυξήσει τις πιθανότητες μιας νίκης των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές του Νοεμβρίου. Οπως έγραψε στους «New York Times» ένας βετεράνος των Ρεπουμπλικανών στα εκλογικά ζητήματα, ο Φρανκ Λουντζ, δεν είναι «τα γεγονότα, οι πολιτικές ή ακόμη και η σύγκριση των ηγετικών ικανοτήτων» του Μπάιντεν και του Τραμπ που μετρούν, αλλά το «πώς κάνουν τους ψηφοφόρους να αισθάνονται».

Εάν η απειλή που αντιπροσωπεύει ο Τραμπ για τη δημοκρατία είναι πραγματική – προσωπικά εκτιμώ ότι είναι – οι Αμερικανοί οι οποίοι ενδιαφέρονται για το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας τους θα προτιμήσουν ασφαλώς έναν γερασμένο δημοκράτη από έναν αυταρχικό ταραχοποιό. Ακόμη και στην περίπτωση, άλλωστε, που ο Μπάιντεν εγκαταλείψει την κούρσα, η κίνδυνος μιας καταστροφικής δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ θα παραμείνει εξίσου μεγάλος.

Οπως έδειξε μια πρόσφατη δημοσκόπηση στις πολιτείες-κλειδιά, που συχνά αλλάζουν χέρια, οι αμερικανοί ψηφοφόροι νοιάζονται όντως για τη δημοκρατία: το 61%, για του λόγου το αληθές, αντιμετωπίζει τις απειλές εις βάρος της ως εξαιρετικά σημαντικές. Το εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι το 44% όλων αυτών πιστεύει πως ο Τραμπ θα κάνει καλύτερη δουλειά όσον αφορά την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων απειλών, έναντι του 33% που εμπιστεύεται περισσότερο τον Μπάιντεν.

Το γεγονός αυτό εγείρει το ερώτημα τι εννοούν οι άνθρωποι με τον όρο δημοκρατία. Ο Μπάιντεν εκπροσωπεί την παλιά σχολή: εξακολουθεί να πιστεύει στη διαπραγμάτευση, είναι διατεθειμένος να αντιπαρατεθεί με τους περίεργους, να ψιθυρίσει στο δεξί τους αφτί, ακόμη και να πείσει κάποιους προκειμένου να φτάσει σε κάποια συμφωνία.

Για τους ανθρώπους, όμως, οι οποίοι έχουν διαφορετική άποψη για τη δημοκρατία, αυτό θα μπορούσε να μοιάζει με τον τρόπο με τον οποίο οι διεφθαρμένες ελίτ συνήθως προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό που θέλουν δε είναι η «άμεση δημοκρατία», στο πλαίσιο της οποίας ένας ισχυρός ηγέτης θα μιλάει για τον λαό, χωρίς να επηρεάζεται από αυτούς τους εγωιστές που έχουν εκλεγεί στο Κογκρέσο.

Ο φασισμός αποτελεί ένα παράδειγμα τέτοιας άμεσης δημοκρατίας. Το «αποφασίζομεν» – δηλαδή η λήψη απόφασης από τον ηγέτη – αποτέλεσε τη λέξη η οποία χρησιμοποιήθηκε στη ναζιστική Γερμανία και στην Ιταλία του Μουσολίνι. Ηταν κάτι δε που θεωρήθηκε δημοκρατικό, επειδή ο ηγέτης είναι ο απευθείας και μοναδικός εκπρόσωπος του λαού. Είναι, στην πραγματικότητα, υπεράνω του νόμου.

Ο κομμουνισμός, ο οποίος παρουσιάστηκε ως ο αδιάλλακτος εχθρός του φασισμού, αποτελούσε μια άλλη εκδοχή της άμεσης δημοκρατίας. Το κόμμα και ειδικά ο ηγέτης του ήταν η φωνή του λαού ή του προλεταριάτου. Τόσο ο φασισμός όσο και ο κομμουνισμός επεδίωκαν να καταλύσουν την πολιτική διαμάχη μέσω της βίαιης επιβολής ενός μονολιθικού κράτους, αντί της διαπραγμάτευσης.

Φυσικά, οι περισσότεροι αμερικανοί ψηφοφόροι που πιστεύουν ότι ο Τραμπ είναι ο καλύτερος υπερασπιστής της δημοκρατίας δεν είναι φασίστες, πολύ περισσότερο κομμουνιστές. Ομως, είναι σχεδόν βέβαιο πως έχουν ισχυρή άποψη αναφορικά με τα στοιχεία που συνθέτουν τον πραγματικό Αμερικανό: φοβάται τον Θεό, εργάζεται σκληρά και είναι πιθανότατα λευκός. Ανησυχούν δε ότι αυτοί οι κανονικοί Αμερικανοί θα εκτοπιστούν από τους παράνομους μετανάστες, και ότι ο τρόπος ζωής τους απειλείται από ιδέες για το φύλο, την εθνικότητα και τη σεξουαλικότητα όπως αυτές που αναδύονται από τα κορυφαία πανεπιστήμια.

Ο Τραμπ ενισχύει αυτούς τους φόβους και τους εκμεταλλεύεται. Από τη στιγμή δε που ακούγεται ως η πραγματική φωνή του λαού, αντιμετωπίζεται ως ο πλέον καθαρός δημοκράτης.

Ο Ιαν Μπουρούμα είναι ολλανδός συγγραφέας και ιστορικός. Είναι καθηγητής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημοσιογραφίας στο Κολέγιο Μπαρντ στη Νέα Υόρκη. Βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θύραθεν

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ