Ο SSM στην Αθήνα – Το “μενού” των συζητήσεων με τις τράπεζες

Ο SSM στην Αθήνα – Το "μενού" των συζητήσεων με τις τράπεζες

Της Αγγελικής Βελεσιώτη 

Συναντήσεις με στελέχη των συστημικών τραπεζών έχουν σήμερα, Παρασκευή, κλιμάκια του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε μία καθόλα εθιμοτυπική επίσκεψή τους στην Αθήνα, χωρίς… βαριά ατζέντα, αλλά με “μενού” που περιλαμβάνει όλα τα θέματα που αφορούν στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και άπτονται της εποπτείας.  

Όπως εξηγούν στο Capital.gr αρμόδιες πηγές, το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταφέρει το τελευταίο διάστημα να κλείνουν σταδιακά το ένα μετά το άλλο τα “κεφάλαια” της κρίσης – από την αποχώρηση του Δημοσίου από το μετοχικό τους κεφάλαιο μέχρι την επιστροφή σε καθεστώς μερισμάτων, αλλά και επενδυτικής βαθμίδας – μπορεί να έχει διευκολύνει τις επαφές τους με τον SSM, αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι έχουν εκλείψει και οι… συστάσεις από πλευράς του για μία σειρά από ζητήματα.

“Τα ‘κόκκινα’ δάνεια, για παράδειγμα, είναι διαχρονικά ψηλά στην ατζέντα του επόπτη. Όση πρόοδος κι αν έχει επιτευχθεί, το εγχώριο σύστημα εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο δείκτη στην Ευρώπη και αυτό είναι κάτι που ο SSM δεν μπορεί να παραβλέψει”, σχολιάζουν χαρακτηριστικά.

Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα, η Ελλάδα είχε το β’ τρίμηνο του 2024 δείκτη NPL 3,42%, με τη δεύτερη στη λίστα Ισπανία να κυμαίνεται σημαντικά χαμηλότερα, στο 2,79% και το μέσο όρο της Ευρώπης να διαμορφώνεται στο 1,92%. “Οι ελληνικές τράπεζες είτε γιατί έσπευσαν να ‘παγώσουν’ τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια, προστατεύοντας έτσι, το πιο επίφοβο χαρτοφυλάκιο είτε γιατί ενίσχυσαν το monitoring στο σύνολο των δανείων, προλαβαίνοντας τις όποιες αρρυθμίες, κατάφεραν να μην εμφανίσουν νέες επισφάλειες, ενώ, παράλληλα, μείωσαν και το υπάρχον στοκ”, τονίζουν στο Capital.gr οι ίδιες πηγές, υπενθυμίζοντας, ωστόσο, ότι, για παράδειγμα, τα δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου εξακολουθούν να αποτελούν “αγκάθι”.  

Δυναμικά στις συζητήσεις με τον επόπτη έχει μπει τελευταία και το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου, με τις εγχώριες τράπεζες, σε μία προσπάθεια ενδεχομένως να καθησυχάσουν τις όποιες ανησυχίες, οι οποίες θα μπορούσαν ακόμη και να ανατρέψουν το σχεδιασμό για τη μελλοντική μερισματική πολιτική, να προσανατολίζονται στην αύξηση των πληρωμών και κατ’ επέκταση τη γρηγορότερη απόσβεσή του. “Ο διπλασιασμός της ετήσιας απόσβεσης από τα τρέχοντα 160 με 200 εκατ. ευρώ σε 300 με 350 εκατ. ευρώ περίπου (ανά τράπεζα) θα εξαντλήσει τα υπόλοιπα DTC στο CET1 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, αντί για τη δεκαετία του 2040”, σχολιάζει η JP Morgan σε πρόσφατο report της, σημειώνοντας πως οι τράπεζες θα μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματά τους, την υγιή εσωτερική παραγωγή κεφαλαίου και τη σχετικά περιορισμένη κατανάλωση κεφαλαίου — είτε μέσω οργανικής είτε μη οργανικής ανάπτυξης. “Αποδεικνύοντας στην ΕΚΤ ότι δεν εξαρτώνται υπερβολικά από τα DTC, οι τράπεζες ενδέχεται να λάβουν την ευλογία της ρυθμιστικής αρχής για υψηλότερες πληρωμές”, προσθέτει. Αξίζει να αναφερθεί πως τα ποσοστά του αναβαλλόμενου φόρου κυμαίνονται μεταξύ 44% (Eurobank) και 76% (Τράπεζα Πειραιώς), ενώ ο πήχης για τα επόμενα μερίσματα έχει τεθεί μεταξύ 30% (Τράπεζα Πειραιώς) και 50% (Εθνική Τράπεζα.  

Ενδιαφέρον επιδεικνύει ο SSM και για την τήρηση των business plans που έχουν ανακοινώσει οι τράπεζες, δεδομένου ότι συνολικά η Ευρώπη δοκιμάζεται, τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και γεωπολιτικής. Ήδη, σύμφωνα με το Reuters, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δέχεται πιέσεις για μία νέα μείωση επιτοκίων στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου, με ό, τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τα επιτοκιακά έσοδα και κατ’ επέκταση την κερδοφορία των τραπεζών. Κάθε μείωση επιτοκίων κατά 25 μ.β., άλλωστε, επιφέρει μείωση μεταξύ 12 εκατ. ευρώ και 35 εκατ. ευρώ για τους συστημικούς Ομίλους, η κερδοφορία των οποίων στηρίζεται κατά βάση στα έσοδα από τόκους, με το ποσοστό τους σε σχέση με τα συνολικά λειτουργικά έσοδα να ανέρχεται σε 78,62% το β’ τρίμηνο του 2024 έναντι μέσου όρου της Ευρώπης 59,77%. 

“Απόβαση” και των θεσμών  

Στο μεταξύ, στην Αθήνα θα βρεθούν το διάστημα 8 με 11 Οκτωβρίου και εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ESM, στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα εκτιμάται πως θα είναι, επίσης, ψηλά στην “ατζέντα” των επαφών κορυφής, μιας και πολλές από τις προκλήσεις που είχαν επισημανθεί στην προηγούμενη έκθεση εξακολουθούν να ισχύουν. Ενδεικτικά, οι servicers συνεχίζουν να διαχειρίζονται έναν μεγάλο όγκο “κόκκινων” δανείων που μπορεί να βγήκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά παραμένει στην οικονομία. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η συνολική αξία των επίμαχων δανείων διαμορφώθηκε στο τέλος του β’ τριμήνου του 2024 σε περίπου 70 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 277 εκατ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση.  

Την ίδια στιγμή, σε εκκρεμότητα βρίσκεται και το ζήτημα του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, με την κυβέρνηση, ωστόσο, να εκτιμά πως το χρονοδιάγραμμα θα τηρηθεί. “Το χρονοδιάγραμμά μας εξελίσσεται ομαλά, το α’ τρίμηνο του 2025 ο Φορέας θα λειτουργεί κανονικά. Όσον αφορά στους προεπιλεγμένους επενδυτές, δώσαμε ένα boost στο επενδυτικό ενδιαφέρον, με τροποποιήσεις του Νόμου και μέσα στο καλοκαίρι δημοσιεύτηκαν οι υπουργικές αποφάσεις”, σχολίασε σε πρόσφατη τοποθέτησή της η γενική γραμματέας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κυρία Θεώνη Αλαμπάση. 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ