Φώτης Γιαγκούλας: “Ο φόβος και τρόμος του Ολύμπου”

ΟΛΥΜΠΟΣ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΦΑΦΑΛΑΚΗ

Ενενήντα εννέα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατο του πιο διάσημου λήσταρχου στον ελλαδικό χώρο Φώτη Γιαγκούλα, που σκοτώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1925 στον Όλυμπο κατά τη διάρκεια μάχης με χωροφύλακες.

Μιλώντας στην ΕΡΤ3 ο συγγραφέας και ερευνητής Νίκος Τάχατος επεσήμανε τούς λόγους που ο Φώτης Γιαγκούλας θεωρείται από τους πιο διάσημους λήσταρχους στην Ελλάδα.

Ο Φώτης Γιαγκούλας είναι ένας από τους πιο διάσημους λήσταρχους στον ελλαδικό χώρο, με περίοδο δράσης από το 1917 έως το 1925, στις περιοχές του Ολύμπου, τα Πιέρια όρη, Κοζάνη και Ελασσόνα. Η ημερομηνία γέννησης του παραμένει άγνωστη, αν και οι περισσότεροι μελετητές παραδίδουν ως πιο πιθανό το έτος 1894, ενώ λιγότεροι το έτος 1901.

Το σίγουρο είναι ότι γεννήθηκε στο χωριό Μεταξά Κοζάνης, που βρίσκεται στα όρια με τον νομό Λάρισας σε υψόμετρο 1.060 μέτρων στις νότιες πλαγιές των Καμβουνίων βουνών.

Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και αναγκάστηκε να δουλέψει για τη συντήρηση της οικογένειάς του, ενώ για σύντομο χρονικό διάστημα μετακόμισε στο χωριό Πολύραχος Κοζάνης, ήταν παντρεμένος ο αδερφός του Κωνσταντίνος εκεί, όπου δούλεψε ως βοσκός.

Επρόκειτο για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που χαρακτηριζόταν από θράσος, παρορμητικότητα, ένταση. Μια φλογερή και παθιασμένη προσωπικότητα που απασχόλησε το σύνολο της ελληνικής κοινής γνώμης την περίοδος δράσης του.

Όσοι ασχολήθηκαν με τη ζωή του, παραδίδουν δύο πιθανές αιτίες που τον οδήγησαν να γίνει επικηρυγμένος ληστής στα βουνά. Σύμφωνα με την πρώτη κάποιος υπομοίραρχος την περίοδο που υπηρετούσε στην περιοχή της Κοζάνης, είχε βιάσει μια ξαδέρφη του Γιαγκούλα. Εκείνος για να εκδικηθεί, κατέβηκε στην Αθήνα, όπου είχε καταφύγει ο υπομοίραρχος για να γλιτώσει και τον σκότωσε. Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατηγορήθηκε άδικα από ανθρώπους της περιοχής του για ζωοκλοπή και φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες στη Λάρισα. Όταν αποφυλακίστηκε ακολούθησε τον δρόμο του βουνού και της παρανομίας. Όποια και να είναι η πραγματική αιτία που τον οδήγησε στο βουνό, η ουσία είναι ότι δημιούργησε μέσα του έντονο το αίσθημα ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται την κρατική εξουσία και της δικαιοσύνης που απορρέει από αυτή.

Φημολογείται ότι αρχικά πέρασε ένα μικρό χρονικό διάστημα με τη συμμορία του περιβόητου Θωμά Γκαντάρα. Σύντομα όμως δημιούργησε δική του συμμορία και επιδόθηκε σε ληστείες και απαγωγές ζητώντας λύτρα. Τον Ιούλιο του 1920 είχε ήδη επικηρυχθεί με το ποσό των 20.000 δρχ και τα αποσπάσματα τον αναζητούσαν. Στις 19 Αυγούστου 1920 σε μάχη με τα αποσπάσματα τραυματίζεται στο ώμο και συλλαμβάνεται για πρώτη και τελευταία φορά. Κατά τη σύλληψή του, προϊόν προδοσίας και ακολουθώντας τον άγραφο νόμο των ληστών, που θέλει να τιμωρούν τους προδότες, ορκίζεται ότι θα δραπετεύσει και θα σκοτώσει αυτόν που τον πρόδωσε. Καταδικάζεται σε φυλάκιση στην Αίγινα, αλλά λίγο αργότερα θα μεταφερθεί στην Αθήνα καθώς έχει δοθεί η εντολή να μεταφερθεί στη φυλακή του Γεντί Κουλέ στην Θεσσαλονίκη. Κατά τη μεταφορά του με τρένο θα καταφέρει να αποδράσει στο ύψος της κοιλάδας των Τεμπών, πηδώντας από το τρένο σιδεροδέσμιος. Ο εξευτελισμός των χωροφυλάκων και ο τρόπος απόδρασης, θα τον κάνουν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της εποχής.

Αφού υλοποίησε την υπόσχεσή που είχε δώσει σ’ αυτόν που τον πρόδωσε, τον σκότωσε με φρικτό τρόπο, συνέχισε τη ληστρική του πορεία. Έχοντας βαθιά μέσα του το αίσθημα της αδικίας, επιδόθηκε σε μια σειρά αγαθοεργιών που τον ηρωοποίησαν στα μάτια των απλών ανθρώπων. Είναι γεγονός ότι αρκετά χρήματα δόθηκαν σε φτωχές κοπέλες για να παντρευτούν, σε φτωχές οικογένειες για να ζήσουν, ενώ χρηματοδότησε την ανέγερση εκκλησιών και έχτισε πολλά ξωκλήσια. Στη μαχαίρα που είχε πάντα μαζί του, την περίφημη «παρδάλα» όπως την ονόμαζε ο ίδιος και που σήμερα φυλάσσεται στο Εγκληματολογικό Μουσείο Αθήνας και που φημολογείται ότι είχε σφάξει 54 ανθρώπους, είχε χαράξει στη λεπίδα της, κείμενο που έλεγε: «Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917». Συχνά έλεγε: «δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω για την οικογένειά τους και τον εαυτόν τους». Παρόμοια άποψη εκφράζει και σε κείμενο που έστειλε στον αρχηγό της Χωροφυλακής, όταν έμαθε ότι καταπιέζονται οι φτωχοί χωρικοί για τον προδώσουν: «Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας». Όλες οι παραπάνω απόψεις δείχνουν ξεκάθαρα έναν άνθρωπο που έχει πάρει την δικαιοσύνη στα χέρια του. Επίσης ότι στηριζόταν όχι μόνο στις ευεργεσίες αλλά και στον φόβο που ενέπνεε το όνομα του στους φτωχούς ανθρώπους και γι’ αυτό δεν τον πρόδιδαν.

Του άρεσε η καλή ζωή και συχνά μεταμφιεζόταν και κατέβαινε μέχρι την Αθήνα όπου απολάμβανε τη διασκέδαση. Ήταν τόσο καλός στις μεταμφιέσεις, που λέγεται ότι κάποτε είχε καθίσει σε ταβέρνα για φαγητό, δίπλα σε ομάδα χωροφυλάκων που τον κυνηγούσαν. Όταν έφυγε άφησε σημείωμα που έγραφε: «Βασιλεύς των ορέων, Γιαγκούλας», κάτι που έκανε έξαλλους τους διώκτες του. Η εξόντωσή του ήταν πλέον θέμα τιμής για τη Χωροφυλακή, ειδικά από την στιγμή που τον Φεβρουάριο του 1925 είχε σκοτώσει στην πλατεία του χωριού Τσαπουρνιά Ελασσόνας τον Πρόεδρο του χωριού και λίγο αργότερα μέσα σε σπίτι στο ίδιο χωριό τον Ανθυπομοίραρχο Αποστόλου. Το ποσό της επικήρυξή του είχε φτάσει το υπέρογκο ποσό των 600.000 δρχ. και την ίδια στιγμή πολλοί ληστές εκμεταλλευόμενοι τον νόμο της Κυβέρνησης, πρόδιδαν ο ένας τον άλλον και έπαιρναν αμνηστία. Ο Γιαγκούλας δεν εμπιστευόταν πια κανέναν και συνέχιζε τη ληστρική του πορεία μαζί με τα αδέρφια Πάντο και Λεωνίδα Μπαμπάνη και τον λήσταρχο Τσιαμήτα, έχοντας ως κρησφύγετο μια σπηλιά στη θέση «Κλεφτόβρυση» ψηλά στον Όλυμπο.

Ήταν ξημερώματα Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1925, όταν απόσπασμα με 27 χωροφύλακες με επικεφαλής τον μοίραρχο Ιωάννη Πετράκη, που σκαρφάλωνε όλη τη νύχτα, βρέθηκε απέναντι από τους ληστές, που είχαν μαζί τους και δύο απαχθέντα παιδιά, τον 12χρονο Δημήτριο Ράπτη και τον ξάδερφο του Νίκο. Η μάχη κράτησε περίπου οχτώ ώρες και το τέλος της βρήκε νεκρό τον Γιαγκούλα, τον Πάντο Μπαμπάνη και τον Τσαμήτα. Νεκρός ήταν επίσης και ο απαχθέντας Δημήτριος Ράπτης που τον σκότωσαν οι ληστές όταν προσπάθησε να διαφύγει. Ο Νίκος Ράπτης έζησε, τελείωσε αργότερα την Ιατρική Σχολή και έγραψε σε βιβλίο την περιπέτειά του. Ο Λεωνίδας Μπαμπάνης συνελήφθη ζωντανός. Το απόγευμα της ίδιας μέρα τα κεφάλια των Γιαγκούλα, Μπαμπάνη και Τσαμήτα κρέμονταν σε δημόσια θέα στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης. Σήμερα φυλάσσονται σε σχετικά καλή κατάσταση στο Εγκληματολογικό Μουσείο.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί, ότι στη διάδοση του μύθου του Γιαγκούλα σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι εφημερίδες της εποχής. Ο κόσμος αναζητούσε ιστορίες των ληστών που φάνταζαν στα μάτια τους λαϊκοί ήρωες και οι εφημερίδες δημοσίευαν τακτικά ή σε συνέχειες τα κατορθώματά τους. Από όποια πλευρά και να δει κανείς την ιστορία του Φώτη Γιαγκούλα είναι σίγουρο ότι και στο μέλλον αυτή η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα θα συνεχίζει να απασχολεί μελετητές και απλούς ανθρώπους και η πολυτάραχη ζωή του δεν εξαντλείται στα πλαίσια ενός μόνο κειμένου”.

Πηγή: Βασίλης Τζανακάρης: «Τα παλικάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν» και «Φώτης Γιαγκούλας ο απέθαντος»

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ