Ο συγγραφέας Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε παρουσιάζει στο Αγκίστρι το νέο του μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο Αιγαίο

Arturo Pérez-Reverte

ανταπόκριση από τη Μαδρίτη: Δώρα Μακρή

«Η Μεσόγειος είναι το σπίτι μου, η πατρίδα μου», επαναλαμβάνει, ακούγοντας το βουητό μιας ήρεμης θάλασσας «που από τη Σαλαμίνα μέχρι τη Ναύπακτο  έχει δει να μάχεται, να υποφέρει και να πεθαίνει για τρεις χιλιάδες χρόνια». «Είναι η θάλασσα του αίματος και της δόξας, φως και σκιά, και αντανακλά την ανθρώπινη υπόσταση όσο καμία άλλη», λέει. «Την έχουν διασχίσει σκλάβοι, κατακτητές, πειρατές, κουρσάροι, βιαστές, πλιατσικάδες, ήρωες, φωτεινά όντα και δολοφόνοι. Είναι το τέλειο μέρος για να περπατήσετε χωρίς τις ωτοασπίδες μιας ιδεολογίας και να κατανοήσετε την ανθρώπινη φύση», λέει. “Εδώ γεννήθηκε ο δυτικός κόσμος, η δημοκρατία, οι θεοί, οι λεγεώνες, το ελαιόλαδο, το κρασί και το μάρμαρο. Είναι η πατρίδα μας”, συνοψίζει ο Ισπανός συγγραφέας Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε ο οποίος παρουσίασε στην Ελλάδα το νέο του μυθιστόρημα.

Τόπος: το νησί Αγκίστρι στον Σαρωνικό. Εκεί αποφάσισε ο πολυγραφότατος , ακαδημαϊκός και πρώην δημοσιογράφος-πολεμικός ανταποκριτής Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο με τίτλο « La isla de la mujer dormida» (Το νησί της γυναίκας που κοιμάται ) εκδόσεις Alfaguara. Ο Ισπανός συγγραφέας  που τα περίπου σαράντα βιβλία του μεταφράζονται σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες και οι αναγνώστες του ξεπερνούν τα είκοσι εκατομμύρια έφτασε για πρώτη φορά στον Πειραιά το 1976 αναζητώντας ένα φορτηγό πλοίο που θα τον μετέφερε στον Λίβανο για να καλύψει τον πόλεμο. «Τότε στον Πειραιά υπήρχαν  μόνο πόρνες, διακινητές και σκουπίδια· πλήρωσα εκατό δολάρια και έφτασα στη Βηρυτό με φορτηγό πλοίο» εξηγεί στους δημοσιογράφους που τον συνοδεύουν σε έναν διαφορετικό Πειραιά σήμερα, με προορισμό το Αγκίστρι.

Ο Ρεβέρτε είναι γνωστός για την καυστική του γλώσσα. Επι είκοσι χρόνια ήταν πολεμικός ανταποκριτής που κάλυψε τουλάχιστον 18 πολέμους σε όλα τα σημεία του πλανήτη για λογαριασμό της ισπανικής δημόσιας τηλεόρασης TVE και αργότερα της εφημερίδας El País. Σήμερα είναι 73 ετών , μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας και συγγραφέας με τα βιβλία του να γίνονται μπεστ σέλερ και να έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το νέο του βιβλίο είναι μια ιστορία περιπέτειας και αγάπης, με φόντο τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939) που αφηγείται ως μάρτυρας έναν  κόσμο που καταρρέει και λυπάται , όπως λέει που, σήμερα όπως και χθες, οι ανόητοι ενδυναμώνουν το κακό.

«Ο πόλεμος αυτός δεν έγινε μόνο στην Ισπανία έγινε στον Ατλαντικό, στο κανάλι της Σικελίας αλλά και στο Αιγαίο», εξηγεί. «Είναι η ιστορία των σύγχρονων κουρσάρων που ήθελα να περιγράψω και τους τοποθετώ στο Αιγαίο», εξηγεί. Το 1937, σε ένα νησί των Κυκλάδων, ο ναυτικός Miguel Jordán Κυριαζής οργανώνει μια μυστική επιχείρηση για να τορπιλίσει σοβιετικά εμπορικά πλοία από τη Μαύρη Θάλασσα φορτωμένα με όπλα και προμήθειες για την Ρεπούμπλικα ( την δεύτερη Δημοκρατική Κυβέρνηση  της Ισπανίας που την έριξε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1936 και έτσι ξεκίνησε ο Ισπανικός Εμφύλιος). Η ζωή του θα διασταυρωθεί σε ένα θολό τρίγωνο με εκείνη των ιδιοκτητών του νησιού, του κακού Βαρώνου Κατελίου και της συζύγου του Λένας, μιας σαγηνευτικής ώριμης γυναίκας αποφασισμένης να ξεφύγει από το πεπρωμένο της.

Ο Ρεβέρτε υποστηρίζει ότι δεν γράφει για να περιγράψει τον πόλεμο αλλά γράφει με «απόλυτη ελευθερία συνείδησης και χωρίς υποταγή σε ιδεολογίες”, διευκρινίζει ο συγγραφέας. «Μιλάω για ανθρώπους σε ακραίες καταστάσεις όπως ο πόλεμος, χωρίς ποτέ να βάζω ξεκάθαρη γραμμή μεταξύ καλού και κακού», λέει ο έμπειρος πρώην δημοσιογράφος, βέβαιος ότι «αυτό το άσπρο- μαύρο είναι ψέμα». «Έχω δει πολλούς πολέμους και ξέρω ότι το καλό και το κακό υπάρχουν στις ιδέες, όχι όμως στην ανθρώπινη φύση · η αλήθεια βρίσκεται σε μία γκρίζα ζώνη ». Τονίζει.

Θεωρεί ότι όλα επαναλαμβάνονται καθώς όλα έχουν ήδη γραφτεί. «Αν διαβάσετε τους κλασικούς , θα δείτε ότι όλα έχουν ήδη συμβεί: κάθε παγόβουνο έχει τον Τιτανικό του, κάθε τεχνική πρόοδος έχει την αποτυχία της. Στη ζωή, ο πόνος και η φρίκη εμφανίζονται πάντα και πρέπει να είμαστε περισσότερο προετοιμασμένοι», λέει ο συγγραφέας μυθιστορημάτων «που δείχνουν μηχανισμούς για να αντέχουν τη φρίκη, ακόμα κι αν δεν την ξεπερνούν. “Είμαστε όλο και λιγότερο μορφωμένοι και πιο ανυπεράσπιστοι. Αρνηθήκαμε την εκπαίδευση στις νέες γενιές και τους στερούμε τη διαύγεια αφαιρώντας τα εργαλεία κατανόησης από τα προγράμματα σπουδών. Έχουμε μετατρέψει την ιστορία σε παστεριωμένο και αποβουτυρωμένο χυλό που δεν τρέφει κανέναν και δεν έχει αξία», καταγγέλλει.

«Ο κόσμος πάντα καταρρέει. Το είδαμε στην πανδημία και το βλέπουμε στη Γάζα και την Ουκρανία. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε για τον πόνο, την οδύνη και την καταστροφή, χωρίς να κρύβουμε τον θάνατο και το κακό», προσθέτει, προτείνοντας να ακούσουμε τους κακούς αντί να καλύπτουμε το στόμα τους. «Αφήστε τους να μιλήσουν πριν τους διασύρουν, τους φτύσουν ή τους σκοτώσουν», προτείνει. «Όταν μιλάει ο κακός, καταλαβαίνεις τον μηχανισμό του κακού και μπορείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου. «Αν τον σωπάσεις, αν τον ακυρώσεις, δεν ξέρεις τι είναι και όταν πλησιάσει θα σε αρπάξει από το λαιμό και δεν θα έχεις άμυνα», προειδοποιεί.

Στα 73 του χρόνια, ο Pérez-Reverte ξέρει «ότι υπάρχουν μάχες που πρέπει να δώσεις ακόμα κι αν δεν τις κερδίσεις». “Είναι πολύ λυπηρό να αφήνεις τους κακούς να κερδίζουν χωρίς αντίπαλο και στο τέλος πάντα κερδίζουν γιατί έχουν συμμάχους τους ανόητους. Πρέπει να ματώνουν να τους είναι δύσκολο να κερδίσουν!”, υποστηρίζει εμφατικά. “Ο κακός άνθρωπος μόνος του δεν είναι πολύ επικίνδυνος, αλλά οι χίλιοι ανόητοι που τον περιβάλλουν τον κάνουν ισχυρό. Υπάρχουν πολύ περισσότεροι ανόητοι από κακούς ανθρώπους, δυστυχώς. Με τον κακό μπορείς πάντα να διαπραγματευτείς, να τον δωροδοκήσεις αν το απαιτεί η περίσταση, όμως ποτέ με τον ανόητο. Είναι αδύνατον», καταλήγει.

Πριν από δυο δεκαετίες ο Ρεβέρτε εξομολογούνταν στην υπογράφουσα σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ, ότι όταν ήταν νέος στην Καρταχένα της Μούρθια όπου γεννήθηκε, βουτούσε στη θάλασσα ελπίζοντας να βρει αμφορείς από ναυάγια και το είδωλό του ήταν ο Αχιλλέας. Όμως «όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνα, τόσο περισσότερο έμοιαζα στον Οδυσσέα». Έλεγε. Είχε μάλιστα υποσχεθεί ότι θα ήθελε το τελευταίο βιβλίο που θα έγραφε να ήταν αφιερωμένο στον Οδυσσέα. Όχι όμως τον Οδυσσέα και τις περιπέτειες του που μαθαίνουμε από τον Όμηρο αλλά τον γερασμένο και κουρασμένο Οδυσσέα που έχει ήδη επιστρέψει στην Ιθάκη του.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ