Τα μειονοτικά και η αρχή της αμοιβαιότητος

Στην εξουσία για τέταρτη φορά

Εύλογη είναι η προσδοκία ότι η βελτίωση του κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα οδηγήσει και σε πρωτοβουλίες σε θέματα που άπτονται των μειονοτικών δικαιωμάτων στις δύο χώρες. Τα μειονοτικά δικαιώματα υπήρξαν θύματα της επιδεινώσεως των διμερών σχέσεων από το 1955, οπότε και η ανάδυση του Κυπριακού έθεσε τέλος στην ομαλότητα η οποία και διαρκούσε από την εποχή της υπογραφής του ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας του 1930. Κυριάρχησε έκτοτε η έννοια της αρνητικής αμοιβαιότητος στα μειονοτικά δικαιώματα σύμφωνα με την οποία ο μη σεβασμός των μειονοτικών δικαιωμάτων από το αντισυμβαλλόμενο μέρος νομιμοποιεί τον μη σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων από τις οικείες αρχές. Αν και η κατάσταση των μειονοτικών δικαιωμάτων σημείωσε σημαντική βελτίωση την τελευταία εικοσαετία, σοβαρά προβλήματα παραμένουν εκατέρωθεν του Εβρου.

Πρώτη στον νου έρχεται η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ζήτημα μείζονος σημασίας για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς θα εμπέδωνε τον οικουμενικό χαρακτήρα του κέντρου της Ορθοδοξίας. Πέραν της πολιτικής αποφάσεως για την επαναλειτουργία της Σχολής θα πρέπει να συμφωνηθεί και το νομικό καθεστώς της. Το αν η Σχολή σε περίπτωση επαναλειτουργίας θα έχει καθεστώς ιδιωτικού πανεπιστημιακού ιδρύματος, όπως πλέον επιτρέπει η τουρκική νομοθεσία από τη δεκαετία του 1980 ή μεταλυκειακής επαγγελματικής σχολής όπως ίσχυε μέχρι το 1971 δεν είναι ακόμη σαφές. Υπάρχουν βεβαίως και άλλα ζητήματα περιουσιακού και ιστορικού χαρακτήρος, όπως η επιστροφή των κατασχεθέντων αρχείων μειονοτικών σωματείων και ιδρυμάτων, περιουσιών ευαγών ιδρυμάτων αλλά και των ορθοδόξων εκκλησιών της συνοικίας του Γαλατά τις οποίες σφετερίσθηκε το «τουρκορθόδοξο πατριαρχείο» του Παπα-Ευθύμ και των απογόνων του. Εξάλλου η αποκατάσταση των δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται και πάντοτε τη διευθέτηση των προβλημάτων. Η επιστροφή του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου δεν σήμανε και την άμεσο αποκατάσταση του κτιρίου, δεδομένων των μεγάλων τεχνικών δυσκολιών και του δυσθεωρήτου κόστους του έργου.

Στα αιτήματα της ελληνικής πλευράς για την αποκατάσταση των ανωτέρω η τουρκική πλευρά αντιτάσσει αυτά της μουσουλμανικής μειονότητος της Δυτικής Θράκης. Η ελεύθερη χρήση του όρου «τουρκικός» από τα μέλη της μειονότητος για τον εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό τους και η εκλογή των μουφτήδων από τα μέλη της μειονότητος αποτελούν δύο των κυριοτέρων αιτημάτων. Και αν η αποφυγή μετατροπής της εκλογής των μουφτήδων σε ντε φάκτο διορισμό τους από την Αγκυρα αποτελεί εύλογο σημείο ανησυχίας για την ελληνική πλευρά, η αποτελεσματική συμμετοχή της μειονότητος στην επιλογή της θρησκευτικής της ηγεσίας αποτελεί δίκαιο αίτημα. Και αν η άσκηση πέραν των θρησκευτικών και δικαστικών καθηκόντων από τους μουφτήδες περιπλέκει τη λύση του προβλήματος, παραμένει δυνατή μια λύση που περιορίζει ή και εξαλείφει τη δικαστική τους δικαιοδοσία.

Η αντιπαράθεση των αιτημάτων δηλώνει ότι η νοοτροπία της αμοιβαιότητος παραμένει ισχυρή, ακόμη και όταν μετατρέπεται από αρνητική σε θετική. Τούτο σημαίνει ότι αμφότερα τα μέρη δεν θεωρούν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των μελών των μειονοτήτων ως αυτονόητη συνταγματική υποχρέωση μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας αλλά ως εργαλείο ή διαπραγματευτικό μοχλό για την αποκατάσταση των αδικιών εις βάρος της οικείας μειονότητος. Ο σεβασμός των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η θετική συγκυρία στις διμερείς σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για την απελευθέρωση των μειονοτήτων από την ομηρεία της αμοιβαιότητος.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ