Στο 3% τα επιτόκια του ευρώ έως το τέλος του χρόνου

Γιατί εξακολουθεί να ανησυχεί για τον πληθωρισμό η ΕΚΤ

Του Τάσου Δασόπουλου

Με την τάση που θέλει ταχεία μείωση των επιτοκίων του ευρώ μέχρι να προσεγγίσουν το 2% μέσα στο 2025 συντάσσονται όλο και περισσότερα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της ΕΚΤ, αφού είναι πλέον ορατό, ότι μετά τη διετή ύφεση της Γερμανίας, κινδυνεύει με ύφεση όλη η Ευρωζώνη. 

Σε αυτή τη χρονική φάση, η πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ, μετά τη μείωση επιτοκίων του ευρώ κατά 0,25% την περασμένη Πέμπτη, αναμένει και μια δεύτερη (πάλι κατά 0,25%) στις 12 Δεκεμβρίου, ώστε ο χρόνος να κλείσει με επιτόκια του ευρώ στο 3%, από 4% που ήταν στην αρχή του 2024. Η ΕΚΤ ξεκίνησε πρώτη τις μειώσεις επιτοκίων τον περασμένο Ιούνιο, έχοντας μειώσει σε δύο δόσεις τα επιτόκια του ευρώ συνολικά κατά 0,50%, αλλά πλέον όλοι παραδέχονται αν και δεν το ομολογούν ότι οι μειώσεις θα πρέπει να συνεχιστούν με πιο εντατικούς ρυθμούς. 

Παρά τις – περιορισμένες πλέον – ανησυχίες για την πορεία του πληθωρισμού λόγω της έντασης στη Μέση Ανατολή, οι λόγοι για τους οποίους είναι απαραίτητο να γίνει το ταχύτερο δυνατό η μείωση των επιτοκίων είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που επιβάλλουν τη διατήρηση μιας σκληρής νομισματικής πολιτικής. Αυτό, ειδικά τώρα που, έστω και με κάποιες διακυμάνσεις, ο πληθωρισμός προσγειώνεται στον στόχο του 2%.

Ο πρώτος και βασικός λόγος είναι το χρέος της Ευρωζώνης, το οποίο εκτοξεύτηκε λίγο πάνω από το 100% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021 λόγω των δαπανών για την πανδημία του κορονοϊού. Έκτοτε το χρέος αποκλιμακώνεται με πολύ αργούς ρυθμούς παρά τον υψηλό πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, αναμένεται να φτάσει στο 88,6% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης στο τέλος του χρόνου. Σε επίπεδο κρατών, το χρέος πιέζει ιδιαίτερα τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Ελλάδα, παρότι έχει ακόμη το υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ χρέος της Ευρωζώνης, δεν κινδυνεύει από τα υψηλά επιτόκια. Έξι χρόνια μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, τα 2/3 του χρέους της (περίπου 230 δισ. ευρώ) είναι προς την Ε.Ε. και τον ESM και είναι κλειδωμένο σε σταθερά χαμηλά επιτόκια.

Επιτόκια υψηλότερα από την ανάπτυξη 

Στο σύνολό της η Ευρωζώνη, μετά την οριακή ανάπτυξη του 0,3% που είχε για το 2023, φέτος αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό κάτω από 1% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία της Ζώνης του Ευρώ αναχρηματοδοτεί το υψηλό χρέος της με επιτόκια πάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Η κατάσταση αυτή ήταν αποδεκτή το 2022 και το 2023, όσο ο πληθωρισμός συνιστούσε πραγματικό κίνδυνο. Από τη στιγμή όμως που ο πληθωρισμός, έπειτα από 30 μήνες συνεχούς ανόδου, δείχνει να μειώνεται, η εμμονή σε μια περιοριστική πολιτική μπορεί να δημιουργήσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην ανάπτυξη. 

Ήδη η Γερμανία, λόγω και ειδικών συνθηκών αλλά και των υψηλών επιτοκίων, έχει αποδεχθεί πλέον ότι το 2024 θα είναι το δεύτερο συνεχόμενο έτος ύφεσης της οικονομίας της. Παρότι η ύφεση αναμένεται να είναι οριακή (της τάξης του 0,3% του ΑΕΠ της), το γεγονός ότι παράγει περίπου το 50% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης σημαίνει ότι οι αναταράξεις περνούν ήδη και στις μεγάλες αλλά και τις μικρότερες οικονομίες της Ζώνης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και η Ελλάδα αναγκάστηκε να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη από 2,3% σε 2% για το 2023, από 2,5% σε 2,2% για το 2024 και από 2,6% σε 2,3% για το 2025.

Αδυναμία δημόσιων επενδύσεων

Εκτός από το πρόβλημα της αναχρηματοδότησης του χρέους, μια λάθος πολιτική στη μείωση των επιτοκίων θα ναρκοθετήσει και τη χρηματοδότηση των απαραίτητων δημόσιων επενδύσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία, με τη μορφή ενός “Ταμείου Ανάκαμψης ΙΙ”. Με υψηλά επιτόκια που θα είναι στο 3%, δηλαδή ήδη υψηλότερα από έναν πληθωρισμό που θα είναι στο 2%, οι απαραίτητες επενδύσεις ύψους 1 τρισ. που χρειάζεται η Ευρώπη για να συμβαδίσει με τις ΗΠΑ και την Κίνα, όπως περιγράφεται στην έκθεση του Μάριο Ντράγκι, δεν θα γίνουν ποτέ. Τούτο διότι κανείς δεν θα δεχθεί τη χρηματοδότηση μέσω κοινού χρέους (δηλαδή την έκδοση ευρωομολόγων) βάζοντας σε κίνδυνο το αξιόχρεο τόσο του συνόλου της Ε.Ε. όσο και αυτό της χώρας του. 

Η πίεση από ΗΠΑ και Κίνα 

Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η Ευρωζώνη θα πιεστεί να επιταχύνει τη μείωση των επιτοκίων είναι οι εξελίξεις στις ΗΠΑ. Μετά την πρώτη μείωση των επιτοκίων του δολαρίου κατά 0,5% των Σεπτέμβριο η Fed μπήκε σε κατάσταση αναμονής, παρακολουθώντας την πορεία του πληθωρισμού, όπως κάνει και η ΕΚΤ. Οι επερχόμενες εκλογές θα αλλάξουν τα δεδομένα μάλλον υπέρ του δολαρίου. Η νομισματική πολιτική στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού θα μπορεί να γίνει πιο άνετη εν όψει μιας νέας προεδρίας, αλλά και των κινήτρων που ήδη έχουν δοθεί στη βιομηχανία, από τη διακυβέρνηση Mπάιντεν. Αν την ίδια ώρα η Ευρωζώνη, και ειδικότερα η ΕΚΤ, εμείνει σε μια σκληρή γραμμή, υπερασπίζοντας τον στόχο του πληθωρισμού, με πολλές χιλιάδες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν δάνεια που πήραν την εποχή των μηδενικών επιτοκίων με πολύ υψηλότερα επιτόκια, τα πράγματα θα επιταχύνουν τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος οικονομικής στασιμότητας και ίσως ύφεσης για την Ευρωζώνη. Αν σκεφτεί κανείς ότι, εκτός από τις ΗΠΑ, η Ευρωζώνη θα πρέπει να ανταγωνιστεί και την Κίνα με τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά, το πρόβλημα θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ