“Ασφαλή καταφύγια” τα ελληνικά ομόλογα εν μέσω ευρωπαϊκής καταιγίδας

"Ασφαλή καταφύγια" τα ελληνικά ομόλογα εν μέσω ευρωπαϊκής καταιγίδας

Του Τάσου Δασόπουλου

“Ασφαλή καταφύγια” παραμένουν τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία πλέον στην 5ετία έχουν αποδόσεις μικρότερες από αυτές της Γαλλίας και της Ισπανίας, εν μέσω μιας καταιγίδας που πλήττει την ευρωπαϊκή αγορά χρήματος.

Την Παρασκευή, μία μέρα μετά την –προεξοφλημένη– απόφαση της ΕΚΤ για μείωση των επιτοκίων του ευρώ κατά 0,25%, ύστερα από μια στιγμιαία στάση αναμονής, οι αγορές συνέχιζαν να πουλάνε γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά ομόλογα, σαν να μην έγινε τίποτα. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, η απόδοση για το ελληνικό πενταετές ομόλογο ήταν μικρότερη κατά 4 μ.β. σε σχέση με το αντίστοιχο ομόλογο της Ισπανίας, 48 μονάδες βάσης σε σύγκριση με το ιταλικό πενταετές και 9 μονάδες βάσης χαμηλότερα από αυτό της Γαλλίας.

Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα προσεκτικής προετοιμασίας, αλλά και ειδικών συνθηκών που κάνουν το ελληνικό χρέος ιδιαίτερα ελκυστικό για το ευρύ επενδυτικό κοινό. 

Το πλεονέκτημα των ελληνικών τίτλων είναι ότι τα ομόλογά μας επηρεάζονται ελάχιστα από τα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ, ενώ την ίδια ώρα πιέζουν άλλες χώρες με υψηλότερο χρέος, όπως, π.χ., τη γειτονική Ιταλία. Ειδικά για την Ελλάδα ισχύει ότι τα 2/3 του ελληνικού χρέους (περίπου 230 δισ. ευρώ) αφορούν τον λεγόμενο επίσημο τομέα και είναι κλειδωμένα σε σταθερά χαμηλά επιτόκια. Επίσης, το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας δεν ξεπερνά 10 δισ. ευρώ και για φέτος και για το 2025 (λόγω κυρίως υψηλών πλεονασμάτων της οικονομίας), αφήνοντας λίγα περιθώρια για ατυχήματα. Τούτο τη στιγμή που τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου έχουν φτάσει το ύψος-ρεκόρ των 44 δισ. ευρώ.

Γιατί γίνονται ανάρπαστα τα ελληνικά ομόλογα 

Στο μεταξύ ο ΟΔΔΗΧ, για να διατηρεί το ενδιαφέρον, μειώνει επίσης με πρόωρες αποπληρωμές το δημόσιο χρέος. Τούτο γίνεται σε μικρές δόσεις και μόνο τόσο όσο χρειάζεται για να το προσέξουν οι αγορές και να αναγνωρίσουν σ’ αυτό έναν παραπάνω λόγο να μειώσουν το κόστος με το οποίο δανείζεται το Ελληνικό Δημόσιο.

Συγκυριακά, τα ελληνικά ομόλογα είναι σε μεγάλη ζήτηση, αφού δεν μπορεί κανείς να τα βρει στην αγορά. Η περιορισμένη εκδοτική δραστηριότητα από το 2021 και μετά, η οποία δεν ξεπέρασε σε ετήσια βάση τα 12 δισ. ευρώ, δεν δημιουργεί συνθήκες υψηλής ρευστότητας για τα ελληνικά ομόλογα. Η χαμηλή αυτή ρευστότητα κάλυψε τα 60 δισ. ευρώ τα οποία έχουν αγοράσει και παρακρατούν οι εμπορικές τράπεζες. Τα ομόλογα αυτά τα χρησιμοποιούν ως εγγυήσεις έναντι νέου δανεισμού, για να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους. Άλλα 38 δισ. ευρώ έχει συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιό της μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων (PEPP) που έτρεξε η ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ υπολογίζεται ότι άλλα 30 δισ. ευρώ σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου κατέχουν θεσμικοί επενδυτές. Το χαμηλό αυτό free float των ελληνικών τίτλων τα κάνει ανάρπαστα σε κάθε δημοπρασία και μειώνει σταθερά τις αποδόσεις τους. 

Κλειδί η δημοσιονομική σταθερότητα 

Βεβαίως, όλα αυτά θα είχαν μικρή σημασία αν το Ελληνικό Δημόσιο δεν επέμενε στη σταθερή πορεία της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Τούτο δεν αποδεικνύεται μόνο από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και από το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να φτάσει στο τέλος του χρόνου στο 1% του ΑΕΠ και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω στο 0,8% του ΑΕΠ. Το ίδιο το μέγεθος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει στο τέλος του χρόνου στο 153,7%, από 161,9% το 2023, και θα μειωθεί περαιτέρω στο 149,1% το 2025. Συνολικά, στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό και Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028 η Ελλάδα δεσμεύεται για περαιτέρω μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά 30% του ΑΕΠ. Οι αγορές, οι θεσμοί αλλά και οι οίκοι αξιολόγησης αναγνωρίζουν σε κάθε έκθεσή τους την προσήλωση της ελληνικής πλευράς στη βελτίωση του μεγέθους του χρέους. Το αποτέλεσμα είναι οι 4 από τους 5 οίκους αξιολόγησης που παρακολουθούν στενά την ελληνική οικονομία (Moody’s, DBRS, Scope, S&P) να έχουν αναβαθμίσει από την αρχή του χρόνου τις προοπτικές της, δίνοντας σήμα για αναβάθμιση και της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας από τη βαθμίδα “ΒΒΒ-“.

Το σχέδιο του ΟΔΔΗΧ

Παράλληλα με τη δημοσιονομική σύνεση, ο ΟΔΔΗΧ έχει εκπονήσει και ένα σχέδιο τριών σημείων, ώστε να βελτιώσει τα επιμέρους χαρακτηριστικά του χρέους, ειδικά μετά την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα.

Το πρώτο σημείο αφορά την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, το οποίο επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ο περιορισμός των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου από τα 11 δισ. ευρώ, που ήταν το άληκτο υπόλοιπο, στα 8 δισ. ευρώ. Στη θέση τους εκδίδονται ομόλογα του Δημοσίου με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός χρόνου, επιμηκύνοντας έτσι οριακά τη συνολική “ωρίμανση” του χρέους. Η δεύτερη επιμέρους στρατηγική είναι να γίνονται επανεκδόσεις σε ομόλογα τα οποία έχουν διάρκεια πάνω από 10 χρόνια (κυρίως 15ετή και 30ετή), με στόχο και πάλι την επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους. 

Το δεύτερο πολύ δύσκολο στοίχημα είναι η μείωση, έστω και οριακά, του υπολοίπου του χρέους, κάνοντας χρήση των ταμειακών διαθεσίμων του Δημοσίου, τα οποία από το 2018 που βγήκε η χώρα από τα Μνημόνια βρίσκονταν μόνιμα πάνω από τα 30 δισ. ευρώ. Παράλληλα, βέβαια, οι χαμηλές δανειακές ανάγκες του Δημοσίου, οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ τόσο φέτος όσο και το 2025, δίνουν περιθώρια χαμηλότερου ύψους δανεισμού και, άρα, συγκράτησης και του υπολοίπου του χρέους.

Το τρίτο σημείο αφορά την παροχή ρευστότητας για τους επενδυτές, της “επενδυτικής βαθμίδας”. Δηλαδή θεσμικούς επενδυτές οι οποίοι έχουν αρχίσει και συγκεντρώνονται στην Ελλάδα, επιθυμώντας να ανοίξουν θέσεις στα ελληνικά ομόλογα, τις οποίες θα αυξήσουν μόλις ξεκινήσουν οι αναβαθμίσεις εντός της επενδυτικής βαθμίδας.

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ