Ο ιμάμης από το Ερζερούμ που σημάδεψε την Τουρκία

Ο ιμάμης από το Ερζερούμ που σημάδεψε την Τουρκία

Η εκδημία του Φετχουλάχ Γκιουλέν έλαβε χώρα εν μέσω παραγκωνισμού και αβεβαιότητος για το μέλλον της οργανώσεως την οποία ίδρυσε. Ηδη κατά τα τελευταία έτη η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να ασχολείται με τη διοίκηση της οργανώσεως, η οποία δοκιμαζόταν από τις διώξεις του τουρκικού κρατικού μηχανισμού και προσπαθούσε να εγκαταστήσει την έδρα των επιχειρήσεών της στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία. Η οργάνωση είχε ήδη χάσει τα περισσότερα περιουσιακά της στοιχεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ και το κύρος της είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016.

Η παρακμή της οργανώσεως Γκιουλέν δεν παρεμποδίζει μια αποτίμηση της επιρροής της στην τουρκική πολιτική και κοινωνία κατά την τελευταία πεντηκονταετία. Η ανάδειξη της οργανώσεως σε καθοριστικό πολιτικό παράγοντα δεν θα είχε συμβεί αν η ιδεολογία της «τουρκο-ισλαμικής συνθέσεως» δεν αμφισβητούσε την επίσημη κεμαλιστική κρατική ιδεολογία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η επανεισαγωγή του σουνιτικού Ισλάμ ως στοιχείου της επίσημης εθνικής ιδεολογίας συνδεόταν με την προσπάθεια να αναχαιτισθεί η άνοδος του κομμουνισμού και του κουρδικού εθνικισμού. Η ιδεολογική αυτή στροφή εμπεδώθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Κενάν Εβρέν που ανήλθε στην εξουσία με το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980. Το καθεστώς Εβρέν επανέφερε και την υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών στην τουρκική δημόσια εκπαίδευση υπό τη μορφή της ισλαμικής κατηχήσεως. Η οργάνωση Γκιουλέν αναδείχθηκε σε στρατηγικό εταίρο του καθεστώτος στην προσπάθεια εξισλαμισμού της τουρκικής κοινωνίας. Η συνεργασία απέφερε σοβαρά οικονομικά και πολιτικά οφέλη και συνέβαλε στην απόκτηση ερεισμάτων εντός της κρατικής γραφειοκρατίας, ιδίως στην αστυνομία. Η δράση της οργανώσεως Γκιουλέν διευκόλυνε τα μέγιστα την άνοδο του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, μολονότι ο ίδιος ο ηγέτης της οργανώσεως είχε αρνηθεί να κατεβεί στον πολιτικό στίβο. Η άνοδος του Νετζμετίν Ερμπακάν στην πρωθυπουργία της Τουρκίας τον Ιούνιο του 1996 ήταν η πρώτη εντυπωσιακή επιτυχία η οποία ενεργοποίησε τα κεμαλιστικά αντανακλαστικά του στρατού. Το «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» της 28ης Φεβρουαρίου 1997 οδήγησε σε διώξεις εναντίον της οργανώσεως και στην προσωρινή της υποχώρηση. Η φυγή του ιδρυτή στις Ηνωμένες Πολιτείες μετετράπη σε ευκαιρία για να αναπτυχθεί και η διεθνής της διάσταση.

Η διφυής υπόσταση της οργανώσεως έγινε σαφής από τα τέλη του 1990. Στο εσωτερικό της Τουρκίας η οργάνωση αντιστάθηκε στις διώξεις και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ). Η ισχύς της στον χώρο των ΜΜΕ αλλά και στην κοινωνία των πολιτών αποδείχθηκε καθοριστική, όπως και η προσπάθεια να αναδειχθεί μια ισλαμιστικών καταβολών αλλά με φιλελεύθερα κριτήρια κριτική του κεμαλισμού. Στο εξωτερικό εμφανίστηκε ως σημαντικός εταίρος της Δύσεως στην προσπάθεια καλλιέργειας ενός ανεκτικού και φιλοδυτικού Ισλάμ. Οι προσπάθειες προωθήσεως του διαθρησκειακού διαλόγου συνήδε και με τις αμερικανικές επιδιώξεις μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για την υποστήριξη μετριοπαθών εκφραστών του σουνιτικού Ισλάμ, οι οποίοι καταδίκαζαν την ισλαμιστική τρομοκρατία.

Η άνοδος του ΑΚΡ στην εξουσία τον Νοέμβριο του 2002 παρείχε πρωτοφανείς δυνατότητες στην οργάνωση. Στο εσωτερικό μέτωπο ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση της στην οικονομία και στον κρατικό μηχανισμό, απέκτησε ερείσματα εντός των ενόπλων δυνάμεων και της δικαστικής εξουσίας, σχεδίασε και υλοποίησε με τις υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα» την απομάκρυνση των κεμαλιστικών αντικυβερνητικών στοιχείων εντός του κρατικού μηχανισμού και του στρατού. Στο εξωτερικό μέτωπο, ανέλαβε την προαγωγή της «ηπίας δυνάμεως» της Τουρκίας μέσω της ιδρύσεως σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανά την υφήλιο και συνέβαλε στην ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της οργανώσεως.

Κατά τραγική ειρωνεία η σαρωτική επικράτηση επί του στρατού κατά τα τέλη της δεκαετίας του 2000 σήμανε και την αρχή του τέλους της συμμαχίας Ερντογάν – Γκιουλέν. Απουσία της κοινής απειλής, τα δύο μέρη διαφώνησαν ως προς τη νομή της εξουσίας και οι διαφωνίες οδήγησαν στη ρήξη. Η δημοσίευση καταγγελιών κρατικής διαφθοράς τον Δεκέμβριο του 2013 από τα φίλα προσκείμενα στην οργάνωση μέσα μετέτρεψε τους άλλοτε συμμάχους σε ορκισμένους εχθρούς. Ούτως ή άλλως αντιπαθής στην κεμαλιστική μεσαία τάξη αλλά και στην κουρδική μειονότητα, η οργάνωση έπρεπε πλέον να αντιμετωπίσει και το πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα του οποίου ηγείτο ο πρόεδρος Ερντογάν. Οι διαδοχικές πολιτικές επιτυχίες του τελευταίου αλλά και η διαφαινομένη εμπλοκή της οργανώσεως στην απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 επέτρεψαν τον ανηλεή διωγμό των μελών και στιγμάτισαν το κύρος της. Η οργάνωση θεωρήθηκε πλέον τρομοκρατική, τα περιουσιακά της στοιχεία στην Τουρκία κατασχέθηκαν, το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού δικτύου ανά τον κόσμο πέρασε στον έλεγχο του τουρκικού κράτους, ενώ η έκδοση του Γκιουλέν στην Τουρκία αναδείχθηκε σε κύριο αίτημα της Τουρκίας κατά τις διμερείς επαφές με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο προσωποπαγής χαρακτήρας της οργανώσεως δυσχεραίνει τις προοπτικές βιωσιμότητός της. Ο ίδιος ο Γκιουλέν απέφυγε να ορίσει κάποιον διάδοχο και δεν υπάρχει κάποια ισχυρή προσωπικότητα που θα μπορούσε να αναδειχθεί ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης. Η μελέτη της τουρκικής ιστορίας διδάσκει ότι θρησκευτικές οργανώσεις προσωποπαγούς χαρακτήρος δεν μακροημέρευσαν μετά το τέλος του ιδρυτού αυτών. Το αποτύπωμα ωστόσο ενός ιμάμη από ένα χωριό του Ερζερούμ θα συνεχίσει να σημαδεύει την τουρκική πολιτική και κοινωνία επί μακρόν.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ