«Το θετικό τεστ δεν ισοδυναμεί με διάγνωση κακοήθειας»

«Το θετικό τεστ δεν ισοδυναμεί με διάγνωση κακοήθειας»

«Το θετικό τεστ δεν ισοδυναμεί με διάγνωση καρκίνου του παχέος εντέρου»: αυτό είναι το μήνυμα που… εκπέμπουν οι ειδικοί τα τελευταία 24ωρα, καθώς διαπιστώνεται μία σύγχυση σχετικά με τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς του νέου αυτού προληπτικού «εργαλείου». Εξού άλλωστε, όπως σημειώνει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας σε πρόσφατη ανακοίνωση, το πρωτόκολλο του προσυμπτωματικού ελέγχου που ήδη τρέχει στη χώρα μας… σπάει σε πολλά και διαφορετικά βήματα ανάλογα με τα ευρήματα που προκύπτουν σε κάθε στάδιο.

«Στην πράξη το τεστ ανιχνεύει αίμα στα κόπρανα και το αποτέλεσμα προκύπτει θετικό εφόσον ξεπερνά ένα συγκεκριμένο όριο ή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται καρκίνο του παχέος εντέρου, αλλά αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω έλεγχο. Το αίμα μπορεί να προέρχεται από άλλες καταστάσεις όπως είναι η φλεγμονή, οι αιμορροΐδες ή η κολίτιδα» διευκρινίζει μιλώντας στο ένθετο «Υγεία» ο γαστρεντερολόγος Γεώργιος Αναγνωστόπουλος.

Και συμπληρώνει με νόημα πως τα τεστ αυτά εντάσσονται στα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου διεθνώς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Βρετανίας, καθώς εντοπίζουν εκείνους τους πολίτες που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο και άρα παραπέμπονται για επιπλέον εξέταση.

Γαστρεντερολόγος. Συνεπώς, η είδηση ότι από τα πρώτα 130.000 τεστ (τεχνολογίας iFOB ή FIT)  που διενεργήθηκαν έως την περασμένη εβδομάδα στα πλαίσια του προσυμπτωματικού ελέγχου στη χώρα μας, τα 1.000 προέκυψαν θετικά δεν σημαίνει αυτομάτως πως αντίστοιχος αριθμός δικαιούχων πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου. «Η παρουσία αιμορραγίας στα κόπρανα μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικές αιτίες και για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή έχει δώσει την οδηγία όταν ένας πολίτης έχει θετικό τεστ, να γίνεται κλινική εκτίμηση από γαστρεντερολόγο. Για τους πολίτες που έχουν θετικό τεστ, εκδίδεται αυτόματα ηλεκτρονικό παραπεμπτικό επίσκεψης σε γαστρεντερολόγο», υπογραμμίζεται στην ίδια ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας.

Το αμέσως επόμενο βήμα, σύμφωνα με το εθνικό σχέδιο που ήδη τρέχει στη χώρα μας, είναι ο γαστρεντερολόγος να εκτιμήσει κλινικά τον δικαιούχο με θετικό τεστ, «λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά συμπτώματα, το ιστορικό και κάθε άλλη πληροφορία ώστε να αποφασίσει αν χρειάζεται να γίνει κολονοσκόπηση. Εφόσον ο ιατρός κρίνει ότι πρέπει να γίνει η εξέταση, τότε εκδίδεται αυτόματα το ηλεκτρονικό παραπεμπτικό για την εξέταση».

Οσο για τα τελευταία βήματα του ίδιου πρωτοκόλλου, αυτά έχουν ως εξής: «Εάν κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης εντοπιστούν ευρήματα που δύναται να αφαιρεθούν, αφαιρούνται επιτόπου. Σε κάθε περίπτωση ευρήματος λαμβάνονται δείγματα βιοψίας».

Οι αστερίσκοι. Ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος όμως στέκεται και σε έναν ακόμη σημαντικό αστερίσκο που συμπεριλαμβάνεται στο ίδιο πρωτόκολλο και αποσαφηνίζει ποιοι δικαιούχοι πρέπει να αποκλείονται από τη διαδικασία. «Αυτό που δεν φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό από τους πολίτες είναι ότι σε τεστ πρέπει να υποβάλλονται εκείνοι οι δικαιούχοι που δεν έχουν κάνει κολονοσκόπηση και δεν έχουν εντοπισμένους πολύποδες στο έντερο. Και αυτό διότι σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να έχουν ήδη ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης – π.χ. κάθε τρία ή πέντε χρόνια, ανάλογα με τις οδηγίες του γιατρού τους».  Αναλυτικότερα και όπως αποσαφηνίζεται στην επίσημη ιστοσελίδα colon.gov.gr, δικαίωμα συμμετοχής έχει κάθε πολίτης της Ελλάδος που ανήκει στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 50-69 ετών και διαθέτει ΑΜΚΑ, είτε είναι ασφαλισμένος είτε ανασφάλιστος. Εντούτοις από το πρόγραμμα, που απευθύνεται συνολικά σε 2,8 εκατ. άτομα, εξαιρούνται όσοι έχουν διαγνωσθεί με: αδενωματώδεις πολύποδες του παχέος εντέρου, καρκίνο του παχέος εντέρου, φλεγμονώδη νόσο του παχέος εντέρου, σύνδρομο Λιντς, οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση, κληρονομικό καρκίνο του εντέρου.

«Συνεπακόλουθα, τα self test απευθύνονται κυρίως σε ασυμπτωματικούς ασθενείς», συμπληρώνει ο ειδικός. Είναι ενδεικτικό πως στα άτομα άνω των 50 ετών στο 30-35% εντοπίζονται δυσπλαστικοί πολύποδες – δηλαδή, σε προκαρκινικό στάδιο και οι οποίοι στο μέλλον θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε καρκίνο, γι αυτό και ο κανόνας θέλει την περιοδική παρακολούθησή τους.

Και προσθέτει: «Υπάρχει όμως, και η πιθανότητα ενός ψευδώς αρνητικού τεστ. Γι’ αυτό και η σύσταση είναι, εφόσον κάποιος βιώνει συμπτώματα που τον ταλαιπωρούν – λ.χ. πόνο στην κοιλιά, δυσκοιλιότητα, φουσκώματα –, ακόμη και στην περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, να επικοινωνήσει τις ενοχλήσεις στον γιατρό του».

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ