Ενώ το ορόσημο των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου πλησιάζει, είναι πλέον ορατό ότι η ημέρα των εκλογών δεν θα είναι τόσο σημαντική όσο οι ημέρες, εβδομάδες και μήνες που θα ακολουθήσουν. Το 2024 υπάρχουν πλέον δυο αμερικανικές κοινωνίες που πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να συμφιλιωθούν, διότι το ρήγμα των τελευταίων είκοσι ετών έχει τα τελευταία οκτώ χρόνια πάρει χαρακτηριστικά σκλήρυνσης και τους τελευταίους μήνες ολοκληρωτικής ρήξης. Είναι πολύ εύκολο να αναθέσεις το τι φταίει στο φαινόμενο που λέγεται Ντόναλντ Τραμπ, η απάντηση όμως είναι πιο πολύπλοκη και με μεγαλύτερες προεκτάσεις. Ο Τραμπ ήταν και είναι απλά ο καταλύτης μιας μετατόπισης του εκλογικού σώματος, που συμβαίνει συχνά σε αναπτυσσόμενες δημοκρατίες, αλλά δεν ήταν η αιτία. Σήμερα και ενώ οδεύομε στις εκλογές της 5ης Νοέμβριου, έχουμε μια βαθιά διαιρεμένη αμερικανική κοινωνία με δυο τελείως διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά την εσωτερική πολιτική και τον ρόλο της Αμερικής στο διεθνές πλαίσιο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η μια πλευρά απεχθάνεται την άλλη και ότι δεν αναγνωρίζουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους, προσπαθώντας να επιβληθεί η μια της άλλης. Ενδεικτικό παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας, και η διαμάχη περί των εμβολιασμών και την αποδοχή των διάφορων θεσμικών οδηγιών. Από τη μια η ατομική ταυτότητα, η πίστη στην επιστήμη, στην παγκόσμια αγορά, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, στο όνομα της οποίας η παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Από την άλλη, η εθνική ταυτότητα, πίστη στην ισχυρή πατρίδα, οικονομικός εθνικισμός, αυτάρκεια και απομονωτική εξωτερική πολιτική.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπήρχε μια διάχυτη αγανάκτηση σε μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα του εκλογικού σώματος. Η κάθοδος του επιχειρηματία Τραμπ στην πολιτική απλώς έδωσε φωνή σε ένα ανερχόμενο συμπαγές ακροατήριο αγανακτισμένων ψηφοφόρων που προέρχονταν από δύο διαφορετικές δυναμικές. Από τη μια η κόπωση της αμερικανικής κοινωνίας από το κόστος της επεκτατικής πολιτικής ατζέντας των νεοσυντηρητικών (neocons) και από την άλλη η βαθιά πεποίθηση ότι οι πολιτικοί είχαν αποτύχει και ότι η χώρα έπρεπε να κυβερνηθεί από έναν ικανό πρόεδρο/CEO. Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των πολέμων των νεοσυντηρητικών έκανε κιόλας την εμφάνισή του το 2006 με αποκορύφωμα την οικονομική κρίση του 2008-2009. Αλλη μια απόδειξη της ανικανότητας της πολιτικής ελίτ των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών και την ανάγκη αλλαγής. Η επιλογή Ομπάμα το 2008 ήταν μια ριζοσπαστική υποψηφιότητα και για τους Δημοκρατικούς, αλλά και για τις ΗΠΑ.
Από τη δεκαετία του 1990 και την υποψηφιότητα του Ρος Περό μέχρι και τις δυο υποψηφιότητες του Μιτ Ρόμνεϊ, η γοητεία του μοντέλου διακυβέρνησης του CEO/διευθύνοντος συμβούλου είχε μεγάλη έλξη και απήχηση, ιδιαίτερα σε νεοφιλελεύθερους ψηφοφόρους, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν την πολιτική σαν παρέμβαση του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα. Η δαιμονοποίηση της πολιτικής και της γραφειοκρατίας των κανονισμών ως τροχοπέδη ώθησε την αντίληψη ότι ο/η πρόεδρος προερχόμενος/η από τον επιχειρηματικό κόσμο θεωρούνταν ως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διακυβέρνησης. Το σύνθημα «να αποξηράνουμε τον βάλτο» της Ουάσιγκτον του Τραμπ του 2015 απευθυνόταν σε ένα ακροατήριο πλέον καλά καλλιεργημένο και πωρωμένο για αλλαγή.
Η κάθοδος του Τραμπ στην πολιτική σηματοδοτούσε την εμφάνιση στην πολιτική κάποιου ο οποίος είχε επί δεκαετίες καλλιεργήσει το προφίλ του επιτυχημένου διαταράκτη. Ιδιαίτερα ο ρόλος του στο ριάλιτι «Ο μαθητευόμενος» (The Apprentice) ήταν ένα δείγμα του προέδρου CEO. Πέρα από τις διάφορες αναλύσεις, η εκλογή του Τραμπ έναντι της Κλίντον το 2016 ήταν το πιο απτό παράδειγμα ότι η καλά προετοιμασμένη Κλίντον έχασε τις εκλογές, παρ’ όλες τις ασαφείς και πολλές φορές υβριστικές και ακραίες τοποθετήσεις του Τραμπ, διότι υπήρχε κιολας ένα έτοιμο ακροατήριο έπειτα από δυο ατέρμονους πολέμους, μια οικονομική κρίση και ένα αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα. Τα επόμενα οκτώ χρόνια και παρά τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων είχε δημιουργηθεί ένα συμπαγές εκλογικό σώμα με διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά από το παρελθόν, καταρρίπτοντας προηγούμενες συμμαχίες.
Το 2024 υπάρχουν πλέον δύο αμερικανικές κοινωνίες που πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να συμφιλιωθούν ή να γεφυρώσουν τις διαφορές τους. Ο ακραίος πολιτικός λόγος προς τις εκλογές του Νοεμβρίου είναι ενδεικτικός ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά ακροατήρια τα οποία δεν επικοινωνούν πλέον. Το βλέπουμε ιδιαίτερα στις δημοσκοπήσεις, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, οι οποίες παραμένουν στάσιμες πάρα τις βαριές αλληλοκατηγορίες και τον πύρινο λόγο. Το διακυβεύμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου δεν θα είναι η νίκη αλλά η κυβέρνηση μιας βαθιά διαιρεμένης χώρας.
Ο Πέτρος Βαμβακάς είναι διευθυντής στο Ινστιτούτο Σπουδών Ανατολικής Μεσογείου και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών στο Κολέγιο Εμάνουελ στη Βοστώνη
Πηγή: tanea.gr