του Δημήτρη Γκάτσιου
Έχοντας ήδη λάβει από το μεσημέρι της 24ης Σεπτεμβρίου την εντολή των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να διερευνήσουν εάν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την έναρξη της συζήτησης περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν οδεύουν προς το επόμενο μεγάλο ορόσημο του εν εξελίξει ελληνοτουρκικού διαλόγου. Τη μεταξύ τους συνάντηση, η οποία θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα την ερχόμενη Παρασκευή.
“Ναι” στον διάλογο με τον εξ ανατολών γείτονα, αλλά με σαφώς οριοθετημένες και πολλάκις εκπεφρασμένες τις κόκκινες γραμμές μας, είναι το μήνυμα που εκπέμπει η κυβέρνηση, αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τη διαρκή ισχυροποίηση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην περιοχή-κλειδί της Μέσης Ανατολής. Εν αναμονή, δε, του τετ-α-τετ των δύο επικεφαλής των διπλωματιών, τα βλέμματα στρέφονται στην επόμενη ημέρα. Στο τι δυναμική θα παράξουν (εάν, φυσικά, παράξουν) οι συνομιλίες των κυρίων Γεραπετρίτη-Φιντάν, αλλά και στα παράθυρα που τυχόν θα ανοίξουν, προκειμένου η συζήτηση να διαβεί τη… γέφυρα, περνώντας σε μια πιο βαριά ατζέντα.
Οι προσδοκίες
Στην ελληνική πρωτεύουσα, κυβερνητικά στελέχη κρατούν μικρό καλάθι όταν καλούνται να παρουσιάσουν τις εκτιμήσεις τους όσον αφορά το ραντεβού της Παρασκευής. Η άρνηση της τουρκικής ηγεσίας να εγκαταλείψει την όχθη των αναθεωρητικών βερμπαλισμών, σε συνδυασμό με την… ολιστική προσέγγιση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα θέματα που περνούν πέρα και επάνω από την οριοθέτηση και περιλαμβάνουν ολόκληρο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων (και, επομένως, μία συνολική συμφωνία), δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τα αποτελέσματα που θα παράξουν οι διευρυμένες συνομιλίες Γεραπετρίτη-Φιντάν.
Από την πλευρά της η Αθήνα (και αυτό το κατέστησε και πάλι σαφές ο υπουργός Εξωτερικών στη συνάντηση με τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας) δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να μπει σε συζητήσεις οι οποίες αφορούν την ελληνική κυριαρχία. Όπως, για παράδειγμα, η άμυνα των νησιών ή το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων. “Τα ζητήματα κυριαρχίας δεν περιλαμβάνονται, ούτε πρόκειται να περιληφθούν σε οποιονδήποτε διάλογο ο οποίος γίνεται για τα ελληνοτουρκικά… Το θέμα της κυριαρχίας, περιλαμβανομένης της επέκτασης των χωρικών υδάτων, αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελληνική Πολιτεία και θα ασκηθεί με τον προσήκοντα τρόπο”, διαμηνύει σε κάθε ευκαιρία ο κ. Γεραπετρίτης.
“Δεν είμαστε αφελείς να πιστεύουμε ότι η Άγκυρα θα αλλάξει στάση από τη μία ημέρα στην άλλη”, σχολιάζουν κυβερνητικά στελέχη, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ο διάλογος είναι ένα απαραίτητο στοιχείο άσκησης της διπλωματίας. “Η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα, αλλά και σε μια θέση πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι ήταν το 2019. Και το ότι το συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε, ούτε προδίδουμε κανέναν… Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία. Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κ. Ερντογάν. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας”, τονίζει ο πρωθυπουργός.
Μηχανές στο φουλ
Τις τελευταίες ημέρες οι μηχανές της ελληνικής διπλωματίας έχουν τεθεί σε φουλ ρυθμούς, καθώς στόχος είναι να υπάρχει πλήρης προετοιμασία απέναντι σε κάθε σενάριο με το οποίο μπορεί να έρθει αντιμέτωπη η Αθήνα στις συζητήσεις της 8ης Νοεμβρίου. Η επικείμενη συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν, παράλληλα, θα είναι προπαρασκευαστική και του νέου τετ-α-τετ κορυφής των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που θα λάβει χώρα τον Ιανουάριο στην Άγκυρα και στο πλαίσιο του νέου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε όσους εντός του γαλάζιου στρατοπέδου εμφανίζονται, με αφορμή το τετ-α-τετ των δύο υπουργών Εξωτερικών, αρνητικοί όσον αφορά το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη ή για κάποιου άλλου είδους διμερή συμφωνία, στελέχη σχολιάζουν πως βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από ένα τέτοιο σενάριο. Κι αυτό καθώς, ακόμα και στην περίπτωση που προκύψει κοινό πλαίσιο για το ζήτημα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και θαλασσίων ζωνών, τα βήματα που απομένουν μέχρι η Αθήνα και η Άγκυρα να φτάσουν στην υπογραφή συνυποσχετικού είναι πολλά. Θα προηγηθούν συζητήσεις επί πραγματικών δεδομένων, με τους… χάρτες επάνω στο τραπέζι, και, εφόσον οι διαφορές παραμείνουν χωρίς λύση, θα ακολουθήσει η σύνταξη του συνυποσχετικού.
Το τετ-α-τετ των δύο επικεφαλής των διπλωματιών, πάντως, θα πραγματοποιηθεί όχι απλώς σε σκηνικό πολλαπλών κρίσεων, που έχουν παρασύρει, κατά κύριο λόγο, σε δίνη τη Μέση Ανατολή, αλλά και σε μια συγκυρία-κλειδί. Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν θα συναντηθούν τρία εικοσιτετράωρα μετά τις κρίσιμες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για την ανάδειξη του νέου ένοικου στον Λευκό Οίκο. Η Ουάσινγκτον, λοιπόν, θα βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε μια μεταβατική περίοδο, γεγονός που σημαίνει ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Άγκυρα θα ζυγίζουν τις επόμενες κινήσεις τους στη σκακιέρα.
Οι απαντήσεις
Σε χρόνο παράλληλο, η κυβέρνηση, μέσα από τοποθετήσεις κορυφαίων στελεχών της, συνεχίζει να δίνει απαντήσεις στις κατηγορίες που εκτοξεύουν κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας ή “ακραίες φωνές που εγκαλούν το γαλάζιο οικοσύστημα για μειοδοσία” επειδή συζητεί με την Τουρκία. “Οφείλουμε να δίνουμε απαντήσεις σε καθετί που αφορά στο κυβερνητικό έργο, σε κάθε αιτίαση η οποία προβάλλεται είτε από τον Τύπο, είτε από έναν βουλευτή, είτε από ένα κόμμα της αντιπολίτευσης. Και εκεί όπου δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να αφήσουμε ούτε μισή σπιθαμή παραφιλολογίας ή διακίνησης fake news από οποιοδήποτε μέσο είναι στα εθνικά θέματα… Εκεί είναι η απόλυτη κόκκινη” γραμμή”, σημειώνει ο Παύλος Μαρινάκης, σε ένα momentum κατά το οποίο Ελλάδα και Κύπρος (μετά και την ιστορική επίσκεψη Χριστοδουλίδη στην αμερικανική πρωτεύουσα και τη συνάντηση με τον πρόεδρο Μπάιντεν) ποντάρουν στον αναβαθμισμένο ρόλο τους στην ευρύτερη περιοχή. “Η πρώτη επίσκεψη ηγέτη της Κύπρου εδώ και 28 χρόνια στον Λευκό Οίκο είναι σημαντική απόδειξη της αναβάθμισης των σχέσεων της Μεγαλονήσου με τις Ηνωμένες Πολιτείες… Είναι μια εξέλιξη που καταδεικνύει τα οφέλη στα οποία οδηγεί μια ενεργητική διπλωματία, στηριγμένη στον διαρκή συντονισμό Αθήνας και Λευκωσίας”, σημειώνει ο κ. Μητσοτάκης.
Πηγή: capital.gr