Του Νίκου Ρουσάνογλου
Θετικές για την αγορά της Αθήνας προδιαγράφονται οι προοπτικές επενδύσεων στην αγορά ακινήτων το 2025, παρότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι ειδικοί του κλάδου των ακινήτων εντοπίζουν σημαντικά ρίσκα, με σημαντικότερα την πολιτική αστάθεια, τις πολεμικές συρράξεις σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή και την αναιμική οικονομική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα ανέβηκε κατά μία θέση και πλέον κατατάσσεται στην 22η θέση επί συνόλου 30 πόλεων, με βάση τις προοπτικές επένδυσης και ανάπτυξης ακινήτων.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την φετινή έκθεση Trends in Real Estate, που πραγματοποιεί η PwC για λογαριασμό του Urban Land Institute (ULI).
Ένας από τους βασικότερους λόγους που η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για νέες επενδύσεις, οφείλεται στο ότι, διεθνώς, παρατηρείται μια στροφή σε κατηγορίες ακινήτων εναλλακτικής φύσεως, όπως τα data centers (κέντρα επεξεργασίας μεγάλου όγκου δεδομένων), οι φοιτητικές κατοικίες, τα logistics, τα διαμερίσματα προς ενοικίαση, οι υποδομές φιλοξενίας ηλικιωμένων, η συγκατοίκηση, τα ακίνητα εκπαιδευτικού χαρακτήρα (π.χ. σχολεία, πανεπιστήμια κτλ.), αλλά και τα εξυπηρετούμενα διαμερίσματα (serviced apartments), που συμπληρώνουν την πρώτη δεκάδα με τις δημοφιλέστερες κατηγορίες ακινήτων για επένδυση.
Όλες οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν εστίες επενδυτικού ενδιαφέροντος και στην ελληνική αγορά ακινήτων και μάλιστα έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται και σημαντικές κινήσεις το τελευταίο διάστημα. Όπως σημειώνει στο “Κ” ο κ. Τάσος Κοτζαναστάσης, εκτελεστικό μέλος της παγκόσμιας διοικούσας επιτροπής του ULI, “ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η σημαντική υστέρηση της προσφοράς, αλλά και η ανθεκτικότητά τους στις τεχνολογικές εξελίξεις, που έπληξαν άλλες κατηγορίες ακινήτων σε διεθνές (και όχι σε ελληνικό επίπεδο), όπως τα εμπορικά κέντρα και τα γραφεία”. Πάντως, σύμφωνα με τον κ Κοτζαναστάση, η Αθήνα παραμένει μια “επαρχιακή” επενδυτική αγορά, όπου η οικονομική δραστηριότητα είναι σχεδόν εξολοκλήρου τοπική και δη με μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δεν έχει τον εξωστρεφή χαρακτήρα άλλων πόλεων (π.χ. Λισσαβώνα), δεν ελκύει διεθνείς χρήστες ακινήτων και έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί περισσότερη ανάπτυξη ακινήτων, ρευστότητα και μεγαλύτερο επενδυτιικό ενδιαφέρον, παρότι υπάρχουν οι προοπτικές για κάτι τέτοιο”.
Πάντως, μια από τις μεγάλες επενδύσεις στον τομέα των data centers, πλην της γνωστής που προωθεί η Microsoft, είναι κι αυτή της Dromeus Capital σε συνεργασία με την PIMCO και συγκεκριμένα την Apto Partners, που αποτελεί το “όχημα” της τελευταίας στον τομέα των data center. Πρόκειται για ένα έργο, που σε πλήρη ανάπτυξη θα απαιτήσει κεφάλαια ύψους 1 δις ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εν λόγω επενδυτές έχουν ήδη εξασφαλίσει ήδη την προέγκριση της οικοδομικής άδειας για την κατασκευή ενός νέου συγκροτήματος από τρία κτίρια φιλοξενίας data centers, συνολικής δυναμικότητας 80 MVA (δηλαδή περίπου 80 MW) και πρόκειται να ξεκινήσει την κατασκευή της πρώτης φάσης του έργου εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους.
Πηγές της αγοράς επισημαίνουν ότι έχει ήδη εξασφαλιστεί η τροφοδότηση του ακινήτου με την απαιτούμενη ενέργεια, κάτι που δείχνει την προεργασία που έχει πραγματοποιηθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θέση του νέου data center βρίσκεται πολύ κοντά με εκείνο της Microsoft. Η στόχευση των επενδυτών είναι η ενίσχυση της δυνατότητας της ελληνικής αγοράς να παρέχει υπηρεσίες cloud, αποθήκευσης και τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ των πιθανών χρηστών του συγκροτήματος αναμένεται να είναι “κολοσσοί”, όπως η Google, η Amazon Web Services, ή ακόμα και η ίδια η Microsoft.
Παράλληλα, η επένδυση αυτή επιβεβαιώνει την σημαντική εμπιστοσύνη επενδυτών, όπως η Dromeus και η PIMCO στις προοπτικές ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς data center, ενός τομέα που έχει την δυνατότητα να τοποθετήσει την Ελλάδα στην “καρδιά” της ψηφιακής μετάβασης και του δυναμικά αναπτυσσόμενου τομέα του ΑΙ. Σύμφωνα με την ανάλυση της Apto, η στρατηγική θέση της Ελλάδας, την καθιστά έναν ελκυστικό κόμβο για υπηρεσίες cloud, ακόμα και στην εγχώρια αγορά, όπου η υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών επιταχύνεται, ενώ υφίσταται κι ένα δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών εταιρειών. Σημαντικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ασφαλώς και η πρόσβαση σε πλεόνασμα ενέργειας από ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τα data center, προκειμένου να μειώνουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.
Σε πρόσφατη τοποθέτησή της στο συνέδριο Prodexpo, η κα. Ελευθερία Ρήγα, Principal, Strategy, Risk & Transactions Advisory της εταιρείας Deloitte, ανέφερε ότι υπάρχει ένα πλήθος παραγόντων που οδηγεί σε αναζήτηση για εναλλακτικά ακίνητα που αποφέρουν εισόδημα μέσα από τη λειτουργία τους. Αυτοί είναι η μείωση των αποδόσεων παραδοσιακών των ακινήτων, το υψηλό κόστος δανεισμού και η αύξηση του πληθωρισμού.
Στις κατηγορίες των εναλλακτικών ακινήτων ενέταξε την κοινωνική υποδομή, τη διαβίωση και την ελαφριά υποδομή. Δηλαδή την υγεία, τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κλάδο στέγασης, και τα υποστηρικτικά ακίνητα για τις επιχειρήσεις, δηλαδή τα Data Center, το Self-Storage, και τα πάρκα καινοτομίας. Για τα επόμενα χρόνια, η κα. Ρήγα εκτίμησε πως τα εναλλακτικά ακίνητα θα γνωρίσουν μεγάλη ζήτηση με πρωταγωνιστές τα data centers. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την κυρία Ρήγα, τα εναλλακτικά ακίνητα που εξετάζονται αφορούν στην εκπαίδευση λόγω και της ανόδου των ιδιωτικών σχολών με τη νέα νομοθεσία τόσο για τα βασικά ακίνητα όσο και για τα συνοδευτικά. Επίσης και τα data center πρωταγωνιστούν, αλλά πρέπει να λυθούν θέματα, όπως οι άδειες, το ρεύμα και το ίντερνετ.
Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της έρευνας της PwC, οι ειδικοί του κλάδου επισήμανων και τις προοπτικές της χώρας, στο σκέλος των logistics (μαζί με χώρες, όπως η Τουρκία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Ήδη, προωθούνται στην ελληνική αγορά επενδύσεις ύψους άνω του 1 δις ευρώ για νέες υποδομές logistics, με έμφαση σε όλο και μεγαλύτερες επιφάνειες, αλλά και στον συνδυασμό αποθήκευσης και διανομής/μεταποίησης, δηλαδή σε οργανωμένα εμπορευματικά κέντρα.
Πηγή: capital.gr