«Εν Αρχή»: Αποκλειστική συνέντευξη στο ERTNews με τη Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι 

the beginning 1

Η Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι μιλά αποκλειστικά στο ERTnews για το «Εν Αρχή», το ντεμπούτο της στο μεγάλο μήκος, που την κατέταξε στην εμπροσθοφυλακή της σύγχρονης κινηματογραφικής δημιουργίας, σαρώνοντας τα βραβεία στο Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν και συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών. Το καινοτόμο αριστούργημά της προβάλλεται στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.

Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος: Η ταινία σου διαθέτει μια μοναδική αυθεντικότητα στη κινηματογραφική γλώσσα που χρησιμοποιείς. Έχεις πολλές σκηνές όπου η κάμερα παραμένει σταθερή στο ίδιο σημείο, γεγονός που μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στην ψυχολογία κάθε χαρακτήρα. Από την άλλη, τι συμβαίνει μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Μας αιχμαλωτίζει πραγματικά σε έναν κόσμο από τον οποίο δεν μπορούμε να αποδράσουμε. Πώς κατάφερες να δημιουργήσεις αυτό το περιβάλλον που επιτρέπει σε ολόκληρο το κοινό να συμμετέχει;

Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι: [Έγινε], υποθέτω, με έναν ιδιαίτερο τρόπο για εμένα καθώς είμαι ουσιαστικά προϊόν της γενιάς μου και του σύγχρονου κόσμου. Έχω εμμονή με τις εικόνες και τις οπτικοακουστικές εμπνεύσεις που δέχομαι από παντού καθημερινά, αφού [πάντα] παρακολουθούμε [και] διαρκώς κάτι. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν συμμετείχα πραγματικά σε τίποτα, απλώς παρατηρούσα τα πάντα με τις συνεχείς κινήσεις της κάμερας και την έντονη ηχητική εμπειρία που προήγαγε. Έμοιαζα σαν απλός παρατηρητής στην οθόνη, όχι ενεργός θεατής.

Όταν δημιουργούσα αυτήν την ταινία, πέρασα πολύ χρόνο στην πόλη όπου γυρίστηκε και κατάλαβα ότι ήθελα να συλλάβω το χρόνο όπως κυλάει ή μάλλον όπως συσσωρεύεται μέσα στην ημέρα. Εκεί, ο χρόνος μοιάζει να μη ρέει αλλά να συγκεντρώνεται. Ήθελα να δημιουργήσω έναν χώρο, που ανήκει στη γυναίκα αυτή. Για εμένα, ήταν μια εντελώς προσωπική εμπειρία, γιατί αποτυπώνει το πώς βιώνει εκείνη τον κόσμο. Ήταν μια ενστικτώδης απόφαση το να διατηρήσω τη στατικότητα στην κάμερα με επαναλαμβανόμενες λήψεις από την ίδια γωνία σε κάθε τοποθεσία και δωμάτιο. Το συζήτησα με τον διευθυντή φωτογραφίας μου, τον πιο στενό συνεργάτη μου, ο οποίος αρχικά δεν συμφωνούσε γιατί θεωρούσε ότι θα καταντούσε ίσως μονότονο.

Όμως, είδα αυτό το στυλ σαν έναν τρόπο να ζωντανέψω την εμπειρία του εσωτερικού χώρου, όπως βιώνουμε τις εσωτερικές μας σκηνές: έχουμε σταθερά σημεία όπου τρώμε, κοιμόμαστε και ζούμε τις στιγμές μας από συγκεκριμένες γωνίες. Ήθελα να δημιουργήσω αυτή την αίσθηση της κλεισούρας και της στασιμότητας. Με την ελάχιστη κίνηση της κάμερας μπορείς να δημιουργήσεις πολύ μεγαλύτερη συναισθηματική επίδραση από ό,τι με συνεχή κινήσεις. Έτσι, αποφάσισα να περιορίσω τα μέσα μου στα απολύτως απαραίτητα και να δω πού μπορούσαν να με οδηγήσουν.

Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος: Η ταινία ξεκινά με μία έκρηξη και μια φωτιά, αλλά νιώθω ότι αυτός ο… ας τον πούμε «εκρηκτικός» συμβολισμός είναι σαν προειδοποίηση για μια άλλη «έκρηξη» που το κοινό θα συναντήσει στην πορεία της ταινίας. Για μένα, υπάρχει μια αλληγορική σύνδεση με το μύθο της Μήδειας. Το είχες κατά νου, δεδομένου ότι η ταινία σου έχει τη δομή μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας;

Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι: Καταρχάς, όπως γνωρίζεις, η Μήδεια ήταν από τη Γεωργία, ήταν μια πριγκίπισσα της Κολχίδας. Εμείς, λοιπόν, έχουμε μεγαλώσει μέσα σε αυτούς τους μύθους. Είναι περίεργο, όμως, γιατί για εμάς η Μήδεια δεν είναι κάποια αρνητική φιγούρα ούτε… αντίπαλος. Αντιθέτως, έχουμε μία τρυφερή σχέση με αυτόν τον μύθο. Όταν έγραφα το σενάριο, δεν σκεφτόμουν συγκεκριμένα τη Μήδεια, γιατί προσπαθούσα να αποστασιοποιηθώ από εκείνη. Παρ’ όλα αυτά, αναπόφευκτα, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχει η επιρροή της στη γραφή μου.

Σπούδασα επίσης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου διδαχθήκαμε κλασικά κείμενα και φυσικά τους ελληνικούς μύθους, που αποτελούν τις ρίζες όλων αυτών των ιστοριών. Είναι δύσκολο να αντισταθείς σε αυτή την επιρροή. Παρ’ όλα αυτά, όποτε η Μήδεια μου ερχόταν στο νου υπερβολικά συχνά, έδινα στον εαυτό μου τον χώρο να απομακρυνθεί. Ήθελα να επικεντρωθώ στην ηρωίδα της ταινίας, τη Γιάνα.

Η Γιάνα δεν είναι η Μήδεια, αλλά μοιράζεται κάποια στοιχεία μαζί της, αυτό είναι σίγουρο. Προσπαθούσα να κατανοήσω την κραυγή της, να κατανοήσω την ανθρώπινη διάστασή της. Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούμε πάντα… να εξηγήσουμε τα πάντα. Κάποια πράγματα απλά δεν κατανοούνται πλήρως. Μπορούμε μόνο να συμπάσχουμε μαζί τους ως άνθρωποι.

Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος: Τα παιδιά στην ταινία σου είναι πάντα παρόντα, και αυτά με έναν ποιητικό και αλληγορικό τρόπο. Οι ερωτήσεις που τους γίνονται και οι απαντήσεις που δίνουν μας κάνουν να αναρωτιόμαστε γιατί εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη θρησκεία με τον ίδιο τρόπο. Θα ήθελα να σε ρωτήσω λοιπόν, τι είναι για σένα ο παράδεισος και τι η κόλαση;

Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι: Αυτό είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση, γιατί ειλικρινά δεν γνωρίζω. Όταν δούλευα με αυτά τα παιδιά, στο τέλος τα ρωτούσα εγώ τις ερωτήσεις, (όχι η ηθοποιός που παίζει το ρόλο), και ήθελα να τα αφήσω ελεύθερα, να είναι ειλικρινή μαζί μου και με την κάμερα. Έτσι δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα οικειότητας, ώστε να μπορούν να εκφραστούν αληθινά, κι εγώ άκουγα τις απαντήσεις τους. Σκεφτόμουν ότι οι δικές μου απαντήσεις θα ήταν τόσο ασαφείς όσο και οι δικές τους, γιατί ίσως δεν ξέρω περισσότερα από αυτά.

Τι είναι ο παράδεισος ή η κόλαση; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, και που ίσως είναι μια πολύ γεωργιανή στάση ζωής, είναι ότι ζούμε μόνο μια φορά και αυτό που έχει σημασία είναι το τώρα. Κάθε στιγμή της ζωής μας είναι αυτό που πραγματικά μετράει. Ο παράδεισος μπορεί να περιμένει. Ό,τι κι αν είναι, θα το ανακαλύψουμε κάποτε. Αλλά αυτό που μετράει είναι το εδώ και τώρα.

Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος: Όταν παρακολουθούσα το τέλος της ταινίας σου, χωρίς να γνωρίζω τη συμβολή του Κάρλος Ρεϊγάδας στην παραγωγή, ένιωσα ότι έβλεπα «κάτι από τις ταινίες του», και αυτό με έβαλε σε σκέψεις να το ερμηνεύσω με διάφορους τρόπους. Αν αυτό το τέλος υπήρχε σε μια ταινία του Ρεϊγάδας, ίσως δεν θα σχετιζόταν με τη θρησκεία αλλά περισσότερο με την απομάκρυνση και την απόσταση των ανθρώπων. Στη δική σου ταινία, ωστόσο, έχει τόσα διαφορετικά επίπεδα ερμηνείας. Χωρίς να μοιραστώ τη δική μου ερμηνεία, θα ήθελα να μάθω τη δική σου.

Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι: Συζητούσα το τέλος με τον Κάρλος και αρχικά μου είπε «Αυτό δεν βγάζει νόημα». Μετά όμως, όταν είδε τη σκηνή ολοκληρωμένη με τα ειδικά εφέ, ενθουσιάστηκε. Του άρεσε πολύ και μάλιστα, μου είπε ότι υπήρχαν τόσα πολλά επίπεδα κατανόησης, που ξαναπήγε στο μοντάζ για να το παρακολουθήσει ξανά. Για μένα, αυτό το τέλος σημαίνει κάτι διαφορετικό κάθε μέρα. Είχα στο μυαλό μου μια φράση: «Όταν όλα εξαφανίζονται, αυτό που μένει είναι η παλμική κίνηση του κόσμου».

Ήθελα η ηρωίδα να μην έχει έναν κλασικό τρόπο λύτρωσης. Δεν ήθελα να αυτοκτονήσει ή να πεθάνει. Ήθελα να δημιουργήσω έναν χαρακτήρα που να είναι αθάνατος, χωρίς όμως την ευλογία της αποδοχής.

Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος: Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ερωτήσεις που θα ήθελα να κάνω, οπότε θα προσπαθήσω να τις συνοψίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να παραμείνουμε στο χρόνο της συνέντευξης συνεπείς.

Αυτό που μου άρεσε πολύ ήταν ο σχεδιασμός του ήχου. Ακόμη και βλέποντας την ταινία σε μια μικρή οθόνη στο σπίτι μου, θυμήθηκα έντονα την πρώτη φορά που την παρακολούθησα στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Είχα την αίσθηση ότι όλα λειτουργούσαν σαν μια μουσική σύνθεση μέσα από την απουσία της μουσικής. Θα ήθελα να σχολιάσεις λίγο αυτό το κομμάτι.

Η δεύτερη ερώτηση είναι τελείως διαφορετική και αφορά τα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. Πώς αισθάνεσαι που συμμετέχεις (σ.σ. όταν έγινε η συνέντευξη δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία), ως εκπρόσωπος της χώρας σου;

Και η τρίτη ερώτηση έχει να κάνει με τον ελληνικό πολιτισμό. Έχεις κάποια σχέση με την ελληνική κουλτούρα ή έχεις επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα;

Σταματάω εδώ και σε αφήνω να απαντήσεις όπως θες.

Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι: Όσον αφορά το σχεδιασμό του ήχου, σε ευχαριστώ πολύ γιατί είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για όλη την ηχητική ομάδα με την οποία δούλεψα. Στην ομάδα ήταν ο εκπληκτικός μουσικός Νίκολας Ζαρ και οι καταπληκτικοί ηχολήπτες και σχεδιαστές ήχου, ο Ντέιβιντ και ο Στεφάν. Στην πραγματικότητα, είχαμε δημιουργήσει ένα πολύ σύνθετο ηχητικό τοπίο και έπειτα αφαιρούσαμε συνεχώς μέρη του ήχου. Είμαι απίστευτα ευγνώμων στον Νίκο γιατί δεν είχε κανένα πρόβλημα να αφαιρεί κομμάτια μουσικής και ήχου που είχε δημιουργήσει, χωρίς να λυπάται, έτσι ώστε να αφήσουμε μόνο τις πιο αναγκαίες δονήσεις και την υφή κάθε χώρου.

Επιπλέον, δουλέψαμε πολύ με χαμηλές συχνότητες, έτσι ώστε να μπορείς να νιώθεις τον ήχο και όχι απαραίτητα να τον αντιλαμβάνεσαι ως κάτι που ακούς. Κάθε λεπτομέρεια ήταν πηγή έμπνευσης. Ήμουν στο Μεξικό και άκουγα αυτά τα καταπληκτικά πουλιά κάθε μεσημέρι και προσπαθούσα να τα ηχογραφήσω στο κινητό μου. Η ποιότητα ήταν φρικτή, αλλά αργότερα, στο Παρίσι, δημιουργήσαμε ένα ολόκληρο ηχοτοπίο με τα πουλιά στο στούντιο του Στεφάν. Ο ήχος είναι η πιο υποκειμενική εμπειρία, είναι το πιο μαγικό και άυλο στοιχείο που έχουμε, γιατί δεν υπάρχει απόλυτα πραγματική ακουστική εμπειρία – είναι αδύνατον δύο άνθρωποι να συμφωνήσουν απόλυτα στο τι άκουσαν.

Για τα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, είναι μεγάλη τιμή και είμαι βαθιά ευγνώμων για όλη την υποστήριξη της επιτροπής. Είναι πολύ σημαντικό για την ταινία και ελπίζω ότι περισσότεροι άνθρωποι θα θελήσουν να τη δουν. Αυτά τα βραβεία δίνουν περισσότερη ορατότητα στον γεωργιανό κινηματογράφο, ο οποίος συνήθως δεν έχει τόσο μεγάλη έκθεση παγκοσμίως.

Όσον αφορά τον ελληνικό πολιτισμό, έχω επισκεφθεί την Ελλάδα, αγαπώ τη χώρα σας και ελπίζω να επιστρέψω σύντομα. Πάντα θέλω να ξαναέρθω γιατί για μένα είναι απίστευτα εμπνευστικό να βλέπω τα αρχαία ερείπια και να γνωρίζω την κουλτούρα, να νιώθω τη ζωή και τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι. Είναι σαν η γη των μυθικών ηρώων να ζωντανεύει και να γίνεται πραγματική κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί.

Σχετικά με την ταινία:

Στα ορεινά της Γεωργίας, η τοπική κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, δέχεται επίθεση από ντόπιους φαντικούς χριστιανούς. Η Γιάνα, σύζυγος του ηγέτη της αίρεσης (ερμηνευμένη από τη συγκλονιστική Ία Σουκιτασβίλι), βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης και σταδιακά καταρρέει, προσπαθώντας να εκλογικεύσει τις πραγματικές της επιθυμίες. Το πολυβραβευμένο ντεμπούτο της Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι, ένα ριζοσπαστικό, ασυμβίβαστο, απαιτητικό φιλμ γυρισμένο σε 35 χιλιοστά, έφερε την Γεωργιανή δημιουργό στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης κινηματογραφικής πρωτοπορίας, καταξιωμένο ήδη ως ένα χαμηλόφωνο, μινιμαλιστικό αριστούργημα για το σινεμά του 21ου αιώνα.

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Νικόλας Σμυρνάκης: «Ψέματα που μας έμαθαν για Αλήθειες» την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου, παρουσίαση του νέου βιβλίου στις 18:30 στον Πολυχώρο Τέχνης Εκδόσεων Πρεβέντη

Οι εκδόσεις Διόπτρα, το βιβλιοπωλείο Άνεμος και το Μητροπολιτικό Κολλέγιο σας προσκαλούν στην ομιλία του συγγραφέα…