Μικρός αποχαιρετισμός σε έναν σπουδαίο ποιητή, σε έναν υπέροχο άνθρωπο
Ο Μιχάλης Γκανάς, πολυβραβευμένος ποιητής και αγαπημένος στιχουργός, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών, στις 12 Νοεμβρίου. Από χθες που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του, οι εκδηλώσεις θλίψης και αγάπης πλημμύρισαν τα κοινωνικά δίκτυα, σε μια προσπάθεια να αποδώσουν όλοι έναν μικρό φόρο τιμής στον σπουδαίο ποιητή που μας χάρισε ένα πολύτιμο καταφύγιο με τις λέξεις του, την ποίησή του, την απόδοσή του των ομηρικών επών, τις μικρές του ιστορίες αλλά και τα πολυτραγουδισμένα τραγούδια του.
Για τους ανθρώπους που είχες την ευλογία να γνωρίζεις και από κοντά, έχεις πάντα έναν μεγαλύτερο κόμπο καθώς τους αποχαιρετάς. Η μόνη παρηγοριά θα είναι και πάλι οι λέξεις, οι λέξεις οι δικές του, που για πολλά ακόμα χρόνια και για πολλές γενιές ακόμα θα προσφέρουν ένα πολύτιμο καταφύγιο.
Μέσα από τα δικά του λόγια και μέσα από αγαπημένα ποιήματα και τραγούδια, αποχαιρετώ με σεβασμό, αγάπη και θλίψη έναν υπέροχο άνθρωπο.
«Το δημοτικό τραγούδι μου ‘δωσε ένα μέτρο, μου ‘δωσε αυτή την ανάσα της ελληνικής γλώσσας που νομίζω ότι στην ποίηση ο δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού βγαίνει εντελώς φυσικός. Και μου ‘δωσε και το σουρεαλιστικό στοιχείο»
«Μου αρέσει αυτό που οι άλλοι το λένε γκρίνια, εγώ το λέω: ένας ψίθυρος, ένα μουρμουρητό που σου το λέει πολύ οικεία μιλώντας για πολύ μεγάλα πράγματα και πολύ σοβαρά».
«Είναι έντονη κι εντελώς φυσική η διάθεσή μου, να μιλήσω για την απώλεια αγαπημένων ανθρώπων. Μου συμβαίνει να συγκινούμαι και πολλά χρόνια μετά. Εμένα με τραβάει σα μαγνήτης αυτό το μαύρο, το σκοτεινό».
«Έγραφα, πάντα έγραφα κι αυτό ήτανε δύσκολο, όχι τόσο το γράψιμο όσο η σχέση μου με την ποίηση κι αυτό το πράγμα που σε κάνει να απομονώνεσαι, να γυρίζεις προς τα μέσα αντί προς τα έξω με δυσκόλευε πάρα πολύ. Γιατί αυτή η εσωστρέφεια δε με βοηθούσε να πάρω επαφή με την πόλη και με τους ανθρώπους. Απ’ την άλλη μεριά ήταν κι η παρηγοριά μου».
«Όταν παντρεύτηκα κι απέκτησα τα παιδιά, τη Μυρσίνη, τον Γιάννη, τότε άρχισα λίγο να γλυκαίνω και να εξοικειώνομαι με την Αθήνα και να μην τη νιώθω ξένη και να μην νιώθω εξόριστος πια. Γιατί; Γιατί τα παιδιά μου, μου δημιουργούσαν οικειότητες με την πόλη αναπόφευκτες και φυσικές αφού ήταν η πόλη τους εδώ, εδώ είχαν γεννηθεί. Πηγαίναμε στις παιδικές χαρές, πηγαίναμε στον Εθνικό κήπο, οπουδήποτε. Και άρχιζε σιγά-σιγά να περνάει η Αθήνα μέσα μου, μέσα από την τρυφερότητα και την αγάπη που είχα για τα παιδιά και ό,τι μοιραζόμουνα μαζί τους κι έτσι την εξημέρωσα που λέει ο Εξυπερύ, με κάποιον τρόπο και την έκανα δική μου πια».
«Το να ακούς τα τραγούδια σου, είναι πραγματική ευλογία. Βλέπεις ότι τα λογάκια που έχεις γράψει εσύ στο γραφείο σου, ξαφνικά παίρνουν ζωή, ειδικά όταν βγεις από την κρύπτη της ποίησης όπου είσαι εσύ, τα χαρτιά σου και οι ολίγοι αναγνώστες της ποίησης. Είναι ακριβώς στην άλλη άκρη από αυτή τη δύναμη που έχει το τραγούδι, να ταξιδεύει, να συγκινεί πολύ κόσμο».
«Είναι αναπόφευκτό να αναφέρεσαι σε ποιητές, είτε παλαιότερους είτε σύγχρονους. Είναι ένας διάλογος που γίνεται χωρίς να το θέλεις, έχοντας διαβάσει, έχοντας συγκινηθεί από ποιήματα άλλων. Νιώθω καμιά φορά, αυτό που το λέω “δημιουργική ζήλεια”. Και οι αναγνώσεις είναι ίδιο πράγμα, χτίζεις απ’ αυτά τα πράγματα. Όλη αυτή η ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος είναι μια τεράστια κιβωτός όπου καθένας διαφυλάσσει εκεί, βάζει τα πιο πολύτιμα είδη για να σωθούν. Δεν είναι βλάσφημο να χαϊδέψεις ένα ζωάκι που έχει μπει εκεί μέσα κι ας φαίνεται αυτό το ζωάκι να το έχει βάλει ο Έλιοτ, αυτούς τους στίχους, ας φανεί».
«Ο θάνατος είναι κυρίαρχο θέμα στην ποίησή μου. Ο θάνατος γενικά ως φιλοσοφική έννοια και μοίρα ανθρώπινη, ξεκινάει από τον θάνατο αγαπημένων ανθρώπων και νομίζω ότι χωρίς να το ξέρω, ασυνείδητα, πρέπει να ‘χει να κάνει με τον τόπο μου και με τα μοιρολόγια της Ηπείρου. Είναι… συγκλονιστικά∙ κι είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος παραμυθίας, παρηγοριάς, όταν το πεις αυτό το πράγμα και δεν το κρατήσεις μέσα σου».
(Μιχάλης Γκανάς: «Με λίγο φως στους ώμους» απομαγνητοφώνηση: Κωνσταντίνος Σύρμος)
Διαβάστε περισσότερα για το έργο του: Γκανάς, Μιχάλης, 1944-2024
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
στην Πόπη
Μπακίρι από γιαννιώτη γανωτζή
να φέγγει να σπιθοβολάει το γέλιο σου
τα λόγια σου να σκάνε μέσα μου
σαν τις χειρομπομπίδες.
Κορμί που λάχτιζες σαν αγριμάκι
προτού σε πάρει ο ύπνος,
τρεις νύχτες τώρα με διπλό προσκέφαλο
αχνίζω νικοτίνη,
τρέχω με ογδόντα πυρετό
ύστερα με διακόσια
τρελαίνομαι στις δημοσιές.
Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα
έλα με την αγάπη
έλα με το νερό.
Μη λείψεις άλλο μη μ’ αφήσεις
παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά,
που σ’ αγαπώ που με τρομάζεις,
που μου ’δωσες ψωμί κι αστροφεγγιά
το μέταλλο του στήθους πάλι
και του κορμιού το κοιμισμένο τύμπανο.
«Ακάθιστος Δείπνος» 1978
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΣΕ ΤΥΛΙΓΕΙ
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι η στάχτη
του καμένου χρόνου.
Φυσάει ένας αέρας,
φέρνει φωτογραφίες και τετράδια.
Από τα κάτω χρόνια.
Εδώ γελάς, εδώ σωπαίνεις,
εδώ σας πήρανε με φλας
φοράς το μαύρο φωτοστέφανο.
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι το φως
που εκτοπίζει ο θάνατος.
Κανένας δεν το βλέπει.
Κι όμως υπάρχει
και πληθαίνει.
«Μαύρα Λιθάρια» 1980
;
Ι
Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.
«Γυάλινα Γιάννενα» 1989
Μια μάνα γύρευα να βρω
μ’ εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.
Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες στα καρυοφύλλια.
Να ’πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.
Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώνει σιγανά…
«Παραλογή» 1993
Είσαι ακοίμητη θάλασσα
στην υδρόγειο χούφτα μου.
Ανασαίνεις και με πλημμυρίζεις.
«Τα μικρά» 2000
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που σιγοκαίει.
Σύμφωνοι χωρίς φλόγες αφού τις καταπίνει.
Αλλά και χωρίς καπνούς. Με λιγότερη στάχτη.
Δεν κορώνει μου λες. Ούτε κρυώνει.
Αντιθέτως κρατάει ζωντανή τη φωτιά.
Έστω τη σπίθα. Είναι κάτι κι αυτό.
Είναι πολύ. Είναι αυτό που μας λείπει.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυο ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Ειρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.
Η διάρκεια είναι πάθος.
«Ο ύπνος του καπνιστή» 2003
Βροχή ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή.
Υετός ομηρική βροχή.
Όμβρος αρχαία βροχή καταρρακτώδης.
Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα.
Χιών χιόνι κοκορόχιονο χιονόνερο νιφετός.
Χάλαζα χαλάζι χαλαζόκοκκος
(σιούγκραβος στα όρη Τσαμαντά).
Υδατώδη ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα
αναντάμ παπαντάμ.
Προσφάτως τεχνητή βροχή
εσχάτως όξινη βροχή
προσεχώς κά-τά-κλύ-σμός.
Κατά ζεύγη τα ζώα
κατά μόνας τα φυτά
κατά κρημνού οι άνθρωποι — αγεληδόν.
Κατά μάνα κατά κύρη.
Τρέχουν τα δάκρυα βροχή.
Βροχή μου.
Βροχούλα μουσκεμένη.
«Άψινθος» 2012
Πηγή: allyou.gr