Κατά το μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές, δημοσκοπήσεις και αναλυτές προέβλεπαν ότι η κούρσα θα κρινόταν στο νήμα. Τελικά, ο Ντόναλντ Τραμπ νίκησε άνετα και καθαρά την Κάμαλα Χάρις. Είναι ο πρώτος Ρεπουμπλικανός υποψήφιος που κερδίζει τη λαϊκή ψήφο (με 50,2% έναντι 48,2%) εδώ και δύο δεκαετίες. Επικράτησε και στις επτά αμφίρροπες Πολιτείες. Και ετοιμάζεται να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο με Βουλή και Γερουσία υπό τον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών. Απέτυχαν λοιπόν οι δημοσκοπήσεις; Και ναι, και όχι.
Από πλευράς στατιστικού λάθους, δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι απέτυχαν: στην πραγματικότητα, ήταν το χαμηλότερο των τελευταίων 25 χρόνων. Οπως σημειώνουν στο ABC News συνεργάτες του εξειδικευμένου ιστοτόπου FiveThirtyEight, στις επονομαζόμενες ανταγωνιστικές Πολιτείες η μέση δημοσκόπηση των τελευταίων τριών εβδομάδων της εκστρατείας έπεσε έξω κατά 2,94%. Και ειδικά στις επτά κυριότερες αμφίρροπες Πολιτείες κατά 2,2%. Συγκριτικά, οι δημοσκοπήσεις σε επίπεδο Πολιτειών το 2016 και το 2020 είχαν μέσο στατιστικό λάθος 4,7%. Ακόμα και το 2012, μια καλή χρονιά για τους αμερικανούς δημοσκόπους, οι δημοσκοπήσεις είχαν πέσει έξω κατά 3,2%. Σε εθνικό επίπεδο, τέλος, οι Αμερικανοί προσήλθαν στις κάλπες με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν βραχύ προβάδισμα, 1%-2%, στη Χάρις. Το 2020 είχαν πέσει έξω κατά 4,5%, τέσσερα χρόνια νωρίτερα κατά 2,2%, το 2012 κατά 2%.
Το περιθώριο λάθους
Στην πραγματικότητα, πολλοί αναλυτές προειδοποιούσαν στην τελική ευθεία για τις εκλογές πως το να χαρακτηρίζεται μια εκλογική μάχη «too close to call» δεν σημαίνει πως το αποτέλεσμά της θα είναι 50%-50%. Οπως έγραφε χαρακτηριστικά στη «Washington Post» ο Λένι Μπρόνερ, «σε μια κούρσα εντός του φυσιολογικού περιθωρίου στατιστικού λάθους σε όλες τις αμφίρροπες Πολιτείες, είναι απολύτως πιθανό, μόλις καταμετρηθούν οι ψήφοι, να πάψει η μάχη να είναι αμφίρροπη. Δηλαδή, είναι πιθανό όλες οι αμφίρροπες Πολιτείες να κινηθούν μαζί υπέρ της Χάρις ή του Τραμπ».
Αποτυχία, εκ του αποτελέσματος, μπορεί να χρεωθεί στους δημοσκόπους σε ένα άλλο επίπεδο: στο αποκαλούμενο statistical bias ή στατιστική προκατάληψη. Γιατί είναι οι τρίτες προεδρικές εκλογές στη σειρά που υποτιμούν το έρεισμα του Τραμπ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, οι πολιτειακές δημοσκοπήσεις υπερεκτίμησαν το έρεισμα της Χάρις κατά 2,7% κατά μέσο όρο στις ανταγωνιστικές Πολιτείες. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από τη στατιστική προκατάληψη των δημοσκοπήσεων το 2016 και το 2020, που είχαν υποτιμήσει τον Τραμπ κατά 3,2% και 4,1% αντίστοιχα. Αλλά είναι υψηλότερο από την προκατάληψη στις εκλογές του 2000, 2004, 2008 και 2012. Και δεν είναι καλό νέο για τους δημοσκόπους. Σημαίνει ότι, παρά την αναθεωρημένη μεθοδολογία τους, δεν έλυσαν πλήρως τα προβλήματα του 2016 και του 2020.
Δεν σηκώνουν τηλέφωνα
Η υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζουν οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ότι ο κόσμος δεν σηκώνει τα τηλέφωνα: οι δημοσκόποι έλυσαν το πρόβλημα αυτό με χρήμα, προσπάθεια και εφευρετικότητα. Είναι ότι – όπως συμβαίνει γενικά στις ΗΠΑ – οι αντιδράσεις των ανθρώπων έχουν πολωθεί. Και οι ομάδες στις οποίες στόχευσε ο Τραμπ σε αυτές τις εκλογές – νέοι άνδρες, λιγότερο μορφωμένοι ψηφοφόροι και ισπανόφωνοι Αμερικανοί – είναι οι πιο δύσκολες να δημοσκοπηθούν. Ακόμη και αν οι δημοσκόποι διόρθωναν όλες τις προηγούμενες αστοχίες τους, δεν θα ήταν αρκετό. Ο Τραμπ συνεχίζει να αυξάνει το δυνητικό δημοσκοπικό του σφάλμα επειδή συνεχίζει να απευθύνεται σε όλο και πιο απίθανους ψηφοφόρους. «Με άλλα λόγια», λέει η Κόρτνι Κένεντι από το Pew Research Center, «ο Τραμπ κέρδισε ακόμη περισσότερους ανθρώπους που τείνουν να συμμετέχουν λιγότερο σε δημοσκοπήσεις. Αυτό σίγουρα συνέβαλε στο γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν συστηματικά το έρεισμά του και πάλι».
Πηγή: tanea.gr