H ελπίδα ανθίζει στην έρημο

H ελπίδα ανθίζει στην έρημο

Σε εποχές όπως η σημερινή, γράφει ο Τζόσουα Ρόθμαν στο τελευταίο τεύχος του New Yorker, οι άνθρωποι χωρίζονται σε αισιόδοξους και απαισιόδοξους. Οι πρώτοι δεν παύουν να πιστεύουν ότι ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο Τραμπ μπορεί να τονώσει την προσφορά ακινήτων, έγραφε τις προάλλες ο αμερικανός οικονομολόγος Αλεξ Τάμπαροκ. Η νίκη του είναι ευπρόσδεκτη γιατί θα κάνει την Ευρώπη να καταλάβει επιτέλους ότι πρέπει να ενηλικιωθεί, υποστηρίζουν διάφοροι αναλυτές. Το πρόβλημα με αυτή τη σχολή είναι ότι κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια μορφή άρνησης.

Οι απαισιόδοξοι, πάλι, είναι απαλλαγμένοι από τον κίνδυνο δυσάρεστων εκπλήξεων: είναι πεισμένοι ότι το μέλλον θα είναι ζοφερό, οπότε οι Τραμπ δεν τους καταβάλλουν. Η στάση αυτή όμως είναι περιοριστική. Συντρίβει τη φαντασία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο σε σκέψεις για ένα καλύτερο μέλλον. Υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση. Στο καινούργιο του βιβλίο με τίτλο «Το πνεύμα της ελπίδας», ο νοτιοκορεατικής καταγωγής φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν (που ζει σήμερα στη Γερμανία) κάνει διάκριση ανάμεσα στην αισιοδοξία και την ελπίδα. Ο αισιόδοξος χαρακτηρίζεται από θετική σκέψη: κοιτάζει γύρω του, πιάνεται από κάποια σημάδια πιθανής προόδου και συμπεραίνει ότι «τα πράγματα θα πάνε καλύτερα». Η ελπίδα είναι άλλο πράγμα. Γεννιέται σε συνθήκες απόλυτης απελπισίας και προσλαμβάνει ιδιαίτερη χρησιμότητα όταν υπάρχει η αίσθηση ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ο τόπος στον οποίο ανθίζει είναι η έρημος.

Πολυμεταφρασμένος στην Ελλάδα (εκδ. ΟΠΕΡΑ), γνωστός για την κριτική που ασκεί στην καταναλωτική διαδικτυακή ζωή, ο Χαν πιστεύει ότι δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την ελπίδα. «Οι καταναλωτές δεν έχουν ελπίδα», γράφει. «Εχουν μόνο επιθυμίες και ανάγκες». Επιθυμούμε λαμπρά χριστουγεννιάτικα δώρα, μεγαλύτερα σπίτια, καλύτερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ακριβά γεύματα σε εστιατόρια. Αυτό που μας απασχολεί είναι οι ανάγκες μας και η ικανοποίησή τους. Οταν ελπίζουμε, αντιθέτως, δεν ελπίζουμε σε κάτι συγκεκριμένο, σε κάτι που μπορούμε να αποκτήσουμε. Καθώς διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να είμαστε αισιόδοξοι, ελπίζουμε ότι κάτι καινούργιο θα εμφανιστεί, μια δύναμη που θα σπρώξει τον κόσμο σε έναν καλύτερο δρόμο.

Η ελπίδα αυτή μπορεί να είναι μοναχική και παθητική. Ο Χαν επικαλείται μια παραβολή του Κάφκα, όπου κάποιος ζει σε ένα χωριό μακριά από το κέντρο της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας, τον οποίο δεν έχει δει ποτέ, αποφασίζει για έναν μυστηριώδη λόγο να μεταβιβάσει ειδικά σ’ αυτόν ένα ειδικό και μυστικό μήνυμα. Ο απεσταλμένος που μεταφέρει το μήνυμα αυτό είναι ικανός, αρχίζει να ανοίγει δρόμους, πρέπει όμως να διασχίσει τις αυλές, τα πλήθη, ένα δεύτερο παλάτι, τους δρόμους της πρωτεύουσας και όλων των επαρχιών για να φτάσει στον προορισμό του. Δεν θα τα καταφέρει. Κι εκείνος, ο μοναχικός κάτοικος του χωριού, θα κάθεται δίπλα στο παράθυρο ενώ πέφτει η νύχτα και θα ονειρεύεται.

Υπάρχει όμως και μια ισχυρή, ενεργητική εκδοχή της ελπίδας. Η εκδοχή αυτή μοιάζει λίγο με το κυνήγι: ο άνθρωπος που ελπίζει γονατίζει στο έδαφος και αφουγκράζεται προσεκτικά, προσπαθώντας να καταλάβει τι καινούργιο κινείται στον κόσμο. Αυτό το είδος ελπίδας ενεργοποιεί δυνάμεις που οδηγούν τους ανθρώπους στη δράση. Οταν είσαι χαμένος στην ερημιά και δεν έχεις ιδέα ποια κατεύθυνση να ακολουθήσεις, η ελπίδα οξύνει τις αισθήσεις σου και σε σπρώχνει να καβαλήσεις το βουνό.

«Το αντικείμενο της ελπίδας είναι ένα Εμείς», γράφει ο Χαν. Θέλουμε πράγματα για εμάς, αλλά ελπίζουμε σε ένα μέλλον με τις οικογένειές μας, τους γείτονές μας, τους συμπολίτες μας. Από την άλλη πλευρά, πηγή της ελπίδας μας είναι και οι άλλοι, καθώς μπορεί να βλέπουν δρόμους που εμείς δεν βλέπουμε. Η ελπίδα είναι οι άλλοι: η έννοια αυτή μπορεί να είναι δύσκολα αποδεκτή, αν σκεφτεί κανείς ότι στην Αμερική «οι άλλοι» επανέφεραν στην εξουσία τον Τραμπ. Ομως δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι ο τρόπος που σκέπτονται σήμερα θα είναι ο ίδιος και αύριο.

Οι αισιόδοξοι και οι απαισιόδοξοι προσεγγίζουν το μέλλον περιορίζοντας την ανασφάλειά τους. Οταν ελπίζουμε, πάλι, βάζουμε ένα στοίχημα που δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε. Γινόμαστε «πιστωτές του μέλλοντος», σημειώνει ο βιβλιοκριτικός του New Yorker. Μπορεί να κερδίσουμε, μπορεί και να χάσουμε.

Βάτσλαβ Χάβελ (1936-2011)

Ενας προσανατολισμός του πνεύματος

Πρότυπο του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν είναι ο Βάτσλαβ Χάβελ, ο συγγραφέας, διαφωνών και πολιτικός ακτιβιστής που φυλακίστηκε για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις και στη συνέχεια έγινε πρόεδρος πρώτα της Τσεχοσλοβακίας και στη συνέχεια της Τσεχικής Δημοκρατίας. Η ελπίδα, έλεγε, δεν συνιστά προφητεία. Δεν εξαρτάται από έναν συγκεκριμένο τρόπο παρατήρησης του κόσμου ή από μια εκτίμηση της κατάστασης. Η ελπίδα είναι ένας προσανατολισμός του πνεύματος, που υπερβαίνει τον αισθητό κόσμο και βρίσκει καταφύγιο πέρα από τους ορίζοντές του. Η ελπίδα προϋποθέτει την αίσθηση της απόστασης, τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν δυνατότητες που με κάποιον τρόπο μπορεί να αξιοποιηθούν. Η φυλακή είναι κατ’ εξοχήν ένας τόπος χωρίς ελπίδα. Σε τέτοιους τόπους, όμως, πίστευε ο Χάβελ ότι μπορεί να διακρίνει κανείς πιο καθαρά την αφηρημένη, άδηλη, ενδεχομένως υπερβατική φύση της ελπίδας.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ