Η οικονομία ήταν αυτή που οδήγησε τους Γερμανούς πρόωρα στις κάλπες το 2005, όταν η συγκυβέρνηση SPD και Πρασίνων, με καγκελάριο τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και «υπαρχηγό» τον Γιόσκα Φίσερ, έμοιαζε να καταρρέει υπό το βάρος των αντιδημοφιλών μεταρρυθμίσεων, με τους κωδικούς «Ατζέντα 2010» και «Hartz IV», που είχε εμπνευστεί και θέσει σε εφαρμογή ο πρώτος. Η οικονομία είναι για μια ακόμη φορά υπεύθυνη, 20 χρόνια μετά, για την κατάρρευση του πρώτου τρικομματικού συνασπισμού στην ιστορία της χώρας – του αποκαλούμενου «φωτεινού σηματοδότη», από το κόκκινο, το πράσινο και το κίτρινο που είναι τα χρώματα των εταίρων – υπό την ηγεσία του επίσης Σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς και για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου.
Ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική ειδοποιός διαφορά. Το 2005, αν και ο Σρέντερ ηττήθηκε από τους Χριστιανοδημοκράτες, η διάδοχός του Ανγκελα Μέρκελ όχι απλώς αξιοποίησε τις μεταρρυθμίσεις του προκατόχου της, αλλά στηρίχθηκε σε αυτές προκειμένου να βγάλει τη Γερμανία αλώβητη και ενισχυμένη από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-10 και να εδραιώσει τόσο τη δική της πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό όσο και εκείνη του Βερολίνου στην ΕΕ για τα επόμενα 16 χρόνια. Σήμερα, αντιθέτως, η ισχυρότερη χώρα και οικονομία της Ευρώπης μοιάζει να μην έχει «πυξίδα» και να έχει βυθιστεί σε μια κρίση ταυτότητας, με αποτέλεσμα να έχει υπονομευθεί και η θέση της στην Ευρώπη.
Τι σημαίνει, πρακτικά, αυτό; Οτι ο επόμενος καγκελάριος, που εκτός απροόπτου θα είναι ο επικεφαλής της Ενωσης Χριστιανοδημοκρατών και Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU), Φρίντριχ Μερτς, θα κληθεί να βγάλει τα… κάστανα από τη φωτιά χωρίς να διαθέτει έτοιμα εργαλεία και όντας υποχρεωμένος να αναλάβει σημαντικά ρίσκα με τις αποφάσεις του. Είναι κάτι, άλλωστε, που δείχνει να αντιλαμβάνεται ήδη, όπως φάνηκε από το «παράθυρο» που άνοιξε για ενδεχόμενη αλλαγή στο συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο του χρέους», το οποίο εισήγαγε το 2009 η τότε κυβέρνηση Μέρκελ και δεν επιτρέπει το δημόσιο έλλειμμα να ξεπερνά το 0,35% του ΑΕΠ – σε αυτό θα έχει και τη συναίνεση του SPD, όπως δείχνει τόσο η στάση του Σολτς όσο και οι χθεσινές δηλώσεις του επικεφαλής του στην εφημερίδα «Handelsblatt».
Σενάρια για
τη νέα κυβέρνηση
Το σίγουρο, όπως φάνηκε και από τη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών που διεξήχθη στην Μπούντεσταγκ την Τετάρτη, είναι ότι για τη Γερμανία αυτές οι εκλογές ανοίγουν μια νέα σελίδα, που θα γραφεί από μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας. Μια κυβέρνηση στην οποία όμως – αν τουλάχιστον πάρουμε «τοις μετρητοίς» όσα ακούστηκαν από το βήμα της Βουλής – δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να μετέχει η ακροδεξιά AfD, καθώς συνεχίζει να ξύνει μνήμες και «πληγές» που δεν έχουν ακόμη κλείσει στη χώρα.
Εφόσον δεν αλλάξει κάτι, λοιπόν, με βάση και την εκτίμηση ότι η Ενωση είναι σχεδόν αδύνατο να διασφαλίσει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τα πιθανά σενάρια είναι δύο: είτε ένας νέος μεγάλος συνασπισμός μεταξύ CDU/CSU και SPD είτε μια συνεργασία της Ενωσης με τους Ελεύθερους Δημοκράτες τού μέχρι πρότινος υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, η αποπομπή του οποίου από τον Σολτς άνοιξε τον δρόμο για τις πρόωρες εκλογές.
Τίποτε από τα δύο δεν θα είναι απλό, βεβαίως. Το πρώτο σενάριο σημαίνει πως οι Σοσιαλδημοκράτες θα κληθούν να υπογράψουν τη θανατική τους καταδίκη σε πολιτικό επίπεδο, στο όνομα της «εθνικής ευθύνης» για τη διακυβέρνηση της χώρας, οδηγούμενοι στο περιθώριο για τα αρκετά επόμενα χρόνια. Οσο για το δεύτερο, προϋποθέτει πως το FDP θα καταφέρει να περάσει το όριο του 5% και να εισέλθει στη νέα Βουλή, κάτι που με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι εξαιρετικά αμφίβολο.
Σε κάθε περίπτωση, ένα πρέπει να θεωρείται βέβαιο: έστω και αν η AfD μείνει εκτός (και) της επόμενης κυβέρνησης, οι θέσεις της θα είναι διακριτές στην πολιτική της. Ειδικά στο Μεταναστευτικό, την οικονομία, την ασφάλεια και αλλού.
Πηγή: tanea.gr