Σε ακόμη μία ανοδική αναθεώρηση βασικών στόχων των business plans για το 2024 προχωρούν οι τράπεζες, μετά τα ισχυρά αποτελέσματα 9μήνου, αλλά και τη δυναμική που φαίνεται να επιδεικνύει η ελληνική οικονομία, κόντρα στο γενικότερο ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Παρά τους ασθενείς ρυθμούς ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο (0,7% κατά μέσο όρο) και των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, άλλωστε, η ελληνική οικονομία συνέχισε την αναπτυξιακή της δυναμική το πρώτο εξάμηνο του 2024 κατά 2,2% σε ετήσια βάση. Οι θετικές επιδόσεις από τις αρχές του έτους, σε συνδυασμό με τα στοιχεία οικονομικής συγκυρίας και τους δείκτες προσδοκιών, υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική το 2024, με εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 2,2%, ως αποτέλεσμα:
(i) της αυξανόμενης συμβολής των επενδύσεων στο ΑΕΠ, σε συνδυασμό με
(ii) ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση, υποστηριζόμενη από την περαιτέρω ενίσχυση της απασχόλησης και τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης από τις απώλειες που προκάλεσε ο υψηλός πληθωρισμός των δύο τελευταίων ετών.
Στο πλαίσιο αυτό και ωθούμενες από τα επίσης δυνατά αποτελέσματα 9μήνου του 2024 οι τράπεζες εξέδωσαν νέο guidance για εφέτος. Ειδικότερα:
Η Τράπεζα Πειραιώς, που άνοιξε πρώτη τον χορό των αποτελεσμάτων, αναμένει ενίσχυση κερδοφορίας, με εξομαλυμένη απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων άνω του 17%, εξομαλυμένα κέρδη ανά μετοχή πλέον των 0,90 ευρώ, περαιτέρω αύξηση του δείκτη CET1 σε περίπου 15%, άνοδο των ενήμερων δανείων στα 33 δισ. ευρώ και δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων χαμηλότερα του 3%.
“Επίσης, στοχεύουμε πλέον σε ποσοστό διανομής κερδών 35% από τα κέρδη του 2024, υπό την αίρεση εκπλήρωσης των απαραίτητων προϋποθέσεων, ενώ το ποσοστό διανομής 50% για το επόμενο έτος έχει επικυρωθεί στην επικαιροποιημένη πολιτική διανομής”, σχολίασε ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Χρήστος Μεγάλου, τονίζοντας πως η Πειραιώς συνεχίζει να ανεβάζει τον πήχη των επιδιώξεών της. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, ο ίδιος προανήγγειλε πως στις αρχές του 2025, πιθανότατα τον Φεβρουάριο, θα δώσει νέους αναβαθμισμένους στόχους για την τριετία 2025-2027.
“Το γ’ τρίμηνο του 2024 τα αποτελέσματα της Eurobank ήταν ιδιαίτερα θετικά, υπερβαίνοντας τις προσδοκίες. Η τάση υποδηλώνει ότι η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων θα ανέλθει περίπου στο 17,5% για το σύνολο του έτους”, τόνισε με τη σειρά του ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Φωκίων Καραβίας, εστιάζοντας στην τηλεδιάσκεψη με τους αναλυτές στη μεγάλη αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, που αποδείχθηκε υψηλότερη των στόχων που είχαν τεθεί, πάνω από ένα δισ. ευρώ για το σύνολο του έτους. Όπως είπε, η αύξηση των νέων δανείων αναμένεται στα 3,5 δισ. ευρώ για το 2024, με ρυθμό αύξησης 9%, ο οποίος το 2025 θα υποχωρήσει στο 6%-7%, παραμένοντας ωστόσο υψηλός.
Η διοίκηση της Eurobank προχώρησε επίσης σε αναθεώρηση της μερισματικής της πολιτικής, αναβαθμίζοντας σε 50% τη διανομή από τα κέρδη του 2024, έναντι προηγούμενου στόχου 40%. Το υψηλότερο μέρισμα, ωστόσο, θα δοθεί κατόπιν εγκρίσεως του SSM, αλλά και υπό την προϋπόθεση ότι τα πλεονάζοντα κεφάλαια της τράπεζας δεν θα κατευθυνθούν για την αξιοποίηση ευκαιριών εξαγορών και συγχωνεύσεων (στους τομείς τραπεζών, ασφαλιστικών και asset management) ή για την επιταχυνόμενη αύξηση των χορηγήσεων.
Την άποψη πως τα ισχυρά οργανικά κέρδη μετά από φόρους εννεαμήνου, που ανήλθαν σε περίπου ένα δισ. ευρώ, θέτουν ισχυρές βάσεις, όχι μόνο για την επίτευξη των στόχων για το 2024, αλλά και την ανοδική αναθεώρησή τους εξέφρασε από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, φέρνοντας ως παράδειγμα την πιστωτική επέκταση.
Ειδικότερα, ο πήχης για το 2024 είχε τεθεί στο 1,5 δισ. ευρώ, όπως ωστόσο επισήμανε ο ίδιος, αυτός έχει ήδη ξεπεραστεί, καθώς υπάρχει “ουρά” εγκεκριμένων, αλλά μη εκταμιευμένων επιχειρηματικών δανείων άνω των δύο δισ. ευρώ, ύστερα από εκταμιεύσεις εταιρικών δανείων ύψους περίπου ένα δισ. ευρώ τον περασμένο Οκτώβριο. Παράλληλα, η διοίκηση της ΕΤΕ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αύξησης του ποσοστού διανομής από τα κέρδη του 2024, εκτιμώντας πως αυτό θα μπορούσε να κινηθεί πέριξ του 50% έναντι αρχικού στόχου 40%.
Τέλος, νέο guidance για το 2024 έδωσε και η Alpha Bank, με τα βασικότερα σημεία να αφορούν στα εξής: RoTBV 14% (από >13,5% τον Αύγουστο), συνολικά έσοδα περίπου 2,2 δισ. ευρώ (από >€2,1 δισ. ευρώ), κόστος πιστωτικού κινδύνου περίπου 65 μ.β. (από <70 μ.β.) και προσαρμοσμένα EPS 0,34 ευρώ (από 0,33 ευρώ). “Οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις και η ουσιαστική πρόοδος στην υλοποίηση των στρατηγικών μας στόχων μάς επιτρέπουν να αναβαθμίσουμε τις προβλέψεις μας”, σχολίασε σχετικά ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Βασίλης Ψάλτης.
Προς επίρρωση, η καθαρή πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα ανήλθε σε 1,2 δισ. ευρώ, αντανακλώντας αφενός την ισχυρή ανάκαμψη της πιστωτικής ζήτησης κυρίως από επιχειρήσεις και αφετέρου την εν γένει επιβράδυνση στην αποπληρωμή δανείων. “Αυτή η εξέλιξη μας επιτρέπει να αναβαθμίσουμε τον στόχο μας για το έτος σε δύο δισ. ευρώ, καθώς καταγράφεται μια σταθερή ροή εκταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, στηρίζοντας έτσι τις προοπτικές μεγέθυνσής μας”, πρόσθεσε ο CEO του Ομίλου Alpha Bank. Στο πλαίσιο αυτό, η διοίκηση της τράπεζας άφησε “παράθυρο” για τη διανομή υψηλότερων μερισμάτων προς τους μετόχους (35% από τα κέρδη του 2024).
DTC
Τα σχέδιά τους για επιτάχυνση της απόσβεσης του DTC ανακοίνωσαν η μία μετά την άλλη οι τράπεζες, επιλύοντας έτσι νωρίτερα ένα ζήτημα που αποτελεί κατάλοιπο της κρίσης. Κοινή συνισταμένη είναι ετησίως να αποσβένουν επιπλέον ποσό 29% του μερίσματος που θα διανείμουν, γεγονός που θα οδηγήσει στον μηδενισμό του σχεδόν μία οκταετία πριν από τον αρχικό σχεδιασμό.
Πιο αναλυτικά, η Τράπεζα Πειραιώς σχεδιάζει έως το 2034 να έχει μηδενίσει το DTC, που στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου είχε διαμορφωθεί σε 3,1 δισ. ευρώ, η Eurobank με αναβαλλόμενο 3,1 δισ. ευρώ ή 36% με βάση το CET1 (σ.σ.: από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των συστημικών ομίλων) θα τον έχει αποσβέσει έως το 2033, η ΕΤΕ επίσης έως το 2032-2033 (DTC στα 3,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 55% του συνόλου των κεφαλαίων) και η Alpha Bank θα ολοκληρώσει την αποπληρωμή του αναβαλλόμενου φόρου το 2033, οχτώ, δηλαδή, χρόνια νωρίτερα του προγραμματισμένου.
Πηγή: capital.gr