Ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» έχει πάψει προ πολλού να είναι ψυχρός. Αυτό επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερο από τις εξελίξεις στην Ουκρανία μετά την απόφαση των ΗΠΑ να επιτρέψουν τη χρήση πυραυλικών συστημάτων που μπορούν να χτυπήσουν σε σημαντικό βάθος μέσα στο έδαφος της Ρωσίας. Η χρήση αυτών των πυραυλικών συστημάτων ήταν ένα πάγιο αίτημα της κυβέρνησης Ζελένσκι που δεδομένου ότι δεν μπορεί να αλλάξει το συσχετισμό που διαμορφώνεται στο έδαφος, όπου σταδιακά οι ρωσικές δυνάμεις δείχνουν να επιτυγχάνουν το στόχο τους, υποστήριζε ότι η μόνη λύση ήταν χτυπήματα σε ρωσικό έδαφος, σε σημαντικό βάθος και με μεγάλο κόστος, ώστε υπό το βάρος τους η ρωσική κυβέρνηση– που μέχρι τώρα στηρίζεται στο ότι στο έδαφος της ίδιας της Ρωσίας δεν υπάρχουν σημαντικά πλήγματα – να υποχρεωθεί να αλλάξει κατεύθυνση και να υποχωρήσει, κυρίως υπό το βάρος μιας μεγάλης μεταστροφής της κοινής γνώμης στη Ρωσία που προς το παρόν παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτική απέναντι στην πολιτική του προέδρου Πούτιν.
Άλλωστε, είναι σαφές ότι παρά την επίσημη δικαιολογία ότι κυρίως θα χρησιμοποιηθούν για να πλήξουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και ιδίως τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται από βορειοκορεατικό στρατιωτικό προσωπικό που, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, υποστηρίζει την ρωσική στρατιωτική επιχείρηση, είναι προφανές ότι η ουκρανική πλευρά επιδιώκει να καταφέρει χτυπήματα και σε πολιτικούς στόχους και υποδομές ανάλογα με αυτά που δέχεται από τη ρωσική πλευρά το τελευταίο διάστημα.
Ωστόσο, τα χτυπήματα αυτά θα σημαίνουν σε μεγάλο βαθμό μια άμεση σύγκρουση ανάμεσα στις ρωσικές και τις δυτικές δυνάμεις. Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι είναι οι δυτικές δυνάμεις που θα τα παραχωρήσουν αλλά και με το ότι θα χρειαστούν δυτικό στρατιωτικό προσωπικό για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν. Πράγμα που σημαίνει ότι τυχόν ρωσική αντεπίθεση π.χ. για να καταστραφούν εγκαταστάσεις σχετιζόμενες με αυτά τα συστήματα θα φέρει σημαίνει πιθανώς και επίθεση σε δυτικό στρατιωτικό προσωπικό.
Την ίδια στιγμή δεν είναι δεδομένο ότι ακόμη και έτσι θα υπάρξει μια σημαντική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης στο έδαφος. Είναι σαφές ότι η ουκρανική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα να οργανώσει κάποιου είδους μεγάλη αντεπίθεση ικανή να ανακαταλάβει σημαντικό μέρος των εδαφών. Ακόμη και η επιχείρηση στο Κουρσκ δεν μπόρεσε να αλλάξει τα πράγματα παρά τον συμβολισμό της εισβολής σε ρωσικό έδαφος. Τα χτυπήματα με πυραυλικά συστήματα θα έχουν κόστος για τη Ρωσία που όμως έχει δείξει ότι μπορεί να απαντήσει με ανάλογο τρόπο σε σχέση με τις ουκρανικές υποδομές. Και βέβαια υπάρχει πάντα ο μεγάλος κίνδυνος η Ρωσία να απαντήσει με ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση, εάν κρίνουμε και από τις κατά καιρούς υπενθυμίσεις ότι το ρωσικό αμυντικό δόγμα περιλαμβάνει και τη χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση άμεσης απειλής για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η αμερικανική απόφαση αποσκοπεί στο να φέρει εκείνη την εξισορρόπηση στο πεδίο των μαχών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση για μια ειρηνευτική διαδικασία. Όμως, μέχρι τώρα ούτε οι ΗΠΑ ούτε οι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ έχουν τοποθετηθεί επισήμως υπέρ μιας ειρηνευτικής διαδικασίας που θα λάμβανε υπόψη τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στο έδαφος. Αντιθέτως, η επίσημη θέση παραμένει η ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο και η ικανοποίηση των αιτημάτων της ουκρανικής κυβέρνησης, που πρακτικά θέλει πλήρη ανακατάληψη των εδαφών.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, επίσης, ότι όλα αυτά αντανακλούν και τις τοποθετήσεις εκείνων των μερίδων μέσα στο αμυντικό και διπλωματικό κατεστημένο των ΗΠΑ που θεωρούν ότι δεν πρέπει να υπάρξει κάποια υποχωρητική στάση στην αναπόφευκτη σύγκρουση με τη Ρωσία (και μεσοπρόθεσμα την Κίνα) και που διευκολύνονται από μια απερχόμενη κυβέρνηση που προεκλογικά δεν μπορούσε να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Είναι, άλλωστε, και ένας τρόπος ώστε ο Ντόναλντ Τραμπ να «παραλάβει» μια κατάσταση ήδη διαμορφωμένη στην κατεύθυνση της παράτασης της σύγκρουσης, την ώρα που η ρητορική του ίδιου του νεοεκλεγέντος προέδρου σαφώς παραπέμπει προς την επιδίωξη μιας ειρηνευτικής διαδικασίας που φαίνεται ότι ήδη βρίσκει ευήκοα ώτα σε μια Ευρώπη που έχει πληρώσει σημαντικό κόστος από τη σύγκρουση.
Μόνο που όλα αυτά στην πράξη ισοδυναμούν με ένα πολύ επικίνδυνο «παιχνίδι με τη φωτιά», ιδίως από τη στιγμή που αυτή τη στιγμή δεν είναι σαφές ποιου είδους θα είναι τελικά η ρωσική απάντηση σε τυχόν χτυπήματα εντός του ρωσικού εδάφους και σε απόσταση από τα σύνορα. Ας μην ξεχνάμε ότι το γεγονός ότι ούτως ή άλλως απέτυχε εξαρχής μια δυτική προσπάθεια απομόνωσης της Ρωσίας, αντιθέτως μεγάλο μέρος του πλανήτη εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει ως συνομιλητή (και συναλλασσόμενο), σημαίνει ότι η Μόσχα κάνει σχεδιασμούς έχοντας αυτή την αφετηρία (συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας να έχει επωφελείς για αυτήν συνεργασίας σε επίπεδο στρατιωτικού εξοπλισμού και υποστήριξης).
Και βέβαια μια σύγκρουση που θα παίρνει ολοένα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας άμεσης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Ρωσία και δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις διαμορφώνει ένα νέο τοπίο, ιδίως ως προς τη δυσκολία να διακρίνει κανείς μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή τη κλιμάκωση. Μένει να δούμε, βεβαίως, σε ποιον βαθμό θα γίνει πράξη η αμερικανική απόφαση και κυρίως εάν θα συνεχιστεί και μετά την ορκωμοσία του νέου Προέδρου.
Πηγή: tanea.gr