Το τελευταίο διάστημα, και ιδιαίτερα μετά την επίσκεψη του κ. Φιντάν στην Αθήνα, οι ομάδες του «πατριωτικού μετώπου» έχουν οργιάσει με μια συγχορδία παρεμβάσεων, με καταστροφολογικό περιεχόμενο, που δίνει την εντύπωση ότι η απλή επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου θα σημαίνει και το τέλος της πατρίδας μας, πως όλα έχουν προετοιμαστεί σε απόκρυφα εργαστήρια χάλκευσης υποχωρήσεων εις βάρος μας και πως το δίδυμο των κκ. Μητσοτάκη και Γεραπετρίτη είναι έτοιμο να παραδώσει στην Τουρκία τα ιερά και τα όσια της πατρίδας.
Το αντίθετο, ακριβώς, συμβαίνει. Οι δύο ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής, ακριβώς επειδή έχουν τους μαινόμενους εθνοπατέρες, είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στις κινήσεις τους, τόσο προσεκτικοί, ώστε να απομακρύνονται από την παράδοση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας και ο θεμελιωτής μιας σύγχρονης αντίληψης ευρωπαϊκής πολιτικής. Ας θυμηθούμε το έργο του στην εξωτερική πολιτική:
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πολύ σύντομα έπειτα από μια καταστροφή του Ελληνισμού (η Κυπριακή Τραγωδία, για τον πρώτο, η Μικρασιατική Καταστροφή για τον δεύτερο), δεν δίστασε να ανοίξει διάλογο με τον αντίπαλο, σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στα προβλήματα του Αιγαίου. Και επαναλαμβάνω λίγους μήνες μετά την τραγωδία του Ελληνισμού στην Κύπρο, και με ανοιχτό το θέμα των προσφύγων και της βίαιης μετεγκατάστασης 200.000 Ελληνοκυπρίων στο ελεύθερο τμήμα του νησιού. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δέχθηκε έναν διάλογο με την Τουρκία «εφ’ όλης» της ύλης, δηλαδή με όλες τις λογικές και παράλογες αξιώσεις της γείτονος, που από τότε είχε αρχίσει να αμφισβητεί το καθεστώς του Αιγαίου. Κι οι οποίες περιλάμβαναν, εκτός της υφαλοκρηπίδας (η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ήταν άγνωστη τότε), τον εθνικό εναέριο χώρο των 10 ν.μ., τον χώρο ελέγχου της διεθνούς αεροπλοΐας (τον γνωστό ως FIR), τον επιχειρησιακό έλεγχο του ΝΑΤΟ, την αποστρατιωτικοποίηση των ακραίων ανατολικών νησιών μας, και, πιο περιορισμένα, τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, στην οποία αναφερόταν ως τουρκική. Και ο μεγάλος αυτός ηγέτης δέχθηκε να τα συζήτησε όλα αυτά, με την ισχυρή ομάδα δύο διακεκριμένων ελλήνων διπλωματών, που, δυστυχώς, δεν βρίσκονται πια στη ζωή, του Θεοδωρόπουλου και του Τζούνη, και άλλων άξιων διπλωματών του υπουργείου των Εξωτερικών, που μετείχαν στην ομάδα υποστήριξης των δύο διπλωματών. Και οι συνομιλίες πήγαιναν σχετικά καλά, με αποτέλεσμα να διαχωριστεί η υφαλοκρηπίδα από τις άλλες δευτερογενείς διαφορές, με την απόφαση των ηγετών των δύο χωρών, και να αποφασιστεί η παραπομπή της στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, στη Χάγη, που πάρθηκε στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 1975. Αυτή η απόφαση ανατράπηκε από τον Ντεμιρέλ, με την επιστροφή του στην Αγκυρα, κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις της αντιπολίτευσης του Ετζεβίτ, και τμήματος της συμπολίτευσης, που διαφωνούσε ριζικά στη μεταβολή των πολιτικών διαφορών μας, όπως τις χαρακτήριζαν, σε καθαρά νομικές. Και, παρά την αναμφισβήτητη υπαιτιότητα της Τουρκίας στο θέμα αυτό, ο Καραμανλής συνέχισε τις διαπραγματεύσεις, και μετά την αποτυχία της μονομερούς προσφυγής μας στη Χάγη.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ηγέτης μεγάλου διαμετρήματος. Αντιλήφθηκε, πρώτος αυτός, τη μεγάλη σημασία της καλής γειτονίας με τις συνορεύουσες χώρες, και την ανάγκη φιλικών σχέσεων με αυτές. Είναι ο πρώτος που παραδέχθηκε ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη, κι ότι και η Τουρκία έχει δικαιώματα σε αυτήν. Κι είναι ο πρώτος, που επισήμανε στον τούρκο συνομιλητή του ότι αν θέλαμε να έχουμε αιγιαλίτιδα 12 ν.μ. θα το είχαμε ήδη κάνει. Μόνο ο κ. Σημίτης αποδέχθηκε, στη Μαδρίτη, το 1997, ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο, και αργότερα η υπουργός Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη πως το Αιγαίο δεν αποτελεί ελληνική λίμνη. Αυτά για να αποδώσουμε εύσημα στους δύο ρηξικέλευθους πολιτικούς, που αγνόησαν το πολιτικό κόστος εις όφελος της αλήθειας.
Απέναντι σε αυτήν την οραματική πολιτική, που δεν κατέληξε πουθενά εξαιτίας της κυβερνητικής αλλαγής, έχουμε σήμερα μια προσπάθεια επανέναρξης του διαλόγου με έναν ισχυρό αντίπαλο, με τον οποίο θα πρέπει ή να διαπραγματευθούμε ή να τον πολεμήσουμε, όπως και πάλι είχε τονίσει ο Καραμανλής. Και, βεβαίως, παρά την έκβαση της ένοπλης αντιπαράθεσης, έστω και αν είναι νικηφόρα για την Ελλάδα, οι καταστροφικές συνέπειες μιας τέτοιας σύγκρουσης θα είναι αδιαμφισβήτητες. Θα επιστρέψουμε στην εποχή του χαλκού, έστω και εάν ο πόλεμος κρατήσει λίγες μέρες ή ώρες, με την επέμβαση ψυχραιμότερων συμμάχων, που θεωρούν ότι σύγκρουση ανάμεσα σε συμμάχους είναι αδιανόητη.
Κι ενώ έχουμε σήμερα, μετά είκοσι τουλάχιστον χρόνια ψυχρού και ημί-θερμου πολέμου με την Τουρκία, μια περίοδο σχετικής γαλήνης, τα εύσημα της οποίας πρέπει να δοθούν στην Τουρκία, η οποία εγκαινίασε μια άλλη συμπεριφορά, χωρίς να μετατρέπει το εύρος των διεκδικήσεών της, και χωρίς να κάνει συμβιβασμούς στις περιπτώσεις που πιστεύει πως θίγονται τα συμφέροντά της (βλ. επεισόδιο Κάσου), εμείς δεν θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε αυτήν την κατάσταση για να βγούμε από τα αδιέξοδα που μας προκαλούσαν οι υπερπτήσεις των τουρκικών μαχητικών και η παρουσία του τουρκικού στόλου κοντά στην αιγιαλίτιδα ζώνη μας; Και οι καλόπιστες ενέργειές μας, να ξεκινήσουμε τον διάλογο, χωρίς ουσιαστικές παραχωρήσεις, δεν θα έπρεπε να επιβραβεύονται από όλους, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, όσο διαρκούν; Φυσικά μια μεγάλη μερίδα των τουρκικών διεκδικήσεων και αιτιάσεων είναι υπερβολικές και κακόπιστες. Οπως λ.χ. η προσπάθεια της νεότευκτης διεκδίκησης ότι το θέμα πως εμείς με το να στρατιωτικοποιήσουμε τα νησιά παραβιάζουμε την υπό διαλυτική αίρεση κυριαρχία μας σε αυτά, άρα τα νησιά μας αυτά θα πρέπει να επανέλθουν στον αρχικό κυρίαρχό τους, που είναι η σύγχρονη Τουρκία, διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι επιχείρημα επιστημονικής φαντασίας. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς παράλογο και εξωφρενικό, αφού η κυριαρχία δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, παρά μόνο αν ρητά αναφέρεται σε συγκεκριμένη συνθήκη. Και η Συνθήκη της Λωζάννης πουθενά δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Για να μην επικαλεστώ τα 3 μίλια που αυτή η Συνθήκη έδινε ως δικαίωμα στην Τουρκία για τα δικά της νησιά.
Εν κατακλείδι, χωρίς να προτείνω επιστροφή στη ρηξικέλευθη πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφού πολύ νερό έχει τρέξει στο αυλάκι, ας αφήσουμε αυτή την κυβέρνηση να επιτελέσει το έργο της προσέγγισης, χωρίς πάθος και φοβίες. Ο προληπτικός έλεγχος, πάνω σε ανυπόστατους φόβους, μόνο κακό μπορεί να κάνει. Υπάρχει χρόνος για ένα κατασταλτικό, αν τα πράγματα δείξουν πως δεν πηγαίνουν καλά. Πάντοτε, όμως, έχοντας στον νου τη ρήση του Καραμανλή ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη και μόνο.
Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών
Πηγή: tanea.gr