Του Χάρη Φλουδόπουλου
Η αβεβαιότητα που επικρατεί στις ενεργειακές αγορές, η απότομη πτώση της θερμοκρασίας και η άνοδος της ζήτησης για ενέργεια, σε συνδυασμό με τη μείωση της παραγωγής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο, δημιουργούν ένα νέο σκηνικό ανησυχίας για την ενεργειακή τροφοδοσία της ΕΕ και την πορεία των τιμών της ενέργειας.
Οι ανησυχίες αυτές αποτυπώνονται τις τελευταίες ημέρες στη διακύμανση των τιμών του φυσικού αερίου TTF οι οποίες πλησίασαν το όριο των 50 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όταν μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο βρίσκονταν στα 35 ευρώ και στις αρχές του μήνα στα 39,1 ευρώ η μεγαβατώρα. Δηλαδή μέσα στο μήνα η τιμή του φυσικού αερίου έχει κάνει ένα ράλι της τάξης του 23% φτάνοντας σε επίπεδα τιμών που είχε να δει από τον Οκτώβριο του 2023.
Μάλιστα οι αναλυτές αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους με τη Goldman Sachs να επισημαίνει ότι εάν επαληθευτούν μια σειρά από αρνητικές προβλέψεις για την αγορά, όπως για παράδειγμα να υπάρξουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις στα έργα LNG, τότε οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μπορούσαν να εκτιναχθούν έως και τα 77 ευρώ η μεγαβατώρα.
Αν και η τιμή αυτή απέχει από τα επίπεδα των 350 ευρώ η μεγαβατώρα που είχαμε δει το καλοκαίρι του 2022 στην κορύφωση της μεγάλης ενεργειακής κρίσης, εντούτοις είναι σαφές ότι η ενεργειακή αγορά και κατ᾽ επέκταση η οικονομία της Ευρώπης πιθανόν να βρεθούν μπροστά σε μια νέα δοκιμασία. Άλλωστε οι επιπτώσεις από την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου είναι πολλαπλές και αγγίζουν ολόκληρη την αγορά, αρχής γενομένης από τον ηλεκτρισμό όπου αυξάνονται οι τιμές και επιβαρύνονται καταναλωτές, επιχειρήσεις και βιομηχανία. Οι αυξημένες ενεργειακές τιμές θα αυξήσουν το ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και βιομηχανίες, πιθανόν υπονομεύοντας τις προσπάθειες για οικονομική ανάκαμψη και τροφοδοτώντας εκ νέου πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία της Ευρώπης.
Οι λόγοι
Πίσω από την νέα άνοδο των τιμών του αερίου κρύβονται μια σειρά από λόγοι, όπως οι υπερβολικά χαμηλές για την εποχή θερμοκρασίες στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, την ίδια στιγμή που η παραγωγή αιολικής ενέργειας καταγράφει μείωση, αυξάνοντας την ανάγκη για παραγωγή ηλεκτρισμού από μονάδες φυσικού αερίου. Η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας μάλιστα έχει οδηγήσει το στοκ του φυσικού αερίου στις αποθήκες της ΕΕ να πέσει κάτω από το όριο του 90% προτού καν μπούμε επίσημα στο φετινό χειμώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις 2 πρώτες εβδομάδες του Νοεμβρίου καταναλώθηκαν περίπου 4,29 δις κυβικά μέτρα ή αλλιώς το 4% της πλήρους χωρητικότητας αποθήκευσης αερίου της Ευρώπης, οδηγώντας τα στοκαρισμένα αποθέματα σε ποσοστό περίπου 88%, χαμηλότερα από το μέσο όρο της πενταετίας. Έτσι πλέον το πιθανότερο σενάριο είναι μετά το φετινό χειμώνα, την άνοιξη του 2025 τα αποθέματα να πέσουν κάτω από το 50%, που σημαίνει ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί να αγοράσει πολύ περισσότερο φυσικό αέριο φέτος για να αποκαταστήσει την αποθήκευση αερίου σε σχεδόν πλήρη επίπεδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση των τιμών.
Πάντως την αφορμή για το ανοδικό ξέσπασμα των τιμών του αερίου την έδωσε μια εξέλιξη με γεωπολιτική χροιά: η είδηση ότι η ρωσική Gazprom διέκοψε τη ροή φυσικού αερίου προς την Αυστρία στις 16 Νοεμβρίου, λόγω διαφωνίας μεταξύ των χωρών. Επιπρόσθετα την 1η Ιανουαρίου του 2025 τερματίζεται η μεγάλη σύμβαση που επιτρέπει τη διαμετακόμιση ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω περίπου το 5% των εισαγωγών αερίου της ΕΕ. Αν και πλέον περίπου 14 δις κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου εξάγονται στην Ευρώπη (όταν οι συνολικές ανάγκες της ηπείρου υπολογίζονται σε 370 δις κυβικά μέτρα), κάθε πρόσκομμα στην ομαλή προμήθεια μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Αξίζει να αναφερθεί τέλος ότι σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η επίπτωση της ανόδου του φυσικού αερίου τον τρέχοντα μήνα αναμένεται να φανεί στην αγορά ηλεκτρισμού κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, λόγω του τρόπου με τον οποίο τιμολογείται το φυσικό αέριο. Ουσιαστικά, η αναταραχή στην αγορά του φυσικού αερίου προδιαγράφει παράταση των υψηλών τιμών συνολικά στην ενεργειακή αγορά και κυρίως στον ηλεκτρισμό που αφορά και τους περισσότερους καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Πηγή: capital.gr