Η προειδοποίηση του μεγάλου αμερικανού φιλοσόφου δεν εισακούστηκε. Και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που είχε προβλέψει. Αν θέλουν λοιπόν οι Δημοκρατικοί να ανακάμψουν, γράφει ο οικονομολόγος του LSE Ντάνιελ Τσάντλερ στους «New York Times», στις ιδέες του Ρωλς πρέπει να στραφούν. Να θυμηθούν, για παράδειγμα, το περίφημο πείραμα σκέψης με το «πέπλο της άγνοιας»: πώς θα οργάνωνε κανείς μια δίκαιη κοινωνία αν δεν γνώριζε την κοινωνική του θέση, δηλαδή τη φυλή του, τη θρησκεία του ή τις οικονομικές του απολαβές. Πώς θα έκοβε μια τούρτα αν δεν ήξερε ποιο κομμάτι προορίζεται γι’ αυτόν.
Ενα πολιτικό κόμμα που εμπνέεται από τον Ρωλς τάσσεται υπέρ μιας συμπεριληπτικής και ανεκτικής κοινωνίας. Υποστηρίζει τη συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ως ίσων. Επιδιώκει όχι μόνο τη διόρθωση των ανισοτήτων μέσω της αναδιανομής του πλούτου (redistribution), αλλά και την πρόληψή τους μέσω της προώθησης αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, της δίκαιης κατανομής του πλούτου και της μεγαλύτερης δημοκρατίας στον χώρο εργασίας (pre-distribution). Ακολουθεί μια φιλεργατική ατζέντα που απαντά στις ανησυχίες των ψηφοφόρων με μη πανεπιστημιακή μόρφωση και τους προσφέρει όχι μόνο καλύτερες απολαβές, αλλά ένα νόημα, ένα κοινοτικό πνεύμα και μια ευκαιρία να συμβάλουν στην κοινωνία.
Είναι αυτό που ο γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Αξελ Χόνετ αποκαλεί «αναγνώριση». Τα λιγότερο ευνοημένα μέλη μιας κοινωνίας υποφέρουν όχι μόνο επειδή στερούνται υλικών αγαθών και εξουσίας, αλλά και επειδή δεν αναγνωρίζονται γι’ αυτό που είναι και κάνουν. Επειδή οι ελίτ τούς αγνοούν και τους εξευτελίζουν.
Καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών στο τμήμα φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Columbia και κοινωνικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, όπου διαδέχθηκε τον Χάμπερμας, ο Χόνετ ανήκει στην «τρίτη γενιά» φιλοσόφων, μετά τους «πατέρες» της κριτικής θεωρίας (Μαξ Χορκχάιμερ, Τέοντορ Αντόρνο), μετά τη γενιά του Χάμπερμας και πριν απ’αυτήν που απαρτίζουν σήμερα η Ραχέλ Γιάγκι και ο Χάρτμουτ Ρόζα. Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο εργαζόμενος ηγεμόνας», αναπτύσσει τον προβληματισμό του για τις σχέσεις ανάμεσα στην οργάνωση της κοινωνικής εργασίας, που υπόκειται σε ισχυρές μεταλλάξεις, και τη δημοκρατική ζωή των κοινωνιών μας.
Σε μια δημοκρατία, παρατηρεί ο συγγραφέας, ο κυρίαρχος λαός δεν αποτελείται μόνο από ανθρώπους που ψηφίζουν, αλλά και από ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους εργάζονται. Ο λαός είναι ο «εργαζόμενος ηγεμόνας»: αυτό σημαίνει λοιπόν ότι η εργασία συνιστά τον χώρο στον οποίο τα άτομα έχουν καθημερινά την αίσθηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινωνία, που γίνεται αντιληπτή ως μια «κοινή επιχείρηση»; Η πραγματικότητα βέβαια δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, ειδυλλιακή. Ο ανταγωνισμός και η εκμετάλλευση καταστρέφουν κάθε έννοια συνεργασίας. Αξίζει όμως να σκεφθούμε ποια θα μπορούσε να είναι μια καλή οργάνωση της κοινωνικής εργασίας, η οποία θα ευνοούσε με τη σειρά της τη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής βούλησης.
Ο Χόνετ ξεκινά από τρεις παρατηρήσεις, σημειώνει ο βιβλιοκριτικός της «Monde». Η πρώτη απορρέει από την κριτική της αποξένωσης: «Η κοινωνική εργασία είναι καλά οργανωμένη μόνο όταν όλοι οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν στην εργασία τους αποκλειστικά ανθρώπινες δυνατότητες, όπως η συνεργασία και η δημιουργική επεξεργασία των υλικών». Η δεύτερη σχετίζεται με την έννοια της αυτονομίας: «Η κοινωνική εργασία οργανώνεται με ικανοποιητικό και δίκαιο τρόπο μόνο από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι δεν υπόκεινται πλέον στην αυθαίρετη εξουσία των διευθυντών των επιχειρήσεων ή των εργοδοτών». Η τρίτη, και σημαντικότερη, συνδέεται με τη δημοκρατία: «Υπατος στόχος της εργασίας είναι η διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης όλων των πολιτών μιας κοινότητας».
Mε βάση αυτές τις παρατηρήσεις, ο γερμανός φιλόσοφος προτείνει πέντε θεμελιώδεις αξίες, χωρίς τις οποίες η επαγγελματική δραστηριότητα δεν μπορεί να οδηγήσει στη δημοκρατική διαμόρφωση της βούλησης. Την «οικονομική ανεξαρτησία», που εγγυάται την υπαρξιακή εμπιστοσύνη σε ένα εξασφαλισμένο μέλλον. Ενα «χρονικό διάστημα εκτός εργασίας», όπου ο καθένας κάνει αυτό που θέλει. Εναν «βαθμό αυτοεκτίμησης», που επιτρέπει τη συμμετοχή στον δημόσιο χώρο. Μια «εξοικείωση με τις πρακτικές της δημοκρατικής συνεργασίας», που κατακτάται στην εργασία με τον διάλογο, τις συνελεύσεις και την άσκηση της διαπραγμάτευσης. Μια «ευρεία εμβέλεια καθηκόντων», που αποτρέπει την πνευματική νωθρότητα εξαιτίας της μονοτονίας, της επανάληψης των κινήσεων και της απομόνωσης.
Η εργασία, για τον Χόνετ, δεν συνίσταται μόνο στην άσκηση μιας σωματικής ή πνευματικής δύναμης σε ένα υλικό (ξύλο) για τη μετατροπή του σε αντικείμενο (καρέκλα). Περιλαμβάνει και όλες τις δραστηριότητες που συντηρούν τη δεδομένη μορφή ζωής σε μια κοινότητα και συμβάλλουν στη συνεργασία: οικιακά καθήκοντα (εκπαίδευση, φροντίδα των παιδιών, μαγείρεμα, νοικοκυριό), υπηρεσίες αρωγής, κοινωνικός εθελοντισμός.
Πηγή: tanea.gr