«Με γυρνάτε έξι χρόνια πίσω, δεν ξέρω πόσο νόημα έχει αυτή η συζήτηση»: η ερώτηση που δέχτηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία του συνέντευξη (Alpha), αφορούσε την κριτική του στην επιδοματική πολιτική του Αλέξη Τσίπρα. Οι τελευταίες εξελίξεις συμφωνούν μαζί του – η επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ακόμα και με τον τρόπο που έγινε, κλείνει τον δεύτερο κύκλο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και βάζει τελεία, θεσμικά πλέον, στο δίπολο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που σφράγισε την τελευταία δεκαπενταετία, επαναφέροντας το πολιτικό σύστημα σε ένα γνώριμο σχήμα.
Aπό τη Μεταπολίτευση έως σήμερα
Ολοι ξέρουν πώς ξεκίνησαν τα πράγματα: από την αρχή της Μεταπολίτευσης, έγινε σαφές πως ένας ισχυρός πόλος (όπως ήταν η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή), από μόνος του, δεν αρκεί για την εδραίωση και την εμβάθυνση της νεότευκτης Ελληνικής Δημοκρατίας. H ίδρυση και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσε την αρχιτεκτονική που πολίτες και πολιτικοί έμαθαν να αναγνωρίζουν ως κανονικότητα. Ο συντηρητικός πόλος απέκτησε προοδευτικό ισοδύναμο και έτσι το πολίτευμα, με την εναλλαγή των δύο πλευρών στην εξουσία επί δεκαετίες, κέρδισε ένα ακόμα σύστημα ελέγχου. Η αλυσίδα έσπασε στην δημοσιονομική κρίση, όταν το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε μετά την επιλογή διαχείρισης της λιτότητας. Στις εκλογές του 2012, μια άλλη δύναμη ανέλαβε τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης – σε τρία χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναλάμβανε τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας, ρόλο που κράτησε μέχρι το 2019. Παρότι η δυναμική του έπεφτε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, συνέχιζε να λειτουργεί υπό την προοπτική της πιθανής πρωτιάς. Μετά τις εκλογές του 2023, οι αλλαγές στην ηγεσία, οι πολλαπλές διασπάσεις και η παρατεταμένη εσωστρέφεια έφεραν το δημοσκοπικό ποσοστό στο μονοψήφιο και το ΠΑΣΟΚ, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, βρέθηκε ξανά εντός του δικομματικού διπόλου – με τάσεις ενίσχυσης του ποσοστού του και με την ηγεσία του να δηλώνει έτοιμη να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Τέλος το αντιΜνημόνιο και το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο
Δεν είναι μόνο η αλλαγή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που επιτρέπει σε κάποιον να βάλει τελεία στον δικομματισμό της κρίσης. Το νέο δίπολο χτίστηκε, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, στο αντιΜνημόνιο και στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Η ρητορική κατά της λιτότητας υιοθετήθηκε στην αρχή από όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και αργότερα, μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Λουκά Παπαδήμο, εκπροσωπήθηκε κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ – παρότι η έκφρασή του δεξιά της Δεξιάς ήταν και ένας από τους λόγους αύξησης των ποσοστών της Χρυσής Αυγής. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την παραδοσιακή βάση του ΠΑΣΟΚ που δυσαρεστήθηκε από τις αλλαγές στην καθημερινότητά της: οι δημοσκοπήσεις της εποχής, αλλά και τα όσα ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν πως ένα σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ διάλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ, στην αρχή ως βασική αντιπολιτευτική δύναμη και έπειτα ως κορμό μιας κυβέρνησης που θα πρόσφερε εναλλακτική στην πολιτική εφαρμογή των μνημονιακών επιταγών, όπως είχε υποσχεθεί.
Το αντιΜνημόνιο έσπασε πρώτο, στα δραματικά γεγονότα του 2015, στη συνειδητοποίηση πως όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν στη Μεταπολίτευση, κεντροδεξιά, κεντροαριστερά ή αριστερά, είχαν πια τη ρετσινιά μιας συμφωνίας με τους εταίρους. Το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, από την άλλη, είχε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, γιατί βασιζόταν αφενός στην αναντιστοιχία προεκλογικών υποσχέσεων και κυβερνητικών επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου στη μετωπική σύγκρουσή του με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που μόλις είχαν ολοκληρώσει μια δίχρονη κυβερνητική συνεργασία, πρωτοφανή για τα ως τότε ελληνικά δεδομένα κυβερνητικών συνασπισμών. Οχι μόνο για τα όσα συνέβησαν στις πλατείες του δημοψηφίσματος, αλλά εκτείνοντας τη βεντάλια στην αμφισβήτηση του ύφους, της νοοτροπίας, αλλά και της κυβερνητικής διαχείρισης, ακόμα και σε κρίσιμα θέματα όπως η Συμφωνία των Πρεσπών ή η μεταναστευτική κρίση. Οι ήττες στις εκλογές, η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και η σταδιακή απαγκίστρωση του ΠΑΣΟΚ από την προοπτική της συνεργασίας με τη ΝΔ, που περιγράφηκε ως αυτόνομη πορεία από τη Φώφη Γεννηματά και αργότερα από τον Νίκο Ανδρουλάκη, επέτρεψαν στη Χαριλάου Τρικούπη να καρπωθεί τη σταθερή πορεία του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και εν μέσω εσωκομματικών αναταραχών. Ο «μπαμπούλας» της επιστροφής ενός ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτός του 2015 δεν υπάρχει πια για τη ΝΔ – όχι μόνο γιατί απέναντί της έχει ξανά το ΠΑΣΟΚ, αλλά γιατί ακόμα και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ο εκφραστής της πιο ακραίας ρητορικής, ο Παύλος Πολάκης, έχασε καθαρά στην εσωκομματική κάλπη.
Γνώριµα κόµµατα, διαφορετικές συνθήκες
Γυρίζουμε λοιπόν στη μεταπολιτευτική αφετηρία; Τα κόμματα που απαρτίζουν τον επόμενο κύκλο του δικομματισμού είναι μεν γνώριμα, οι συνθήκες όμως δεν είναι οι ίδιες: το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται να καθιερωθεί στη θέση του έπειτα από κάλπη, έχοντας σε επιτελικές θέσεις μια γενιά πολιτικών που δεν έχουν κυβερνητική εμπειρία και θα κληθούν να κάνουν εντατική δουλειά το επόμενο διάστημα. Κι αυτό, ενώ ο κατακερματισμός στον χώρο της Αριστεράς αποτελεί ακόμα αστάθμητο παράγοντα – είναι πολύ νωρίς, λένε οι αναλυτές, για να φανεί ποιο σχήμα θα συναντήσει εξ αριστερών και πώς θα επιλέξει να το διαχειριστεί.
Πηγή: tanea.gr