Ποιος είναι, τελικώς, ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης σήμερα; Είναι, άραγε, η Γερμανία του Ολαφ Σολτς, ο οποίος αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου, με βασικό επίδικο την αναθεώρηση του «φρένου χρέους» στο σύνταγμα; Ή μήπως είναι η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν και του Μισέλ Μπαρνιέ, η κυβέρνηση των οποίων δεν αποκλείεται να βρεθεί αντιμέτωπη με μια πρόταση μομφής της αντιπολίτευσης και να ανατραπεί πολύ σύντομα και πάντως πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, με αιχμή τον προϋπολογισμό του 2025;
Το σίγουρο είναι, σε κάθε περίπτωση, ότι και στις δύο περιπτώσεις, το αίτιο της πολιτικής κρίσης πρέπει να αναζητηθεί στην οικονομία. Η εξήγηση είναι απλή: Οι αναιμικές επιδόσεις των δύο χωρών που αποτελούν παραδοσιακά την «ατμομηχανή» της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ευρώ, σε μια περίοδο έντασης του ανταγωνισμού – τόσο με την Κίνα όσο και με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ –, προκαλούν κύματα ανασφάλειας στην κοινωνία και τις επιχειρήσεις. Κι αυτά, με τη σειρά τους, γεννούν σοβαρές αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό, σε βαθμό που Βερολίνο και Παρίσι να καλύπτονται ταυτόχρονα από τα βαριά σύννεφα των παράλληλων κυβερνητικών κρίσεων, τα οποία σκοτεινιάζουν και τον ουρανό των Βρυξελλών.
Αυτή την εβδομάδα αναμφίβολα ο μεγάλος και αρνητικός πρωταγωνιστής ήταν η Γαλλία, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα οι εξελίξεις να καταστούν ραγδαίες τις επόμενες ημέρες, καθώς το «καράβι» κινδυνεύει να συντριβεί στα βράχια. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ifop, το 53% των πολιτών επιθυμεί να πέσει η κυβέρνηση Μπαρνιέ, επιβεβαιώνοντας ότι εκτός από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν διαθέτει ούτε την κοινωνική. Ούτε αποτελεί, φυσικά, σύμπτωση η «διαρροή» στη «Le Parisien» (έστω κι αν στη συνέχεια διαψεύστηκε), σύμφωνα με την οποία ο Μακρόν εκμυστηρεύθηκε σε στενούς του συνεργάτες πως «η κυβέρνηση θα πέσει» – κάτι που, με τη σειρά του, θα θέσει και τον ίδιο προ του διλήμματος εάν θα παραιτηθεί (όπως δηλώνει πως επιθυμεί το 63% σε άλλη δημοσκόπηση) ή θα παραμείνει στη θέση του, με όσα ρίσκα αυτό συνεπάγεται.
Εκπέμπουν SOS, αλλά… «Θα προκληθούν ισχυρή καταιγίδα και μεγάλες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές» προειδοποίησε ο Μπαρνιέ την Τρίτη μιλώντας στο δίκτυο TF1 και αναφερόμενος στο – πολύ πιθανό – σενάριο της μη έγκρισης του νέου προϋπολογισμού. Από την πλευρά της η «Monde», σε πρόσφατο κεντρικό άρθρο, προέταξε τον κίνδυνο η οικονομία και η χώρα «να εισέλθουν σε ένα αρνητικό σπιράλ», τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι οι εξελίξεις «έρχονται στη χειρότερη δυνατή στιγμή». Για να εξηγήσει: «Η Κίνα, η οποία επιδιώκει να αναζωογονήσει την οικονομία της μέσω των εξαγωγών, εμφανίζεται ιδιαίτερα επιθετική στο μέτωπο του εμπορίου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, υπάρχει ο κίνδυνος να ανοίξει μια νέα εποχή προστατευτισμού, θύμα του οποίου θα είναι η Ευρώπη, μαζί με την Κίνα».
«Στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει σημάνει συναγερμός» προσθέτει το ίδιο άρθρο, προσδίδοντας πανευρωπαϊκή διάσταση στη γαλλική κρίση. Κι αυτό είναι κάτι που δείχνει να συμμερίζεται και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία θέλησε να παρέμβει με τη συνέντευξή της στους «Financial Times». Εκεί όπου κάλεσε τους ηγέτες της ΕΕ να συνεργαστούν με τον Τραμπ και να «αγοράσουν αμερικανικά» εάν θέλουν να αποφύγουν τον εμπορικό πόλεμο.
Την ίδια στιγμή, η πολιτική ηγεσία της Γαλλίας και προσωπικά ο Μπαρνιέ προσπαθούν να καθησυχάσουν και να στείλουν το μήνυμα ότι «η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα». Πράγματι, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, πρόκειται για τη δεύτερη πιο ισχυρή οικονομία της Ευρώπης – μια χώρα, δηλαδή, για την οποία ισχύει το γνωστό «πολύ μεγάλη για να (αφεθεί να) καταρρεύσει». Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα παραμένει και είναι βαθύ, ενώ αφορά τόσο τη Γαλλία όσο και συνολικά την ΕΕ. Κι αυτό διότι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Σάιμον Κούπερ, επίσης στους «FT», «τα μεγάλα και παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της Ευρώπης προτιμούν να αγνοούν τα γιγαντιαία πολεμικά πλοία που κατευθύνονται προς τα πάνω μας». Τόσο απλά.
Πηγή: tanea.gr