Του Τάσου Δασόπουλου
Σημαντικό κέρδος, που αποτιμάται σήμερα σε 37 δισ. ευρώ, έχει αποφέρει στους οργανισμούς του Δημοσίου ο περιοδικός δανεισμός μέρους των διαθεσίμων τους από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για τις ανάγκες του χρέους, αφού τα διαθέσιμα από 40 δισ. ευρώ που ήταν το 2019, έχουν αυξηθεί σήμερα στα 77 δισ. ευρώ.
Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε από το 2013, όταν η χώρα βρισκόταν ακόμη στον φαύλο κύκλο του δεύτερου προγράμματος διάσωσης. Η σκέψη ήταν ότι η Κεντρική Διοίκηση και εν προκειμένω το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να μπορεί να διαχειρίζεται για τις ανάγκες του τα τραπεζικά διαθέσιμα Ασφαλιστικών Ταμείων, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Δημόσιων Νοσοκομείων και ΝΠΔΔ, αφού ούτως ή άλλως το απόθεμα των οργανισμών αυτών είχε δημιουργηθεί από κρατικές επιχορηγήσεις.
Η πρώτη ουσιαστική κίνηση για τη συνδιαχείριση ήταν ένας νόμος με τον οποίο όλοι αυτοί οι οργανισμοί θα έπρεπε να μεταφέρουν τα διαθέσιμά τους σε έναν κοινό λογαριασμό διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αρχικά, οι αντιδράσεις ήταν μεγάλες, καθώς ο δανεισμός των διαθεσίμων από τον υπουργείο Οικονομικών εγκυμονούσε τον κίνδυνο “εξαφάνισης” των αποθεμάτων αυτών, αφού τότε η Ελλάδα ήταν εξαρτημένη από δόσεις των δανείων του λεγόμενου επίσημου τομέα, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Οι αντιστάσεις στον δανεισμό των διαθεσίμων τους από το κεντρικό δημόσιο κορυφώθηκαν, κυρίως από τα ασφαλιστικά ταμεία, το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ο λόγος ήταν ότι είχαν ήδη χάσει από το 2012 μεγάλο μέρος των ρευστών διαθεσίμων τους από το κούρεμα των ομολόγων τους μέσω του PSI και πλέον η χώρα “φλέρταρε” με την ιδέα της χρεοκοπίας. Μάλιστα, την άνοιξη του ίδιου χρόνου, το υπουργείο Οικονομικών χρειαζόταν να ασκεί σοβαρή πίεση ώστε να εξασφαλίζει μέρος των διαθεσίμων, τα οποία τότε υπολογίζονταν σε 22-24 δισ. ευρώ για να πληρώνει μισθούς και συντάξεις.
Με την υπογραφή του 3ου μνημονίου και τη συμπλήρωση του αρχικού νόμου με διατάξεις που καθιστούσαν υποχρεωτική τη συνδιαχείριση των καταθέσεων του δημόσιων οργανισμών στις τράπεζες, η διαδικασία του δανεισμού έγινε πιο ομαλή, ειδικά μετά τη θέσπιση επιτοκίων δανεισμού της τάξης του 2,7% ενώ τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν μηδενικά.
Πώς προέκυψε το κέρδος
Η αρχική δυσπιστία μετατράπηκε σε απόλυτη αποδοχή από το 2019 και μετά. Ειδικά το έτος 2020, λόγω του κορονοϊού και του υψηλού δανεισμού του δημοσίου για μέτρα στήριξης και περισσότερες υγειονομικές υποδομές και μέσα, ο δανεισμός των τραπεζικών διαθεσίμων των οργανισμών ήταν απολύτως απαραίτητος για να μην πάρει το χρέος ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Στο μεταξύ όμως, η χώρα είχε βγει από τα μνημόνια και πλέον μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές με ιδιαίτερα ευνοϊκά επιτόκια. Παράλληλα, από τα γενναία επιτόκια των repos και της ομαλότερης πορείας της οικονομίας, το υπόλοιπο των διαθεσίμων είχε αυξηθεί στα 40 δισ. ευρώ. Από αυτά, το δημόσιο δανείζονταν περιοδικά με συμφωνίες επαναγοράς περίπου 35 δισ. ευρώ.
Σήμερα, το απόθεμα των καταθέσεων έχει φτάσει πλέον τα 77 δισ. ευρώ. Από αυτά, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δανείζεται τα 53 με 55 δισ. ευρώ για τις ανάγκες του, χωρίς βέβαια κανείς να διαμαρτύρεται. Τούτο, διότι η οικονομία πλέον αναπτύσσεται σταθερά και η ανεργία έχει μειωθεί στα προ της κρίσης επίπεδα. Άρα οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημοτικά τέλη στους ΟΤΑ έχουν αυξηθεί, ενώ και οι υπόλοιποι οργανισμοί λαμβάνουν το “μέρισμα ανάπτυξης” από την ομαλοποίηση των συνθηκών της οικονομίας.
Πηγή: capital.gr