Του Τάσου Δασόπουλου
Η πρόωρη αποπληρωμή 7 δόσεων συνολικού ύψους 18,5 δισ. ευρώ την τριετία 2022-2024, από το διμερές δάνειο των 52,3 δισ. ευρώ με τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF), είναι το πρώτο και πιο φανερό μέρος της στρατηγικής για το χρέος ώστε οι υποχρεώσεις εξυπηρέτησης να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα και μετά το “κομβικό” 2032.
Παρότι για φέτος προγραμματίζεται η αποπληρωμή μιας ακόμη διπλής δόσης ύψους 5,3 δισ. στο ίδιο δάνειο, η στρατηγική είναι το σύνολο των 52,3 δισ. ευρώ είναι να αποπληρωθεί στο σύνολο μέχρι και το 2030 αντί του 2041 που λήγει κανονικά. Αυτό, θα γίνει με σταδιακή μείωση των ταμειακών διαθεσίμων του δημοσίου, τα οποία παραμένουν σταθερά πάνω από τα 32 δις ευρώ. Στην ουσία, πληρώνοντας χρέος (το GLF) με χρέος (δηλαδή τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου), η αποκλιμάκωση του χρέους συνεχίζεται και το ελληνικό δημόσιο, απαλλάσσεται από – σχετικά ακριβό – παλιό χρέος το οποίο εκτός των άλλων, είχε την πολιτική χροιά του απευθείας δανεισμού της Ελλάδας από τους εταίρους της.
Παράλληλα όμως η σταδιακή αποπληρωμή του GLF εξασφαλίζει και τη συνέχιση των χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών του χρέους, στο διηνεκές. Τούτο διότι, το διμερές δάνειο με την Ευρωζώνη είχε μετατραπεί από δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου σε δάνειο σταθερού επιτοκίου μέσω συμβολαίων για swap επιτοκίου. Δηλαδή με χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία έβαζαν “κόφτη” στην άνοδο των επιτοκίων του συγκεκριμένου δανείου. Τα “συμβόλαια” αυτά, που περιόριζαν την άνοδο των επιτοκίων στο διμερές δάνειο, είχαν συναφθεί με διάρκεια μέχρι και το 2041 οπότε θα αποπληρώναμε εμπρόθεσμα το συγκεκριμένο δάνειο. Με την πρόωρη αποπληρωμή των δόσεων, τα swap επιτοκίου μπορούν να μεταφερθούν για να χρησιμοποιηθούν σε νέες εκδόσεις ομολόγων, περιορίζοντας το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι το ετήσιο δανεικό πρόγραμμα του 2025 είναι μόλις 8 δισ. ευρώ, ενώ για το 2024 είχαν εκδοθεί ομόλογα ύψους 9,5 δισ. ευρώ, ενώ έχουμε αποπληρώσει πρόωρα 18,5 δισ. ευρώ από το δάνειο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι νέες εκδόσεις χρέους είναι υπερπροστατευμένες (over hedged) απέναντι σε κάθε διακύμανση των αγορών.
Τι θα γίνει το 2032
Αν η Ελλάδα απαλλαγεί από το διμερές χρέος μέχρι και το 2030 – 2031, θα περάσει πιο ομαλά χρέος στην φάση κατά την οποία θα αρχίσει να αποπληρώνει το χρέος των 90 δισ. ευρώ που πήρε το 2012, μπαίνοντας στο δεύτερο μνημόνιο.
Επίσης, από το 2032 και μετά, θα αρχίσει να εξοφλεί και το κεφάλαιο από τα 67 δισ. ευρώ, τα οποία δανείστηκε από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ του ESM, με την υπογραφή του 3ου μνημονίου. Θεωρητικά, το πρόβλημα σε αυτήν την περίοδο θα είναι οι τόκοι των δανείων του EFSF, οι οποίοι έχουν αναστολή πληρωμής μέχρι και το 2032. Μάλιστα, η Eurostat, θέλοντας να λειτουργήσει “προληπτικά”, έχει εγγράψει τα 12 δισ. από τα συνολικά 24 δισ. των αναβαλλόμενων τόκων στο συγκεκριμένο χρέος. Τούτο δε, παρά την συμφωνία που έγινε για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους το 2018, με την οποία κατοχυρώθηκε η αναβολή πληρωμής των τόκων του δανείου του EFSF, από το 2032 και μετά.
Η αλήθεια είναι πιο ευνοϊκή για την Ελλάδα. Η αποπληρωμή των τόκων, έχει ρυθμιστεί ώστε να είναι ανάλογη της χρήσης του δανείου των 90 δισ. Δεν θα υπάρξει δηλαδή έτος, στο οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει το σύνολο των 24 δισ. από τους τόκους του δανείου του EFSF. Η Ελλάδα θα πληρώνει σταδιακά από το 2033 κάποιους από τους τόκους, οι οποίοι θα φτάσουν σε ένα σημαντικό ποσό, όχι νωρίτερα από το 2038.
Το άνοιγμα στις αγορές
Παράλληλα με την διευθέτηση των “μνημονιακών χρεών” το ΥΠΕΘΟ και ο ΟΔΔΗΧ προσπαθούν ώστε να ολοκληρωθεί η πλήρης μετάβαση της Ελλάδας στις αγορές. Στην παρούσα φάση, περιμένουν το δεύτερο μεγάλο οίκος αξιολόγησης μετά την SCOPE να αναβαθμίσει την Ελλάδα στην Ελλάδα ΒΒΒ μέσα στο πρώτο μισό του 2025. Κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε περισσότερους “ποιοτικούς” επενδυτές στα ελληνικά ομόλογα κλειδώνοντας τις αποδόσεις τους σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα.
Πηγή: capital.gr