Αμηχανία, ανησυχία και θυελλώδεις αντιδράσεις έχουν προκαλέσει στις τάξεις ορισμένων εκ των πιο στενών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών οι προχθεσινές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιστρέφει στον Λευκό Οίκο από την 21η Ιανουαρίου και, ενώ έχει δεσμευτεί προεκλογικά πως θα βάλει ένα γρήγορο τέλος στους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, εμφανίζεται αντ’ αυτού έτοιμος να ανοίξει και νέα μέτωπα, σε Αμερική και Ευρώπη. Να συμπεριφερθεί, δηλαδή, σαν ταύρος εν υαλοπωλείω, μη διστάζοντας να διαλύσει ακόμη και παραδοσιακές συμμαχίες, στην προσπάθειά του να κάνει πράξη το σύνθημα MAGA.
Πρακτικά, το «Κάνουμε Ξανά Μεγάλη την Αμερική» μοιάζει να σημαίνει γι’ αυτόν και επέκταση των συνόρων των ΗΠΑ εις βάρος γειτονικών τους χωρών, όπως ο Παναμάς, η Δανία και ο Καναδάς, ενδεχομένως και το Μεξικό, καθώς προανήγγειλε τη μετονομασία του ομώνυμου κόλπου σε «Κόλπο της Αμερικής». Κι αυτό, χωρίς να αποκλείει τη χρήση οικονομικής ή και στρατιωτικής βίας, ακόμη και εις βάρος συμμάχων του στο ΝΑΤΟ – με αποτέλεσμα, η ανάλυση που δημοσιεύτηκε στη γαλλική «Le Monde» και κάνει λόγο για «νέο αμερικανικό ιμπεριαλισμό» να είναι εξαιρετικά εύστοχη.
Δεν χωράει αμφιβολία, λοιπόν, ότι η αντίδραση της Γαλλίας – η οποία εμφανίστηκε χθες να μιλά πρώτη εκ μέρους όλης της Ευρωπαϊκής Ενωσης – κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί. «Προφανώς, δεν τίθεται καν ζήτημα η ΕΕ να επιτρέψει σε άλλα κράτη του κόσμου να παραβιάσουν τα σύνορά της, όποια και αν είναι αυτά. Είμαστε μια ισχυρή ήπειρος», είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών της, Ζαν-Νοέλ Μπαρό – με λόγια, μάλιστα, τα οποία μέχρι τώρα θα περίμενε κανείς να ακούσει μόνο σε δηλώσεις που αφορούν τη… Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. «Δεν συμμεριζόμαστε τις δηλώσεις του Τραμπ για τη Γροιλανδία και τον Καναδά», είπε λίγο αργότερα και ο καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς.
Χαμηλοί τόνοι
από Δανία, αλλά…
Η ουσία είναι ότι, παρά τη σχετικά ήπια αντίδραση της Δανίας – τόσο η πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της άφησαν «παράθυρο» για ανεξαρτητοποίηση της Γροιλανδίας και παρέπεμψαν την όποια απόφαση στους περίπου 60.000 κατοίκους της, ενώ εμφανίστηκαν έτοιμοι για διάλογο με τις ΗΠΑ αναφορικά με τις «νόμιμες» ανησυχίες τους σε επίπεδο ασφαλείας στην περιοχή –, στον κόσμο έχει ξεκινήσει για τα καλά μια φάση κατακλυσμιαίων αλλαγών, στην οποία τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Γι’ αυτό και ο Τραμπ, ενώ στην πρώτη του θητεία είχε ασχοληθεί με την αγορά της Γροιλανδίας ως μια «ενδιαφέρουσα περίπτωση στο real estate», τώρα ανακαλύπτει τη γεωπολιτική της σημασία.
Γι’ αυτό και ο Μπαρό, αν και ξεκαθάρισε πως δεν θεωρεί πιθανή μια στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ στη Γροιλανδία, η οποία αποτελεί τμήμα της Δανίας, άρα και της ΕΕ, σημείωσε με νόημα: «Εφόσον με ρωτάτε (…) κατά πόσο έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο στην οποία επιβιώνουν μόνο οι πιο ισχυροί, τότε η απάντησή μου είναι “ναι”». Για να επαναφέρει, παράλληλα, ένα αίτημα που είχε διατυπωθεί πριν καν γίνει γνωστό το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου και ο θρίαμβος του Τραμπ: της ενίσχυσης της Ευρώπης σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντέξει τον ολοένα πιο έντονο ανταγωνισμό και τις προκλήσεις που είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσει, είτε έχουν τη μορφή δασμών είτε απειλών εις βάρος της κυριαρχίας της είτε ωμών παρεμβάσεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό χωρών, παρόμοιων με αυτές που εκπορεύονται το τελευταίο διάστημα από τον Ιλον Μασκ.
Αήθης επίθεση
Μασκ στον Τριντό
Ειρήσθω εν παρόδω, ο ιδιοκτήτης της Tesla, της Space X, της X και άλλων ομίλων δεν δίστασε να εξαπολύσει μια αήθη και σεξιστική επίθεση εις βάρος του πρωθυπουργού του Καναδά Τζάστιν Τριντό, ο οποίος πριν από λίγες μέρες ανακοίνωσε την παραίτησή του. Προφανώς ο Μασκ – ο οποίος μετατρέπεται σε «πολιορκητικό κριό» και άνθρωπο των «βρώμικων αποστολών» για λογαριασμό του νέου προέδρου των ΗΠΑ – δεν έκανε δεκτή την κατηγορηματική απόρριψη εκ μέρους του Τριντό κάθε νύξης για μετατροπή της χώρας του στην 51η πολιτεία των ΗΠΑ. «Κοπέλα μου, δεν είσαι πλέον κυβερνήτης του Καναδά, οπότε δεν έχει σημασία το τι λες», έγραψε στο X, σχολιάζοντας την απάντησή του.
Το σίγουρο είναι πως η επικίνδυνη και απρόβλεπτη διελκυστίνδα δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Ούτε με τον Καναδά, ούτε με τον Παναμά και το Μεξικό, ούτε όμως και με την Ευρώπη. Ειδικά στην τελευταία, οι προειδοποιήσεις έχουν μετατραπεί πλέον σε «κόκκινο συναγερμό», με τα επιτελεία να επεξεργάζονται πυρετωδώς όλα τα πιθανά σενάρια.
Σε αυτό το φόντο, η Γαλλία μοιάζει να βρίσκεται στο επίκεντρο και ο Εμανουέλ Μακρόν να αποκτά εκ νέου κεντρικό ρόλο, μια και οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία την καθιστούν (βραχυπρόθεσμα έστω) διπλωματικά ανενεργή. Η χθεσινή επίσκεψη στο Παρίσι του απερχόμενου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν καθώς και η σημερινή συνάντηση που θα έχει ο γάλλος πρόεδρος με τον βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ – ο οποίος έχει επίσης βρεθεί στο στόχαστρο του Μασκ – μαρτυρούν ότι το σκηνικό έχει πάρει φωτιά. «Η ιδέα που εκφράστηκε για τη Γροιλανδία προφανώς δεν είναι καλή, αλλά ίσως το σημαντικότερο είναι ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει», τόνισε ο Μπλίνκεν στη χθεσινοβραδινή κοινή συνέντευξη Τύπου με τον γάλλο ομόλογό του Ζαν-Νοέλ Μπαρό. Οι δε Πούτιν και Σι μπορούν να χαμογελούν ειρωνικά…
Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς
Οπως ακριβώς συμβαίνει με τις περιπτώσεις της Γροιλανδίας και της Διώρυγας του Παναμά, το σενάριο της προσάρτησης του Καναδά στις ΗΠΑ, ως της 51ης πολιτείας τους, δεν είναι νέο. Για του λόγου το αληθές, η πρώτη αμερικανική εισβολή στο έδαφος του σημερινού Καναδά και συγκεκριμένα στην περιοχή του Κεμπέκ πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, η οποία ξέσπασε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ακολούθησε, μερικές δεκαετίες αργότερα, ο πόλεμος του 1812, που κατέληξε επίσης σε αποτυχία των Αμερικανών – με την ανακήρυξη της Καναδικής Ομοσπονδίας να γίνεται το 1867. Η αλήθεια είναι ότι κατά τον 20ο αιώνα, η υπόθεση αυτή φάνηκε να μπαίνει οριστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Οι δύο χώρες πολέμησαν πλάι – πλάι τόσο στον Α’ όσο και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ με την ίδρυση του ΝΑΤΟ και τον Ψυχρό Πόλεμο κανείς πρόεδρος ή σημαίνων παράγοντας των ΗΠΑ δεν επεδίωξε να επαναφέρει στη δημοσιότητα το θέμα της ένωσης. Ακόμη και σήμερα, η πλειονότητα των πολιτών των δύο χωρών αντιτίθεται σε κάτι τέτοιο – ειδικά στον Καναδά, όπου πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε πως το «όχι» αποτελεί την κατηγορηματική απάντηση του 82% των κατοίκων του.
Οι ΗΠΑ και η Γροιλανδία
Το 1946, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρι Τρούμαν, μιλώντας σε συνεργάτες του, είχε χαρακτηρίσει τη Γροιλανδία «απολύτως άχρηστη για τη Δανία», αλλά ζωτικής σημασίας για τη χώρα του. Μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών του, Τζέιμς Μπιρνς, είχε καταθέσει επίσημη πρόταση στον δανό ομόλογό του, Γκούσταβ Ράσμουσεν, για αγορά της περιοχής από τις ΗΠΑ, έναντι 100 εκατομμυρίων δολαρίων – ενός ποσού κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητου για εκείνη την εποχή, πολύ περισσότερο καθώς η πληρωμή θα γινόταν σε ράβδους χρυσού. Αν και η απάντηση ήταν αρνητική, η Ουάσιγκτον έπεισε την Κοπεγχάγη ότι η απειλή της Μόσχας καθιστούσε αναγκαία την ύπαρξη μιας μεγάλης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στην περιοχή – η οποία, τελικώς, κατασκευάστηκε 1.200 χιλιόμετρα βορείως του Αρκτικού Κύκλου, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μέχρι και σήμερα, όντας εξοπλισμένη σαν «αστακός», με συμβατικά και ηλεκτρονικά μέσα. Τι είναι, όμως, αυτό που δικαιολογεί το παραδοσιακά μεγάλο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Γροιλανδία, το οποίο χρονολογείται από τον 19ο αιώνα – λίγο μετά την απόδοσή της στην αποκλειστική κυριαρχία της Δανίας, με τη Συνθήκη του Κιέλου το 1814; Τι είναι αυτό που τις κάνει να ελπίζουν ότι θα την αγοράσουν όπως τη Λουιζιάνα από τη Γαλλία (το 1803) ή την Αλάσκα από τη Ρωσία (το 1867); Προφανώς, δεν είναι κυρίως η αλιεία, η οποία αντιπροσωπεύει το 95% των εξαγωγών της Γροιλανδίας, αλλά δύο άλλα στοιχεία. Αφενός, τα τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων και πολύτιμων μετάλλων (ανάμεσά τους και ουρανίου) που φέρεται να διαθέτει και είναι κρυμμένα σε μεγάλο βαθμό κάτω από τους πάγους. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει επιβληθεί πλήρης σχεδόν απαγόρευση της εκμετάλλευσης και εξόρυξής τους – κάτι, όμως, που ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν φαίνεται να υπολογίζει ιδιαιτέρως. Αφετέρου, η στρατηγική της θέση, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο όσο και για τη ναυσιπλοΐα, καθώς το σταδιακό λιώσιμο των παγετώνων καθιστά εφικτή τη διέλευση των πλοίων, μειώνοντας σημαντικά την απόσταση και το κόστος για τα εμπορεύματα.
Οι ΗΠΑ και η Διώρυγα του Παναμά
Λίγο αφότου ο Ρόναλντ Ρίγκαν ανέλαβε την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, το 1981, φρόντισε να δηλώσει ότι οι πολίτες της χώρας του είναι «οι νόμιμοι ιδιοκτήτες» της Διώρυγας του Παναμά. «Την αγοράσαμε, την πληρώσαμε, την κατασκευάσαμε», είπε χαρακτηριστικά, αδειάζοντας ευθέως τον προκάτοχό του, Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος ήταν αυτός που είχε υπογράψει ουσιαστικά τις συμφωνίες με βάση τις οποίες ο έλεγχος της Διώρυγας πέρασε οριστικά στον Παναμά το 1999. Αλλά και ύστερα από αυτόν, το 1989 και στο φόντο της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος είχε διατάξει στρατιωτική επέμβαση στον Παναμά, που οδήγησε στην ανατροπή του προέδρου του (και μέχρι τότε συνεργάτη της CIA…) Μανουέλ Νοριέγκα, με προφανή στόχο να επαναβεβαιώσει ποιος είναι το πραγματικό «αφεντικό». Υπενθυμίζεται πως, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των Γάλλων να κατασκευάσουν μια διώρυγα στο συγκεκριμένο σημείο, ήταν οι ΗΠΑ αυτές που το κατάφεραν μέσα σε μια δεκαετία (1904-1914). Κατόρθωσαν, έτσι, να συνδέσουν τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό, γεγονός που από μόνο του μαρτυρά τη στρατηγική σημασία που έχει αυτό το πέρασμα – αντίστοιχη, τηρουμένων των αναλογιών, με εκείνη της Διώρυγας του Σουέζ, η οποία έχει επίσης προκαλέσει πολλές αντιπαραθέσεις, αλλά και πολέμους. Το πρόβλημα ήταν ότι η περιοχή αποτελούσε τότε έδαφος της Κολομβίας, το οποίο όμως λύθηκε με την εξέγερση και την απόσχισή της και τη δημιουργία του κράτους του Παναμά. Ηταν μια εξέλιξη που οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στον «δάκτυλο» της Ουάσιγκτον, καθώς οι Αμερικανοί όχι απλώς ενίσχυσαν την εξέγερση, αλλά απέτρεψαν τα στρατεύματα της Κολομβίας από το να την καταστείλουν. Σήμερα, η Διώρυγα του Παναμά εξυπηρετεί το 5% περίπου του παγκόσμιου εμπορίου, όμως για τις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξης του 40%. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως τα τρία στα τέσσερα εμπορευματοκιβώτια που διέρχονται από εκεί έχουν να κάνουν με την αμερικανική αγορά, ενώ ακολουθούν Κίνα και Ιαπωνία.
Πηγή: tanea.gr