Ο Τζίμι Κάρτερ ανέλαβε την προεδρία με ηθικολογική ρητορική σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους από την τραγωδία του πολέμου στο Βιετνάμ και το σκάνδαλο Watergate. Απέτυχε όμως να διαχειριστεί αποτελεσματικά τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική και αποδοκιμάστηκε από το αμερικανικό εκλογικό σώμα όταν επεδίωξε να ξαναεκλεγεί, χάνοντας πανηγυρικά 46 από τις 50 πολιτείες. Η περίπτωσή του αποδεικνύει ότι η πολιτική είναι η τέχνη των αποτελεσμάτων και όχι των αγαθών προθέσεων. Ο βαθιά θρησκευόμενος (προτεστάντης) Κάρτερ ήταν πολιτικός καλών προθέσεων, αλλά απέτυχε να παραγάγει θετικά αποτελέσματα για τη χώρα του.
Η οικονομική του πολιτική οδήγησε σε αναιμική ανάπτυξη, πολύ υψηλό πληθωρισμό, μεγάλη ανεργία, υψηλούς φόρους, ενεργειακή κρίση και διόγκωση του δημόσιου τομέα. Αυτή η κακοδιαχείριση οδήγησε τον πολιτικό του αντίπαλο Ρόναλντ Ρίγκαν να υποστηρίξει χωρίς υπερβολή ότι η αμερικανική οικονομία ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση έπειτα από τέσσερα χρόνια προεδρίας Κάρτερ σε σχέση με την εποχή που ανέλαβε.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής έδωσε την εικόνα αναποφάσιστου και αδύναμου προέδρου. Ο Κάρτερ προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί ως «υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ένα θέμα που χαρακτήρισε τη ρητορική του. Αυτό προεκλογικά ήταν μια εξαιρετική στρατηγική, γιατί μπορούσε έτσι να διαφοροποιηθεί από τον μακιαβελισμό του Κίσινγκερ και τη Realpolitik των προηγούμενων προέδρων Νίξον και Φορντ. Ηταν επίσης ένα έξυπνο στρατήγημα για να αυξήσει την «ήπια ισχύ» των ΗΠΑ στο εξωτερικό που είχε καταρρεύσει λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ. Γρήγορα όμως η ρητορική περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» άρχισε να ξεθωριάζει ως υποκριτική αφού η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ακολούθησε «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Τρανταχτό παράδειγμα η απόφαση της κυβέρνησης Κάρτερ το 1978 να άρει το εμπάργκο που είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο στην Τουρκία λόγω της παράνομης εισβολής και κατοχής στην Κύπρο το 1974. Αυτό ήταν αντίθετο με όσα είχε υποστηρίξει προεκλογικά, όπου ανέδειξε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία και συνέδεσε την άρση του εμπάργκο με λύση στο Κυπριακό. Μετεκλογικά όμως ήρε το εμπάργκο χωρίς να λυθεί το Κυπριακό, πράγμα που έδωσε το «μήνυμα» ότι τα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφαρμόζονται επιλεκτικά.
Η αναποφασιστικότητά του και η χειραγώγησή του από συμβούλους φάνηκε στην περίπτωση του Ιράν. Αφού αποδυνάμωσε τον σάχη παρουσιάζοντάς τον από τη μία ως «αχυράνθρωπο» των ΗΠΑ και από την άλλη κριτικάροντάς τον για αυταρχική διακυβέρνηση, τον εγκατέλειψε και επέσπευσε την πτώση του. Μετά την ιρανική επανάσταση και ενώ προσπαθούσε να αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με το θεοκρατικό καθεστώς στην Τεχεράνη, έκανε το στρατηγικό λάθος να δώσει άδεια εισόδου στις ΗΠΑ στον σάχη παρά τις αντιρρήσεις και προειδοποιήσεις των διπλωματών για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Υπέκυψε στις πιέσεις των Ροκφέλερ, Κίσινγκερ και Μπρζεζίνσκι να πάρει μια απόφαση για την οποία ο ίδιος είχε έντονες επιφυλάξεις. Ταυτόχρονα, ενώ οι συνέπειες αυτής της απόφασης ήταν γνωστές δεν ελήφθη καμία πρόνοια για να αποφευχθούν ή να μετριαστούν. Ετσι οι Ιρανοί εισέβαλαν στην αμερικανική πρεσβεία και συνέλαβαν ως ομήρους 52 Αμερικανούς από το διπλωματικό προσωπικό. Επακολούθησαν ταπεινωτικές για τις ΗΠΑ διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των ομήρων που δεν καρποφόρησαν. Μια κακοσχεδιασμένη στρατιωτική επιχείρηση απελευθέρωσης των κρατουμένων υπό την εποπτεία του Κάρτερ οδήγησε σε φιάσκο και εμπέδωσε την εικόνα του ως «αδύναμου προέδρου». Τελικά οι όμηροι απελευθερώθηκαν έπειτα από 444 μέρες μόλις ο Κάρτερ πήγε σπίτι του.
Η αίσθηση αδυναμίας της κυβέρνησης Κάρτερ επιτάθηκε με την ανάληψη της εξουσίας στη Νικαράγουα από τους αντάρτες των Σαντινίστας και κυρίως με την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979. Η αμερικανική κυβέρνηση τρομοκρατημένη από την πιθανότητα να προχωρήσουν οι Σοβιετικοί μετά το Αφγανιστάν προς τα πετρέλαια του Περσικού Κόλπου αντέδρασε διακηρύσσοντας το λεγόμενο «δόγμα Κάρτερ», ότι δηλαδή η ασφάλεια των ενεργειακών αποθεμάτων του Περσικού Κόλπου αποτελεί ζωτικό συμφέρον για τις ΗΠΑ και ότι δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ εάν χρειαστεί. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ αποφάσισαν να εξοπλίσουν τους μουτζαχεντίν εναντίον των Σοβιετικών, πράγμα που παρήγαγε θετικά αποτελέσματα στο Αφγανιστάν, αλλά η εργαλειοποίηση του Ισλάμ έγινε μπούμερανγκ ύστερα από δύο δεκαετίες και ενέπλεξε τις ΗΠΑ σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Στα θετικά της προεδρίας Κάρτερ μπορεί να καταλογιστεί η επιστροφή της διώρυγας του Παναμά στους Παναμέζους. Ηταν μια συμβολική κίνηση κάτω από το βάρος της μακράς ιστορίας επεμβάσεων των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, που όμως είχε μεγάλο εσωτερικό πολιτικό κόστος: τα δύο τρίτα των Αμερικανών ήταν αντίθετοι με την επιστροφή της διώρυγας, όπως και ο Ρεπουμπλικανός αντίπαλος του Ρίγκαν που δήλωνε ότι «το κανάλι είναι δικό μας γιατί εμείς το πληρώσαμε και το φτιάξαμε». Το ζήτημα αυτό αναβιώνει στις μέρες μας με την εκπεφρασμένη πρόθεση του νεοεκλεγέντος Ρεπουμπλικανού προέδρου Τραμπ να ξαναπάρει πίσω το κανάλι από τους Παναμέζους. Θετική ήταν επίσης η συμβολή της προεδρίας Κάρτερ στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας περιορισμού πυρηνικών εξοπλισμών SALT ΙΙ. Παρότι η συμφωνία αυτή δεν επικυρώθηκε από το Κογκρέσο, οι δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις τήρησαν τους όρους της, πράγμα που συνέβαλε στη στρατηγική σταθερότητα εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του, για την οποία τιμήθηκε αργότερα με το Νομπέλ Ειρήνης, ήταν η «συμφωνία ειρήνης του Camp David» μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου. Η συμφωνία αυτή παρότι δεν επέλυσε το Παλαιστινιακό, όπως επιθυμούσε ο ίδιος, δημιούργησε συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ που διαρκεί έως σήμερα. Ο Κάρτερ άφησε σε καλύτερη κατάσταση τη Μέση Ανατολή στο τέλος της θητείας του σε σχέση με όταν ανέλαβε την προεδρία, πράγμα που δεν μπορούμε να πούμε για κανέναν από τους προέδρους που επακολούθησαν. Εν κατακλείδι, η τελική αποτίμηση του προέδρου Κάρτερ είναι αρνητική, παρότι είναι ένας από τους ελάχιστους προέδρους που δεν έμπλεξε τις ΗΠΑ σε πόλεμο.
Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής
Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος
του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων
Πηγή: tanea.gr