Μόλις η αρχική προσπάθεια της Ρωσίας να υποτάξει την Ουκρανία απέτυχε τις πρώτες εβδομάδες της πλήρους κλίμακας εισβολής της, για δύο ή περισσότερα χρόνια επικράτησε η εξής εκτίμηση: Δεν υπάρχει τέλος.
Αυτό έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες, για διάφορους λόγους, με παράγοντες που κυμαίνονται από την κατάσταση στο πεδίο της μάχης και τις μετατοπίσεις της κοινής γνώμης έως την εκλογή του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιστρέφει στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου και έχει επανειλημμένα πει πως μέσα σε μία ή δύο μέρες θα βάλει τέλος στη μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θα τελειώσει λοιπόν ο πόλεμος το 2025;
Εάν ένα τέλος σημαίνει μία συμφωνία για ειρήνη διαρκείας, η απάντηση είναι όχι, λένε πολλοί αναλυτές – εν μέρει επειδή ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν το θέλει, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεται, εκτός εάν αφήσει τη Μόσχα με έναν βαθμό κυριαρχίας επί της Ουκρανίας, κάτι που δεν θα δεχόταν το Κίεβο και οι υποστηρικτές του στο εξωτερικό.
Οι ειδικοί λένε ότι ο Πούτιν θέλει η Ρωσία να αποτελεί μία επίμονη απειλή για την Ουκρανία και μία πρόκληση για τη Δύση, την οποία θεωρεί τον επιτιθέμενο σε μία πολιτισμική αντιπαράθεση.
Οι Ουκρανοί, εν τω μεταξύ, δεν θέλουν μία ειρηνευτική συμφωνία, εάν αυτό σημαίνει επίσημα παράδοση εδάφους στη Ρωσία και εγκατάλειψη της ελπίδας η Ρωσία να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά της κατά της χώρας και του λαού της.
«Η Ουκρανία έχει μετατραπεί σε πεδίο γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ»
«Νομίζω πως βρισκόμαστε πολύ, πολύ μακριά από το τέλος του πολέμου», δήλωσε ο Nigel Gould-Davies, ανώτερος συνεργάτης για τη Ρωσία και την Ευρασία στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών στο Λονδίνο.
Ωστόσο, η προσπάθεια για κατάπαυση του πυρός είναι σχεδόν δεδομένη, υπό το φως των υποσχέσεων του Τραμπ να τερματίσει γρήγορα τον πόλεμο, και οι διαπραγματεύσεις μοιάζουν πιο πιθανές από ποτέ – αρχής γενομένης από της σειρά συζητήσεων που σταμάτησε λίγους μήνες μετά την έναρξη της πλήρους κλίμακας της Ρωσίας εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
«Η εκτίμηση που επικρατεί αυτήν τη στιγμή είναι ο Τραμπ είναι πολύ πιθανό να κάνει τους Ρώσους και τους Ουκρανούς να μιλήσουν τόσο μαζί του όσο και μεταξύ τους», υπογραμμίζει στο RFE/RL η Olga Oliker, διευθύντρια προγράμματος για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία στο Crisis Group.
«Πιστεύω ότι αυτό που είναι πιθανότερο να εξεταστεί είναι μία τουλάχιστον de facto, αν όχι de jure, κατάπαυση του πυρός με κάποιο βαθμό διαπραγμάτευσης, σιωπηρής ή ρητής, κατά τη διάρκεια του 2025», λέει δήλωσε στο RFE/RL ο Sam Greene, καθηγητής στο Το King’s Russia Institute στο King’s College του Λονδίνου και διευθυντής δημοκρατικής ανθεκτικότητας στο Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής.
Εδάφη και ασφάλεια
Υπάρχουν πολλές παγίδες που θα μπορούσαν να προκύψουν από μία κατάπαυση του πυρός. Για παράδειγμα, η Ρωσία θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως ευκαιρία για ν’ ανασυνταχθεί και να επιτεθεί ξανά, εκτός εάν υπάρχουν αποτελεσματικά αποτρεπτικά μέτρα και μέτρα προστασίας για την Ουκρανία.
Υπάρχουν επίσης πολλά εμπόδια σε οποιαδήποτε συμφωνία, μερικά από αυτά προέρχονται από φαινομενικά ασυμβίβαστες θέσεις σε κρίσιμες πτυχές της σύγκρουσης.
Ένα από αυτά είναι η υπόθεση των εδαφών. Μία συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μοιάζει πιο πιθανή τώρα απ’ ό,τι στο παρελθόν, εν μέρει λόγω των ενδείξεων ότι η Ουκρανία -για την οποίαν ο Oliker δηλώνει πως είναι «κουρασμένη και εξαντλημένη» εν μέσω αργών και εξαιρετικά δαπανηρών αλλά συνάμα επίμονων ρωσικών κερδών στο πεδίο της μάχης- προετοιμάζεται για μία συμφωνία που θα άφηνε μεγάλο μέρος των εδαφών που καταλαμβάνουν τώρα οι δυνάμεις της Μόσχας υπό de facto ρωσικό έλεγχο σε προσωρινή και ανεπίσημη βάση.
Αλλά αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για τον Πούτιν. Ο ίδιος και άλλοι Ρώσοι αξιωματούχοι είπαν ότι η αναγνώριση τεσσάρων επαρχιών της ηπειρωτικής Ουκρανίας στο σύνολό τους ως ρωσικές -συμπεριλαμβανομένων μεγάλων τμημάτων που ελέγχει η Ουκρανία- δεν είναι διαπραγματεύσιμη, μία θέση που δεν θα δεχόταν το Κίεβο.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η ανάγκη για σοβαρές, αποτελεσματικές εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία.
Η Ρωσία είναι οριζοντίως και καθέτως κατά της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ: Ένα από τα αιτήματα που έθεσε η Μόσχα ως τρόπο αποτροπής της πλήρους κλίμακας εισβολής ήταν μία δεσμευτική διαβεβαίωση πως το Κίεβο δεν θα γινόταν ποτέ μέλος της ιμπεριαλιστικής αυτής συμμαχίας. Και οι αναλυτές λένε ότι το Κρεμλίνο θα επικροτούσε οποιαδήποτε διευθέτηση με κάποιο ισοδύναμο της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Εάν οι δυτικοί υποστηρικτές του Κιέβου «προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα κατασκευάζοντας μία λύση που θα είχε το περιεχόμενο αλλά όχι τη μορφή της εν λόγω εγγύησης, τότε ο Πούτιν θα τους ξεκαθάρισε πως αυτό δεν είναι αποδεκτό», λέει ο Gould-Davies.
«Είναι πολύ, πολύ δύσκολο να δούμε με τι θα έμοιαζε μία τέτοια πρόταση», συμπληρώνει, σκεπτόμενος μία εγγύηση ασφαλείας για την Ουκρανία που θα ταίριαζε και στις δύο πλευρές.
«Η θεωρία του για τη νίκη»
Ένα θεμελιώδες θέμα στη συζήτηση που γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες, είναι η προοπτική αποστολής δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία σε περίπτωση κατάπαυσης του πυρός. Αλλά στην Ευρώπη υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με αυτό, ενώ η Ρωσία δεν θα ήταν ευχαριστημένη με κάτι τέτοιο.
«Το Κρεμλίνο δεν θα θέλει να δει δυτικά στρατεύματα, ειδικά στρατεύματα του ΝΑΤΟ, να βρίσκονται εκεί και να αστυνομεύουν την κατάπαυσης του πυρός», σημειώνει ο Greene, επειδή «η Ρωσία θα θέλει να διατηρήσει τη δύναμη της πρωτοβουλίας. Θα θέλει να είναι αυτή που θα έχει τον έλεγχο της κλιμάκωσης ή της αποκλιμάκωσης, θα θέλει να μπορεί να κρατήσει εκτός ισορροπίας όλους τους άλλους, συμπεριλαμβανομένης της δυτικής Ουκρανίας».
«Το ερώτημα είναι εάν το Κίεβο και η Δύση θα μπορέσουν να βάλουν τη Μόσχα σε μία θέση όπου δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποδεχθεί μία τέτοιου είδους συμφωνία;», επισημαίνει.
Με τον στρατό της Μόσχας να εξακολουθεί να κερδίζει εδάφη στην ανατολική Ουκρανία, την οικονομία της Ρωσίας να απέχει κατά πολύ από την κατάρρευση και τη νυν αβεβαιότητα για το μέλλον της δυτικής υποστήριξης στην Ουκρανία, η εν λόγω προοπτική μοιάζει προς το παρόν μακρινή.
«Επί του παρόντος, ο Πούτιν κρίνει πως η θεωρία του περί νίκης αποδεικνύεται, ότι η Ρωσία θα έχει τη δύναμη να επιβληθεί στρατιωτικά επί της Ουκρανίας και πολιτικά επί της Δύσης», τονίζει ο Gould-Davies.
«Η συγκεκριμένη πεποίθηση του Πούτιν ίσως κλονιζόταν, τουλάχιστον σ’ έναν βαθμό, εάν η κυβέρνηση Τραμπ του ασκούσε τεράστια πίεση, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το Κίεβο, σε σημείο που θα ανάγκαζε τον Πούτιν να υποχωρήσει για να μην χάσει την εσωτερική στήριξη που απολαβαίνει και κινδυνεύσει η πολιτική του ύπαρξη», προσέθεσε.
Από την πλευρά του, ο Σκοτ Ρίτερ, πρώην αξιωματικός των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, τονίζει πως ο Τραμπ θα πρέπει να διακόψει αμέσως κάθε βοήθεια προς την Ουκρανία και να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη σύγκρουση στην περιοχή.
Η Ρωσία είναι πρόθυμη να εξετάσει προτάσεις του επόμενου Αμερικανού προέδρου
Ο ίδιος υπογραμμίζει πως η αποχώρηση των ΗΠΑ από το ουκρανικό ζήτημα πρέπει να είναι προτεραιότητα της Ουάσιγκτον, με όσο το δυνατόν λιγότερη δημοσιότητα και πολιτικό θόρυβο. Υποστηρίζει ότι η καλύτερη λύση θα είναι να αφήσουν την Ουκρανία και τη Ρωσία να επιλύσουν τις διαφορές τους δίχως έξωθεν παρεμβάσεις.
Επισημαίνει πως η Ρωσία δεν πρόκειται να δεχθεί επιβαλλόμενους όρους από τρίτους, αλλά είναι διατεθειμένη να εξετάσει προτάσεις που δεν θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα και την ασφάλειά της. Συστήνει, δε, στον Τραμπ ν’ αγνοήσει τις συμβουλές πολιτικών και μυστικών υπηρεσιών που προωθούν συγκρουσιακές πολιτικές και να βασιστεί σε ειδικούς που μπορούν να αξιολογήσουν την κατάσταση αντικειμενικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οποιαδήποτε άλλη στρατηγική θα οδηγήσει σε παράταση της σύγκρουσης, αυξάνοντας τις ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Διαπιστώνει πως η Ουκρανία έχει μετατραπεί σε πεδίο γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ, μια πολιτική που, όπως λέει, δεν εξυπηρετεί ούτε την Αμερική ούτε την Ουκρανία.
Καταλήγοντας, ο Ρίτερ συμπληρώνει πως η Ρωσία είναι πρόθυμη να εξετάσει προτάσεις του επόμενου Αμερικανού προέδρου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα προάγουν την ειρήνη στην περιοχή.
Πηγή: in.gr