Στις 9 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 96 ετών, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν. Ο θάνατός του αξίζει να σχολιαστεί για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι το ότι, ήδη από το 1972, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ενσάρκωνε μια ευρωατλαντική πολιτική τάση η οποία ήταν στην αρχή περιθωριακή, αλλά, ύστερα από πολλαπλές μεταστοιχειώσεις, εξελίχθηκε σε σημαντικό παίκτη στην επίσημη πολιτική σκηνή – όχι μόνο στη Γαλλία· σε όλο τον δυτικό κόσμο. Αναμφισβήτητα, διάφοροι κλώνοι και παραλλαγές του Εθνικού Μετώπου συνεχίζουν να κερδίζουν έδαφος αντλώντας από τη μακρά παράδοση του μιλιταρισμού και του αυταρχικού πατριωτισμού. Ας προσέχαμε.
Η αποτίμηση της επιρροής του Λεπέν θα έχει κάποια χρησιμότητα μόνον αν η Αριστερά αναλάβει τις ευθύνες της για την ενίσχυση της Ακροδεξιάς στη γαλλική πολιτική σκηνή. Προς το παρόν, αυτό δεν συμβαίνει: το mainstream ερμηνεύει την άνοδο του λεπενισμού με μεταφυσικούς όρους αποδίδοντας στον Ζαν-Μαρί Λεπέν τις ιδιότητες ενός τέρατος που παρασύρει, εκτός από τους «φασίστες», όλους τους ανόητους, τους εύπιστους και τους αγράμματους. Κι όμως, ήδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και αργότερα όταν ο Λεπέν πέρασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών – αν και σ’ αυτή την περίσταση, όπως ήταν αναμενόμενο, συνετρίβη – υπήρχαν φωνές τόσο από την Αριστερά (Jean-François Kahn, Hervé Algalarrondo), όσο κι από το Κέντρο (Denis Jeambar, Alain Duhamel) που προειδοποιούσαν ότι η ταύτιση του Λεπέν με τον Σατανά δεν στοιχειοθετούσε σοβαρή ανάλυση του φαινομένου, κι ότι εντέλει το ενίσχυε.
Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ήταν, από μιαν άποψη, εύκολος αντίπαλος. Δεν προσποιούνταν τον μη ακροδεξιό, ούτε είχε «κοινωνικές» ιδέες όπως υποτίθεται πως έχει η Μαρίν Λεπέν. Ηταν ένας σοβινιστής που ενσωμάτωνε την κοσμοθεωρία της γαλλικής Ακροδεξιάς από τον 19ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ού: μοναρχισμό, αντισημιτισμό, αντίσταση στην αποαποικιοποίηση, αντιμεταναστευτικό λόγο, πολεμική προστασία της εθνικής ταυτότητας, ιστορικό ρεβιζιονισμό, Καθολικισμό. Οσοι τον ψήφιζαν ήξεραν με ακρίβεια ποια ήταν η επιλογή τους. Μένει να αναλυθεί το γιατί, παρά την όχι και τόσο ελκυστική παρουσία του (ή και εξαιτίας αυτής), οι ξεκάθαρα αντιδραστικές ιδέες του σημείωσαν κάποια επιτυχία: 16,86% των ψήφων το 2002 και κληροδότημα μιας παράταξης που έχει σήμερα κυβερνητικές βλέψεις. Ωστόσο, όπως φάνηκε και τις τελευταίες μέρες, αντί για αναλύσεις, ακούγονται κατάρες και συνθήματα. Πράγμα που με φέρνει στο δεύτερο σημείο για σχολιασμό: το πώς αντέδρασε ένα μέρος της άκρας Αριστεράς στον θάνατό του.
Αν ο σεβασμός των νεκρών είναι παράγοντας πολιτισμού αντανακλώντας τη μνήμη, τη διακριτικότητα και την αξιοπρέπεια, σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στον πολιτισμό της γαλλικής Ακροαριστεράς. (Ούτε και της δικής μας εξάλλου, η οποία, ως συνήθως, συντονίστηκε με την εθνικιστική Δεξιά όταν απεβίωσε ο Κώστας Σημίτης: ντροπή σας, Ελληνες.) Συνέρρευσαν λοιπόν τα πλήθη στην πλατεία République (οι αριστεροί έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο) για να πανηγυρίσουν: «Σκατά στον τάφο σου, φασίστα»! «Τι ωραία μέρα, ψόφησε ο Λεπέν»! Αν επρόκειτο για δικτάτορα εν ενεργεία, ίσως οι μακάβριοι εορτασμοί να είχαν νόημα· όμως, ο Λεπέν δεν ήταν παρά ένας αδρανοποιημένος υπερήλικας τον οποίον λίγοι από το κοινό της πλατείας République είχαν προλάβει να γνωρίσουν. Με αποτέλεσμα, γύρω από το όνομά του να συσσωρεύονται υπεραπλουστεύσεις και παρεξηγήσεις: ο Ζαν-Μαρί Λεπέν δεν ήταν «φασίστας»· ήταν μάλλον υπερφιλελεύθερος, υποστηρικτής του μεγάλου κεφαλαίου. Κι αν έχει κάποια σημασία, το πρόγραμμα του Rassemblement National της Μαρίν Λεπέν είναι πιο κοντά στον εθνικοσοσιαλισμό από εκείνο του Front National. Ομως αυτά είναι πολύ ψιλά γράμματα για την Αριστερά από την οποία λείπουν η πολιτική γνώση και η κοινωνική αγωγή.
Η ευπρέπεια, το τακτ έναντι των νεκρών, δεν σημαίνει πως οι εκλιπόντες βρίσκονται εκτός της εμβέλειας της ανθρώπινης κρίσης, ή ότι «δεδικαίωνται». Αντιθέτως, η απουσία τους απελευθερώνει τον κριτικό λόγο. Θα δούμε λοιπόν σύντομα αν και πόσο θα απελευθερωθεί η Μαρίν Λεπέν από το βάρος του πατέρα της, ο οποίος, όσο διατηρούσε τις πνευματικές του δυνάμεις κι όταν έβρισκε αφορμή, της χάλαγε το σχέδιο εξορθολογισμού του κόμματος, άλλοτε εξαιτίας ιδεολογικών διαφορών, άλλοτε εξαιτίας του προσωπικού του ανταγωνισμού και φθόνου.
Το τρίτο στοιχείο που αξίζει να σχολιαστεί είναι αυτή η σύγκριση μεταξύ Front National και Rassemblement National: το πώς η Μαρίν Λεπέν ανέλαβε ένα επιθετικό κόμμα αναίσχυντης Ακροδεξιάς και το προσάρμοσε στο mainstream αφαιρώντας την αποικιοκρατική του φυσιογνωμία – έτσι κι αλλιώς περιττή εφόσον η αποικιοκρατία έχει πάρει τέλος εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια. Πολλά από όσα άλλαξε η Μαρίν Λεπέν στον χώρο της γαλλικής εθνικιστικής Δεξιάς ήταν απόρροια της ίδιας της εποχής, εντάσσονται στο ευρύτερο κίνημα εναντίον του αριστερού κατεστημένου και, στην ουσία, επικεντρώνονται στο πρόβλημα της πολυπολιτισμικότητας. Α
ν και οι αρχές περί εθνικής κυριαρχίας, γαλλικής ανωτερότητας και αδιαπέραστων συνόρων παραμένουν ίδιες, οι άνθρωποι του 2024 διαφέρουν από εκείνους του 2000, πολύ περισσότερο δε από εκείνους του 1980. Η ίδια η Μαρίν Λεπέν, παρότι μοιράζεται πολλά ψυχικά χαρακτηριστικά με τον πατέρα της – πολεμoχαρές πνεύμα, αδιαλλαξία, έλλειψη χιούμορ – είναι προϊόν διαφορετικής εποχής: δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μαχήτρια του Προτεκτοράτου της Ινδοκίνας, ούτε το κοινό της μπορεί να ταυτιστεί με την Action Française ή με την OAS. Επιπλέον, όπως είπα, το Rassemblement National αποτελεί μέρος ενός παγκόσμιου κινήματος λαϊκισμού σε μια εποχή ανόδου της Κίνας και εισοδισμού του Ισλάμ, φαινόμενα όχι και τόσο ευδιάκριτα το 1980. Η Μαρίν Λεπέν παριστάνει, με σχετική πειστικότητα, το παιδί του λαού, κάτι που δεν έκανε ποτέ ο πατέρας της.
Στην επιτυχία της Μαρίν Λεπέν συνεισφέρουν όσοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία République, στη Λυών και στη Μασσαλία, γιορτάζοντας ένα θάνατο με σαμπάνια και πυροτεχνήματα. Είναι κάτι που θα έκανε κι ο ίδιος ο Ζαν-Μαρί Λεπέν· ήταν άνθρωπος που, αν είχε την ευκαιρία, θα χόρευε πάνω στο πτώμα του εχθρού του.
Πηγή: tanea.gr