Του Τάσου Δασόπουλου
Νέες πληθωριστικές πιέσεις από την ενέργεια και μεγαλύτερη επιβράδυνση της Ε.Ε. αποτελούν τους μεγαλύτερους κινδύνους για το ελληνικό ΑΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη οικονομική επιβράδυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικά την επίδραση του Τραμπ 2.
Οι κίνδυνοι πηγάζουν από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία πάσχει ακόμη από πάγια προβλήματα, που την καθιστούν ευάλωτη σε κρίσεις. Ειδικότερα, παρά την προσπάθεια για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, το ελληνικό ΑΕΠ συνεχίζει να παράγεται σε ποσοστό 65%-70% από την ιδιωτική και τη δημόσια κατανάλωση. Επομένως, μια νέα άνοδος του πληθωρισμού θα πλήξει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και θα περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση.
Σε ό,τι αφορά τη δημόσια κατανάλωση, η αύξηση για το 2025 και το 2026 θα προέλθει και από τις δαπάνες ύψους 21,6 δισ. ευρώ (5 δισ. ευρώ το 2025 και 16,6 δισ. το 2026), που θα γίνουν για να πληρωθούν οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Βεβαίως, στην Ελλάδα οι επενδύσεις, ακόμη και ως κατανάλωση, δεν έχουν απόδοση 100% στο ΑΕΠ, καθώς η υλοποίησή τους απαιτεί αύξηση των εισαγωγών, οι οποίες αυξάνουν το εμπορικό έλλειμμα και μειώνουν το ΑΕΠ.
Από την άλλη, το μόνο σταθερό στοιχείο για την αύξηση της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα είναι η αύξηση των εισοδημάτων, η οποία μπορεί να προκύψει από δύο κατευθύνσεις. Είτε άμεσα με την αύξηση των εισοδημάτων, είτε έμμεσα μέσω της μείωσης φόρων. Ο προϋπολογισμός του 2025 έχει ενσωματώσει ήδη έργα στήριξης των εισοδημάτων ύψους 1,1 δισ. ευρώ και δεν θα είναι απίθανο να δούμε και άλλα μέτρα ανακούφισης μέσα στο 2025, ανάλογα με τα νέα δημοσιονομικά περιθώρια που θα δώσουν τα επιπλέον έσοδα από τη φοροδιαφυγή.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός έχει λάβει εθνικά χαρακτηριστικά και βρίσκεται ακόμη υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό. Συγκεκριμένα, η πρώτη πρόβλεψη της Eurostat για τον Δεκέμβριο ήθελε τον πληθωρισμό (σε όρους Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) στην Ευρωζώνη να αυξάνεται στο 2,6% από 2,4% τον Νοέμβριο, ενώ στην Ελλάδα μειώθηκε οριακά στο 2,9% τον Δεκέμβριο από 3% τον αμέσως προηγούμενο μήνα.
Ο κίνδυνος της ενέργειας
Είναι ικανά τα μέτρα που έχουν ληφθεί για φέτος να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη ξέσπασμα του πληθωρισμού; Ως γνωστό, η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι μονοψήφιες αυξήσεις που είχαμε τον Νοέμβριο σε φυσικό αέριο (7,6%) και τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος (8,7%) είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του Εθνικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά 0,2%. Όλα αυτά, ενώ η διεθνής τιμή του πετρελαίου έχει σκαρφαλώσει στα 80 δολάρια το βαρέλι.
Ο κίνδυνος για νέο ξέσπασμα των τιμών αυξάνεται, αν σκεφτεί κανείς ότι στη μέση ενός κρύου χειμώνα, όπως ο φετινός, οι αποθήκες της Ευρώπης αδειάζουν με μεγάλη ταχύτητα (σήμερα βρίσκονται στο 69% από 95% την ίδια περίοδο του 2024) και θα πρέπει να ξαναγεμίσουν πριν από το καλοκαίρι. Στο μεταξύ, από την αρχή του χρόνου έχει διακοπεί το φθηνό ρωσικό αέριο που ερχόταν από τον αγωγό ο οποίος περνούσε από την Ουκρανία. Πλέον η Ευρώπη και ιδιαίτερα οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες τροφοδοτούνταν από τον συγκεκριμένο αγωγό, θα πρέπει να αναζητήσουν να προμηθευτούν το σαφώς ακριβότερο LNG. Παρά τις διαβεβαιώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι δεν απειλείται η επάρκεια ενέργειας, κανείς δεν συζητά σήμερα την τιμή με την οποία θα αναπληρωθεί το κενό.
Η Ελλάδα τροφοδοτείται από τον αγωγό ο οποίος διέρχεται μέσω Τουρκίας. Ωστόσο, αν ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θέσει το δίλημμα να αγοράσει η Ευρώπη περισσότερο από το πανάκριβο υγροποιημένο αέριο των ΗΠΑ, διαφορετικά θα επιβάλει βαρύτερους δασμούς στις εισαγωγές από την Ε.Ε., είναι σαφές ότι όλοι θα προτιμήσουν την πρώτη επιλογή. Τότε οι τιμές τόσο του φυσικού αερίου όσο και του ηλεκτρικού ρεύματος θα αρχίσουν να αυξάνουν. Όλα αυτά βέβαια χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τη σταθερή διολίσθηση του ευρώ στην ισοτιμία του με το δολάριο, η οποία πλησιάζει με ταχύτητα το 1:1. Κάτι τέτοιο θα φέρει επιπλέον κρυφές ανατιμήσεις, ακόμη και αν οι διεθνείς τιμές παραμείνουν σταθερές.
Η οικονομική επιβράδυνση
Ο δεύτερος μεγάλος κίνδυνος που απειλεί το ελληνικό ΑΕΠ είναι η οικονομική επιβράδυνση της Ε.Ε. και κυρίως των τριών μεγαλύτερων οικονομιών: της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Μάλιστα, μέσα στην εβδομάδα πιστοποιήθηκε επίσημα η ύφεση, έστω και οριακή (κατά 0,2%) για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά της μεγαλύτερης από τις τρεις οικονομίες, της Γερμανίας, η οποία δεν αναμένεται να δει ούτε φέτος φως στο τούνελ της ύφεσης.
Το πλήγμα για την Ελλάδα θα είναι μεγάλο, καθώς σχεδόν το 50% των εξαγωγών μας κατευθύνεται στη Γερμανία. Αν τελικά οι ΗΠΑ ξεκινήσουν τον εμπορικό πόλεμο που έχουν προαναγγείλει διά στόματος του νέου προέδρου με την Ε.Ε., τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα. Η στασιμότητα ή, ακόμη χειρότερα, η ύφεση της Ε.Ε. θα ροκανίσει και το ελληνικό ΑΕΠ, αφού η Ευρώπη είναι βασικός εμπορικός μας εταίρος.
Παρότι δεν υπάρχουν ακόμη απτά δείγματα, το ΥΠΕΘΟ ανησυχεί από τώρα και για την πορεία του τουρισμού τη φετινή περίοδο, αφού παρά την αύξηση της κίνησης και από άλλες χώρες, ο κύριος όγκος επισκεπτών κάθε καλοκαίρι προέρχεται από τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη. Σε μια χρονιά που η κατανάλωση θα περιοριστεί, είναι πιθανό να έχουμε φέτος λιγότερους τουρίστες από την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι οι επαγγελματίες του κλάδου προβλέπουν νέο ρεκόρ εσόδων στα 22 δισ. ευρώ, από 20 δισ. ευρώ που έφτασαν στο τέλος του 2024.
Πηγή: capital.gr