Την κρύα εκείνη ημέρα, αφιερωμένη στη μνήμη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (κάθε τρίτη Δευτέρα του Ιανουαρίου), οι συγκεντρωμένες γυναίκες ήταν πολλές – κάποιες λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας και άλλες ως συνοδοί. Πολλών η εμφάνιση υπογράμμιζε την πρώτη (όπως το κόκκινο ταγέρ των Ρεπουμπλικανών), πολλών τη δεύτερη, αλλά και αρκετών η όψη εξέφραζε έναν συνδυασμό ιδιοτήτων που αποτυπώνεται στα περίπου ομοιόμορφα «δουλεμένα» πρόσωπα και σώματά τους. Δύο ήταν όμως οι βασικές πρωταγωνίστριες.
Η μία ήταν η ηττημένη. Εκείνη που έχασε μια από τις σημαντικότερες αμερικανικές εκλογές της σύγχρονης ιστορίας, για λόγους των οποίων οι αναλύσεις ποικίλλουν: γιατί θεωρήθηκε εκπρόσωπος μιας υπερβολικά προοδευτικής, προνομιούχας ελίτ, γιατί δεν πρόλαβε/μπόρεσε/θέλησε να αποσυνδεθεί από τον πρόεδρο που την πρότεινε. Ηττημένη γιατί κρίθηκε «λίγη». Η άλλη ήταν η θριαμβεύτρια. Οχι γιατί έχει πετύχει κάτι η ίδια (όσο και να προσπαθήσει κανείς, δεν βρίσκει να της αναγνωρίσει κάτι πέραν των άψογων αναλογιών ζυγωματικών – στήθους – οπισθίων), αλλά γιατί συνόδευε πανηγυρικά τον νεοεκλεγέντα σύζυγό της, πρόσφατα καταδικασμένο για το κακούργημα παραποίησης λογιστικών εγγράφων προκειμένου να εξαγοράσει τη σιωπή μιας πορνοστάρ με την οποία είχε συνευρεθεί ερωτικά. Θριαμβεύτρια, γιατί είναι η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ και τα ρούχα «δείχνουν» πάνω της.
Το ρούχο το φοράς ή σε φοράει. Υπάρχει το ντύσιμο-στολή που προστατεύει και το ντύσιμο-δήλωση που κοινοποιεί χρήμα, ισχύ, γούστο, αλλά κυρίως αυτοπεποίθηση ή ανασφάλεια. «Η κομψότητα δεν συνίσταται στο να φοράς κάτι καινούργιο» είπε η Κοκό Σανέλ, την οποία όλο και πιο συχνά θα μνημονεύουμε μελαγχολικά. «Κομψότητα», είπε επίσης, «είναι το να αρνείσαι». Αυτό σηκώνει ερμηνεία, που όλοι/όλες θα δώσουμε ανάλογα με τις ευαισθησίες και τα όριά μας: να αρνείσαι την προσποίηση, την υποκρισία, την ξιπασιά. Να αρνείσαι να είσαι μια ετικέτα καθωσπρεποσύνης, ξεπλύματος, αμνησίας. Να αρνείσαι να είσαι η ταπεινωμένη, προσβεβλημένη, εξευτελισμένη, ακριβοπληρωμένη συνοδός. Να αρνείσαι να εκδίδεσαι με διά βίου εξαγορά.
Οσο σκιερό κι αν είναι το γείσο του καπέλου, δεν κρύβει. Εκείνη τη μέρα του Ιανουαρίου πολλά φορέθηκαν και πολλά αποκαλύφθηκαν. Για τις κόρες και τις εγγονές μας, το μήνυμα ήταν ότι η «γυάλινη οροφή» συνεχίζει να υπάρχει, μόνο που είναι εξαιρετικά αδιάφανη: θολή, από τα ωραία γενναία λόγια που και οι ίδιες οι γυναίκες λένε ή ανέχονται να ακούνε. Γιατί γυναίκες άξιες συνεχίζουν να κρίνονται «λίγες» (όπως στην ελληνική μας περίπτωση, όπου «οι διεθνείς συνθήκες» κατέστησαν, όπως ενημερωθήκαμε, μια Πρόεδρο ακατάλληλη), ενώ άλλες, πραγματικά «λίγες», πλημμυρίζουν τις οθόνες μας.
Για τις κόρες και τις εγγονές μας που δεν ζουν υπό καθεστώς Ταλιμπάν, που δεν απειλούνται ή εκβιάζονται σε υποταγή και σιωπή, που μπορούν και θέλουν να φορούν την κομψότητα της αξιοπρέπειάς τους, το μήνυμα είναι ντροπιαστικό.
Α, και μια και το έφερε η κουβέντα: σε θέματα αξιοπρέπειας, το φύλο είναι ένα.
Πηγή: tanea.gr