Του Νίκου Ρουσάνογλου
Αυξήσεις των ζητούμενων τιμών πώλησης κατοικίας, που άγγιξαν ακόμα και το 27,6% σε ετήσια βάση, σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του 2024, δείγμα της αμείωτης έντασης που έχει διαμορφωθεί στο “μέτωπο” των αξιών και εν αναμονή του προγράμματος “Σπίτι μου”, το οποίο αναντίρρητα έχει δημιουργήσει αυξημένες προσδοκίες μεταξύ των ιδιοκτητών που διαθέτουν ακίνητα που είναι επιλέξιμα (με έτος κατασκευής πριν από το 2007 και αξίας έως 250.000 ευρώ). Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό και με τη χαμηλή προσφορά, έχει δώσει σημαντική ώθηση στην αγορά.
Με βάση τη σχετική ανάλυση της ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos.gr, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 παρατηρήθηκαν αυξήσεις τιμών πώλησης πάνω από 20% σε διάφορα σημεία της Αττικής, συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Οι υψηλότερες αυξήσεις εντοπίζονται στην περιοχή Ταμπούρια – Αγία Σοφία στον Πειραιά (27,6%), στα Άνω Πατήσια (25,5%), στη Δραπετσώνα (23,2%) και στο κέντρο της Αθήνας, με αύξηση της τάξης του 22,7%. Δεν είναι τυχαίο ότι κεντρικές συνοικίες, όπως η Κυψέλη, τα Εξάρχεια και τα Πατήσια, προβλέπεται να αποτελέσουν βασικούς “υποδοχείς” του αγοραστικού ενδιαφέροντος μέσω του προγράμματος “Σπίτι μου”.
Οι πιο οικονομικές επιλογές στην Αττική για αγορά κατοικίας εντοπίζονται στην Αγία Βαρβάρα, στο Πέραμα, στις Αχαρνές, στον Βαρνάβα και στα Πατήσια. Στον αντίποδα, οι ακριβότερες περιοχές της Αττικής για αγορά κατοικίας εξακολουθούν να εντοπίζονται κυρίως στα Νότια Προάστια. Συγκεκριμένα, στην κορυφή των πιο ακριβών περιοχών για αγορά κατοικίας βρίσκεται η Βουλιαγμένη, με μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικίας που ανέρχεται στα 7.216 ευρώ/τ.μ. Ακολουθούν οι περιοχές Βούλα, Γλυφάδα, Κολωνάκι-Λυκαβηττός (5.000 ευρώ/τ.μ.) και Ελληνικό (5.000 ευρώ/τ.μ.).
Στη Θεσσαλονίκη, οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών πώλησης κατοικιών το 4ο τρίμηνο του 2024, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο την προηγούμενη χρονιά, σημειώθηκαν στη Μενεμένη (22,0%), στην περιοχή Βούλγαρη – Ντεπώ – Μαρτίου (20,0%) και στον Εχέδωρο (19,5%). Τα πιο ακριβά σημεία για αγορά κατοικίας εντοπίζονται στην Καλαμαριά (2.917 ευρώ/τ.μ.), στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (2.778 ευρώ/τ.μ.) και στην Πυλαία (2.634 ευρώ/τ.μ.).
Σε πανελλαδικό επίπεδο, κατά το τέταρτο τρίμηνο σημειώθηκε αύξηση των μέσων ζητούμενων τιμών πώλησης κατά 7,9% σε ετήσια βάση, ενώ σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίτο τρίμηνο η αύξηση διαμορφώθηκε σε 2,2%. Σύμφωνα με το Spitogatos.gr, οι αυξήσεις των τιμών πώλησης αποδίδονται στο συνεχιζόμενο ενδιαφέρον των αγοραστών και επενδυτών για ακίνητα στα αστικά κέντρα αλλά και σε τουριστικούς προορισμούς, καθώς και στην επικείμενη έναρξη του στεγαστικού προγράμματος “Σπίτι μου 2”, που αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση για κατοικίες που πληρούν τις προϋποθέσεις του.
Στο πρόσφατο βαρόμετρο της αγοράς ακινήτων, που πραγματοποίησε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Μακεδονίας Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, στο πλαίσιο της ειδικής εκδήλωσης “Ελλάδα 2025. Επιχειρείν, Ακίνητα, Επενδύσεις”, που διοργάνωσε ο κ. Ηλίας Παπαγεωργιάδης, επικεφαλής του ομίλου MORE Group, προέκυψε το συμπέρασμα ότι το 62% των ενδιαφερόμενων αγοραστών αναζητά κατοικία αξίας έως 150.000 ευρώ, στοιχείο που αποκαλύπτει και τις οικονομικές δυνατότητες της πλειοψηφίας. Αντίστοιχα, ένα επιπλέον 15% των αγοραστών ενδιαφέρεται για την κατηγορία 150.000 – 200.000 ευρώ και ένα πρόσθετο 11,5% για ακίνητα αξίας από 200.000 έως 300.000 ευρώ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εύρημα ότι το 70% δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει τραπεζικό δανεισμό για την αγορά, δείχνοντας ίσως ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί πλέον σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην είναι εφικτή η αγορά κατοικίας αποκλειστικά με ίδια κεφάλαια, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα.
Τα παραπάνω, πάντως, δεν σημαίνουν ότι το ενδιαφέρον για την αγορά κατοικίας έχει υποχωρήσει. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς πριν από έξι μήνες, στο αντίστοιχο βαρόμετρο, ένας στους δύο ανέφερε ότι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για την αγορά κατοικίας, ενώ στην τωρινή έρευνα το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 42,5%, με τις γυναίκες να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση, με 58% (από 46,5%).
Το βέβαιο είναι ότι η κοινή γνώμη προβλέπει περαιτέρω αύξηση των τιμών. Συγκεκριμένα, το 65,5% των συμμετεχόντων αναμένει αύξηση, εκ των οποίων το 42,5% έως 10% και το υπόλοιπο 23% πάνω από 10%. Το 55% αναμένει αύξηση των τιμών των παλιότερων ακινήτων (εξ αυτών, το 37,5% βλέπει αύξηση έως 10%). Αντιθέτως, το 75% προβλέπει αύξηση των τιμών των νεόδμητων κατοικιών, και μάλιστα το 44% αναμένει αυξήσεις μεγαλύτερες του 10%. Όσον αφορά τις τιμές των ενοικίων, το 57,5% προβλέπει περαιτέρω άνοδο.
Με βάση πάντως τη σχετική ανάλυση, ενδιαφέρον για απόκτηση κατοικίας εξέφρασε το 22,5% των συμμετεχόντων στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2024, από 28% τον περασμένο Μάιο (στο πλαίσιο ανάλογης έρευνας).
Αντίστοιχα, μόλις το 7% εμφανίζεται ως πιθανός πωλητής ακινήτου, έναντι 9% στην προηγούμενη έρευνα, ενώ ακόμα σημαντικότερο είναι ότι έχει περιοριστεί κατακόρυφα το ποσοστό εκείνων που χρειάζεται να πουλήσουν για να καλύψουν κάποια άλλη τους ανάγκη. Συγκεκριμένα, ενώ τον Μάιο αυτό ίσχυε για το 47% των πωλητών ακινήτων, σήμερα αυτό ισχύει μόλις για το 31%. Αυτό πιστοποιείται ακόμα περισσότερο από το ότι το 45% των πωλητών δηλώνει ότι βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, έναντι 34% τον περασμένο Μάιο. Το γεγονός ότι οι αγοραστές έχουν αρχίσει να περιορίζονται σταδιακά είναι ένδειξη ότι οι τιμές έχουν φτάσει πλέον σε σημείο τέτοιο, ώστε να λειτουργούν αποθαρρυντικά για όλο και περισσότερους, και ενώ και οι πωλητές δεν πιέζονται να πουλήσουν, παρά μόνο αν η τιμή είναι τέτοια που να τους δελεάσει στο να το πράξουν.
“Το 2008 είχαμε προσφορά 100 ακινήτων και ζήτηση για 110. Σήμερα όμως, παρότι η ζήτηση είναι χαμηλότερη συγκριτικά με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αφορά 40 ακίνητα, ενώ η προσφορά δεν ξεπερνά τα 20 ακίνητα. Αυτό εξηγείται από το ότι περίπου 1 εκατ. κατοικίες είναι σήμερα εκτός αγοράς (Δημόσιο, funds, τράπεζες και ιδιώτες), εκ των οποίων περίπου 255.000 βρίσκονται στην Αττική. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με έρευνα της Τρ. Πειραιώς, τη δεκαετία του 2000 (2001-2011) κατασκευάστηκαν 917.000 νέες κατοικίες, ενώ την επόμενη δεκαετία (2011-2021) ο αριθμός τους δεν ξεπέρασε τις 155.000 κατοικίες”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαγεωργιάδης.
Πηγή: capital.gr