Γερμανία: Ανάμεσα στην ύφεση και στη “νομιμοποίηση” της AfD

Γερμανία: Ανάμεσα στην ύφεση και στη "νομιμοποίηση" της AfD

Του Κώστα Ράπτη

Πώς μπορεί να διατηρήσει το “δημοκρατικό κέντρο” μια στοιχειώδη συνοχή αλλά και επαφή με τα διακυβεύματα των ημερών; Ή, σε περισσότερο κυνική γλώσσα, πώς μπορούν οι δυνάμεις του κέντρου να αντιγράψουν την ατζέντα της ακροδεξιάς χωρίς να βρεθούν να εμφανίζονται συμπλέουσες με κακόφημους εταίρους;

Αυτό είναι το ερώτημα που με αφορμή το μεταναστευτικό ταλανίζει τη γερμανική πολιτική σκηνή όλα τα προηγούμενα 24ωρα, μέχρι και χθες, λαμβάνοντας ενίοτε τραγελαφικά χαρακτηριστικά, εν μέσω αλλεπάλληλων ελιγμών των κομμάτων, λίγες εβδομάδες πριν από τις πρόωρες ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου.

Μέχρι και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές στην Μπούντεσταγκ εξελισσόταν πραγματικό “θρίλερ”, καθώς ο αρχηγός της Χριστιανικής Ένωσης (CDU-CSU) και πιθανότερος αυριανός καγκελάριος, Κρίστιαν Μερτς, επέμενε στην προγραμματισμένη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί νομοσχεδίου που είχε καταθέσει το κόμμα του για ανάκληση της οικογενειακής επανένωσης σε πρόσφυγες με καθεστώς περιορισμένης προστασίας. Ταυτόχρονα διακήρυσσε ότι επιθυμεί τη σύμπραξη επ’ αυτού των φιλελευθέρων του FDP (οι οποίοι πρότειναν συμβιβαστικά την παραπομπή του κειμένου στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών προς περαιτέρω επεξεργασία), των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων, προκειμένου να αποκλεισθεί η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD).

Είχε προηγηθεί το σοκ της Τετάρτης, οπότε η AfD καταγράφηκε για πρώτη φορά σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπερψηφίζοντας μη δεσμευτικό ψήφισμα, που είχε και πάλι εισηγηθεί η CDU-CSU και υιοθέτησε και το FDP (όχι χωρίς διαρροές), με αποτέλεσμα αυτό να εγκριθεί οριακά με ψήφους 348 υπέρ, έναντι 344 κατά, 11 λευκά και 31 αποχές.

Η εικόνα της “εξόδου” της ακροδεξιάς από την “υγειονομική ζώνη” στην οποία την είχαν τοποθετήσει οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις και ο συμβολισμός μιας έστω και κατά τύχη σύμπραξής της με την CDU-CSU προκάλεσε τέτοια αίσθηση, ώστε ο ίδιος ο Μερτς να υπαναχωρήσει από την επιτυχία του διαβεβαιώνοντας ότι δεν αναζητά μελλοντικούς κυβερνητικούς εταίρους εκτός του χώρου του δημοκρατικού κέντρου.

Ωστόσο, αποκλειομένης της AfD, οι μόνοι πιθανοί μετεκλογικοί εταίροι είναι οι Σοσιαλδημοκράτες του νυν καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, που σπεύδουν τώρα να καταγγείλουν τον Μερτς – λ.χ. με την υπουργό Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ να υποστηρίζει ότι “μόνο κάποιος που δεν έχει αναλάβει ποτέ κυβερνητική ευθύνη θα μπορούσε να ενεργήσει” σαν αυτόν.

Δυσκολότερα σενάρια

Αλλά αυτές οι αναταράξεις είναι το έλασσον, καθώς παραμονεύουν ενδεχομένως και δυσκολότερα σενάρια, από το να μην αρκέσει αριθμητικά η σύμπραξη των δύο παραδοσιακών κομμάτων σε “μεγάλο συνασπισμό”, μέχρι το να ανατρέψει την κατάταξη η AfD, που έρχεται δεύτερη μετά την CDU-CSU με δημοσκοπική διαφορά που φαντάζει ασφαλής, αλλά μειώνεται.

Όμως και από αυτή την άποψη ο Μερτς επιταχύνει με τις κινήσεις του εκείνες ακριβώς τις εξελίξεις που προσπαθεί να αποτρέψει, εφόσον μεταφέρει την προεκλογική συζήτηση στο πεδίο που είναι προνομιακό για την ακροδεξιά και πάντως διευκολύνει την έξοδο της AfD από την “υγειονομική ζώνη”. 

Όλα αυτά έχουν και σαφή διεθνή διάσταση, καθώς μπορούν να θεωρηθούν ως σπασμωδική προσπάθεια προσαρμογής στους νέους ανέμους που πνέουν από την Ουάσινγκτον και απόκρουσης των παρεμβάσεων του Ίλον Μασκ υπέρ της AfD. Ήδη η αρχηγός της AfD, Αλίς Βάιντελ, έκανε λόγο για “ιστορική ημέρα για τη Γερμανία”, ενώ ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός της, Γκερντ Μπάουμαν, έκανε λόγο για οριστικό “τερματισμό της κοκκινο-πράσινης κυριαρχίας”. Ο δε πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, με ειρωνική ανάρτησή του καλωσόρισε τη Γερμανία στο “κλαμπ”.

Αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο νέες τριβές πρόκειται να προκύψουν, καθώς οι προτάσεις Μερτς αποκλείουν την παροχή διεθνούς προστασίας σε άτομα που εισέρχονται στη Γερμανία από άλλες χώρες της Ε.Ε. και κυρίως μονιμοποιούν την επαναφορά των μεθοριακών ελέγχων σε όλα τα χερσαία σύνορα (με υποχρεωτική επίδειξη βίζας, ταυτότητας ή διαβατηρίου), καταφέροντας καίριο πλήγμα στη λειτουργία του Χώρου Schengen. Διανοίγεται έτσι και η πιθανότητα θεαματικού αυτοτραυματισμού της Γερμανίας, διότι η συνεργασία των λοιπών εταίρων σε σχήματα τύπου “Δουβλίνου” εξαρτάται από τη διατήρηση ενός λίγο πολύ συμμετρικού συμβιβασμού και όχι από μονομερείς γερμανικές πρωτοβουλίες.

Τα “μαύρα μαντάτα” από την οικονομία

Εάν αυτό που κυριαρχεί σε πρώτο πλάνο είναι οι μικροπολιτικοί ελιγμοί που πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια για ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος σε επόμενο χρόνο, τα αίτια της αναταραχής είναι πάντως βαθύτερα. 

Αποτυπώνουν καταρχάς την αντίφαση την οποία αντικειμενικά βιώνει η γερμανική πολιτική τάξη, στον βαθμό που η κοινή γνώμη καθιστά σαφή την επιθυμία της για περιορισμό των πάσης φύσεως εισροών. Εξ ού και ακόμη και σε δημοσιεύματα στα οποία καταγγέλλεται η κοινοβουλευτική σύμπραξη CDU/CSU με την AfD γίνεται παραδεκτό ότι “ασφαλώς κάτι πρέπει να γίνει επί του θέματος”, αλλά όχι και με πολιτική νομιμοποίηση των “ακραίων”.
Μόνο που το μεταναστευτικό αποτελεί τη “μετωνυμία” που συμπυκνώνει πολύ περισσότερες παθογένειες, αρχής γενομένης από την οικονομία. Σύμφωνα με τη Eurostat, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κατέγραψε συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,2% στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, ενώ για το 2025 η βιομηχανική ένωση BDI προβλέπει περαιτέρω συρρίκνωση κατά 0,1%. Συνεπώς η Γερμανία κινδυνεύει, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1990, να βυθιστεί σε ύφεση για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Αντιθέτως, η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί φέτος κατά 1,1% υποδεικνύοντας ότι η Γερμανία θα είναι ουραγός του νομισματικού μπλοκ σε οικονομικούς όρους.

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από το εξωτερικό, το υψηλό ενεργειακό κόστος, τα γεωπολιτικά ρίσκα, τα ακόμη αυξημένα επιτόκια και οι αβέβαιες προοπτικές έχουν επιβαρύνει τη Γερμανία. Όμως κατά τον πρόεδρο της BDI, Πέτερ Λάιμπινγκερ, η κρίση “είναι κάτι περισσότερο από απλή συνέπεια της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία”, διότι τα προβλήματα είναι αποτέλεσμα μιας εγχώριας διαρθρωτικής αδυναμίας, εμφανούς από το 2018, την οποία οι κυβερνήσεις απέτυχαν να αντιμετωπίσουν. “Οι δημόσιες επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές, στον μετασχηματισμό και την ανθεκτικότητα της οικονομίας μας, είναι, επειγόντως, αναγκαίες”, τόνισε ο ίδιος, κάνοντας έκκληση για μείωση της γραφειοκρατίας, χαμηλότερες τιμές ενέργειας και μια σαφή στρατηγική για την ενίσχυση της γερμανικής καινοτομίας. 

* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κεφάλαιο”

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ