Φαινομενικά ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να αποδομήσει αρκετές από τις σταθερές που όρισαν την αμερικανική ηγεσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν διαμορφώθηκε, για ένα διάστημα τουλάχιστον, η αίσθηση ότι έχουμε περάσει σε έναν μονοπολικό κόσμο, μια δυνητική παγκόσμια Αμερικανική Αυτοκρατορία.
Αυτή θα μπορούσε να είναι η ανάγνωση μιας σειράς κινήσεων του Τραμπ και της κυβέρνησής του. Η επιβολή δασμών και η απειλή εμπορικών πολέμων, ανατρέπει μια μακρά αμερικανική επιλογή στήριξης του ελεύθερου εμπορίου και διεκδίκησης της ηγεμονίας μέσα από την προσφορά δυνατοτήτων στους συμμάχους των ΗΠΑ ακόμη και να τις ανταγωνιστούν οικονομικά τις ΗΠΑ. Η συρρίκνωση (και υπαγωγή στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) της USAID, ενός οργανισμού που προσέφερε αναπτυξιακή και ανθρωπιστική βοήθεια αλλά και συχνά εξυπηρετούσε και επιλογές «αλλαγής καθεστώτος», παραπέμπει σε μια εν μέρει απόσυρση από αυτό που χαρακτηρίστηκε ως «φιλελεύθερος παρεμβατισμός». Η απαίτηση από τους συμμάχους να συνεισφέρουν ολοένα και περισσότερο στο κόστος της άμυνας της Δύσης, αντιστρέφει μία τάση οι ΗΠΑ να αναλαμβάνουν και τον ρόλο και το κόστος της στρατιωτικής εγγύησης. Η αναγνώριση ότι και η Ρωσία και η Κίνα έχουν συμφέροντα που πρέπει να υπερασπιστούν, έρχεται ως έμμεση παραδοχή ότι ήταν ουτοπική η επιδίωξη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου να διατηρήσουν μόνο οι ΗΠΑ τον χαρακτήρα – και την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ – μιας υπερδύναμης.
Η μετατόπιση είναι αρκετά μεγάλη και αυτό εξηγεί γιατί ένα σημαντικό μέρος των διαμορφωτών κοινής την αντιμετωπίζει με αμηχανία ή ακόμη και με οργή, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας να παρουσιαστεί η στροφή Τραμπ ως παράλογη ή ακόμη και ως επικίνδυνη.
Σίγουρα μπορεί κανείς να δει ένα οικονομικό κόστος στον βραχύ χρόνο. Οι ΗΠΑ, εδώ και δεκαετίες ουσιαστικά χρησιμοποιούν τα οικονομικά οφέλη της πρωτοκαθεδρίας τους, ξεκινώντας από τον ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος αναφοράς, ως τον τρόπο για να αποφύγουν να αναμετρηθούν με τα πραγματικά τους ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας – κάτι που υπογράμμισε και η πρόσφατη οδυνηρή διαπίστωση ότι η Κίνα μπορεί να κάνει τις ίδιες τομές στην Τεχνητή Νοημοσύνη με μικρότερο κόστος και μικρότερη κατανάλωση ενέργειας. Αντίστοιχα, κανείς μπορεί να υποθέσει ότι το κόστος από μια άνοδο του πληθωρισμού εξαιτίας των δασμών θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από τα παραπάνω έσοδα από τους δασμούς.
Μόνο που πίσω από τη σκέψη του Τραμπ και της ομάδας του βρίσκεται μάλλον μια συνολικότερη παραδοχή. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παίξουν πλέον τον ρόλο ενός παγκόσμιου ηγεμόνα με όρους που να εξασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρχουν οικονομικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνιστές. Η τρέχουσα στρατηγική των ΗΠΑ, δηλαδή ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια λογική παγκοσμιοποίησης, εντός της συλλογικής Δύσης, με τη λογική των κυρώσεων και των γεωπολιτικών εντάσεων απέναντι στους ανταγωνιστές εκτός Δύσης, αποδεικνύεται μάλλον αλυσιτελής καθώς ούτε η Κίνα ούτε η Ρωσία είναι σε δυσμενέστερη θέση, ενώ προσκρούει στη διαπίστωση ότι σημαντικός αριθμός χωρών που παραμένουν ισχυροί εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ αρνούνται να πάρουν θέση. Η λογική της μετατροπής του Νέου Ψυχρού Πολέμου σε όλο και πιο «θερμό», φαντάζει ως η συντήρηση «διηνεκών πολέμων», που παρά το υψηλό κόστος για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους αδυνατούν να οδηγήσουν τη Ρωσία ή την Κίνα σε αναδίπλωση.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι οι ΗΠΑ αποσύρονται από τη διεκδίκηση της ηγεσίας; Κάθε άλλο: είναι σαφές ότι σε κανένα βαθμό ο Τραμπ δεν επιδιώκει να «αποσύρει» τις ΗΠΑ από την ηγετική θέση στο διεθνές κρατικό σύστημα. Άλλωστε, επιμένει να αναφέρεται σε μια αύξηση της αμερικανικής ισχύος και μια σειρά από τις διακηρύξεις του σε αυτό παραπέμπουν. Σε τελική ανάλυση, και οι επιχειρηματικοί όμιλοι που τον στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό έχουν ανάγκη να γνωρίζουν ότι τους στηρίζει ένα σχέδιο για την αμερικανική ηγεσία. Ούτε δείχνει ο Τραμπ να εγκαταλείψει απριόρι κάθε ενδεχόμενο αμερικανικών παρεμβάσεων σε ξένες χώρες.
Όμως, φαίνεται ότι η ομάδα γύρω από τον Τραμπ να πιστεύει ότι αυτό θα γίνει με διαφορετικούς όρους: με παραδοχή ότι θα υπάρχουν και άλλες ισχυρές δυνάμεις, με συνδυασμό ανάμεσα στην πίεση, τον εκβιασμό και την απόπειρα συμφωνιών, με απαίτηση οι συμμαχίες να στηρίζονται σε όντως αμοιβαία οφέλη.
Θα μπορέσει αυτή η στρατηγική του Τραμπ να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα; Εδώ η απάντηση δεν είναι εύκολη. Οι ΗΠΑ όταν διεκδίκησαν και κατέκτησαν την ηγεμονία δεν το έκαναν σε μια συγκυρία όπου διέθεταν εκείνη την οικονομική και παραγωγική βάση που τους επέτρεπε να είναι η ηγετική οικονομία και κυρίως η οικονομία-πρότυπο για τις άλλες. Σήμερα, δεν είναι καθόλου δεδομένο αυτό, όπως είναι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι απλώς μια λογική νεοπροστατευτισμού θα καταστήσει από μόνη της τις ΗΠΑ την ηγετική οικονομία του πλανήτη. Έπειτα, ένας πολυπολικός κόσμος ενέχει τον κίνδυνο να είναι και νομισματικά πολυπολικός και αυτό σημαίνει μια επιπλέον αμφισβήτηση του ρόλου του δολαρίου. Και βέβαια μια λογική αέναης εναλλαγής πίεσης (π.χ. μέσω δασμών ή κυρώσεων) και διαπραγμάτευσης δεν είναι δεδομένο ότι θα ανακατασκευάσει πιο στέρεες βάσεις για την αμερικανική ηγεσία.
Και αυτό οδηγεί στο ερώτημα που αντικειμενικά έχει τεθεί και το οποίο ούτε ο Τραμπ δείχνει διατεθειμένος πραγματικά να θέσει, δηλαδή το εάν αυτό που έχει να αντιμετωπίσει δεν είναι η πρόκληση νέων όρων της αμερικανικής ηγεσίας, αλλά μια μη αντιστρέψιμη πορεία προς το τέλος της.
Πηγή: in.gr