Του Νίκου Ρουσάνογλου
Η προσδοκία της αγοράς, τόσο των ιδιοκτητών-πωλητών, όσο και των ενδιαφερόμενων για το νέο πρόγραμμα “Σπίτι Μου”, που κυριάρχησε στην επικαιρότητα για το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου εξαμήνου του 2024, είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν λιγοστές πράξεις αγοραπωλησίας κατοικιών. Ως εκ τούτου, είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, που καταγράφεται αύξηση του αποθέματος κατοικιών προς πώληση, κάτι που είναι εμφανές από την πορεία του αριθμού των αγγελιών διαθέσιμων ακινήτων.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είχαν επισημάνει φορείς της αγοράς ακινήτων καθόλη την διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του έτους, με δεδομένο ότι ο νέος κύκλος του προγράμματος Σπίτι Μου ανακοινώθηκε στην ΔΕΘ από τον Πρωθυπουργό, αλλά είχε ήδη γίνει γνωστή η πρόθεση της κυβέρνησης να εξασφαλίσει την σχετική χρηματοδότηση, ήδη από τον Ιούνιο του 2024. Η εξέλιξη αυτή ώθησε πολλούς υποψήφιους αγοραστές στο να υιοθετήσουν στάση αναμονής, τουλάχιστον έως ότου μάθουν τους όρους και τα κριτήρια συμμετοχής στο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσουν σε κάποια πράξη αγοραπωλησίας. Αντίστοιχα, οι ιδιοκτήτες έσπευσαν να διαθέσουν το ακίνητό τους στην αγορά, με την προσδοκία ότι θα βρουν ευκολότερα αγοραστή, ίσως και σε υψηλότερη τιμή από αυτή που προσδοκούσαν αρχικά, κάτι που τελικά οδήγησε και τις τιμές προς τα πάνω.
Με βάση τα στοιχεία των αγγελιών της Χρυσής Ευκαιρίας κατά το δεύτερο εξάμηνο, στο κέντρο της Αθήνας, παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των πωλούμενων κατοικιών έως 80 τ.μ. κατά 3,5% σε 23.821 σπίτια, από 23.026 το αντίστοιχο διάστημα του 2023, ενώ οι τιμές κατέγραψαν άνοδο κατά 11% σε 2.478 ευρώ/τ.μ. Οριακή μείωση κατά 0,7% σημειώθηκε στην κατηγορία των ακινήτων από 81 έως 120 τ.μ., που ήταν 12.313, ενώ η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης άγγιξε τα 2.560 ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά 7,6%.
Πολύ υψηλότερη αύξηση παρατηρήθηκε στην πόλη του Πειραιά, λόγω και του ενδιαφέροντος των ξένων αγοραστών. Έτσι, τα διαμερίσματα έως 80 τ.μ. αυξήθηκαν κατά σχεδόν 24% σε 4.218 από 3.404 το ίδιο διάστημα του 2023, ενώ η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης εκτοξεύτηκε κατά 27,6% σε σχεδόν 3.000 ευρώ/τ.μ., από 2.347 ευρώ/τ.μ. Αύξηση κατά 4,5% σημείωσαν και τα μεγαλύτερα διαμερίσματα από 81 έως 120 τ.μ., σε 2.843, ενώ η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης ενισχύθηκε επίσης κατά 11,4% σε 2.634 ευρώ/τ.μ.
Ακόμα εντυπωσιακότερη είναι η αύξηση της προσφοράς διαθέσιμων προς πώληση κατοικιών στην Θεσσαλονίκη, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία, το συνολικό απόθεμα ανέρχεται σε 7.867 κατοικίες (όλων των επιφανειών), έναντι 6.405 κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023, μια αύξηση κατά 22,8%. Αντίστοιχα, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 9,4% στα ακίνητα επιφάνειας έως 80 τ.μ., που πλέον πωλούνται αντί 2.518 ευρώ/τ.μ., ενώ αύξηση κατά 7,8% σε 2.340 ευρώ/τ.μ. σημειώθηκε και στις ζητούμενες τιμές πώλησης των διαμερισμάτων επιφάνειας από 81 έως 120 τ.μ.
Το ζήτημα είναι τι θα συμβεί μετά την ολοκλήρωση και του νέου κύκλου του προγράμματος “Σπίτι Μου”, που εκτιμάται ότι θα απορροφήσει περίπου 10.000 – 15.000 ακίνητα, μεταξύ των περίπου 20.000 εκτιμώμενων δικαιούχων πανελλαδικά. Υπενθυμίζεται ότι πλέον, οι αγορές της Αττικής και της Θεσσαλονίκης δεν θα έχουν και τον παράγοντα της ζήτησης από το εξωτερικό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους επενδυτές μέσω του προγράμματος “Χρυσή Βίζα”, λόγω της εκτίναξης του ελάχιστου απαιτούμενου ποσού επένδυσης στις 800.000 ευρώ, προκειμένου να εξασφαλίσει κανείς την άδεια διαμονής.
Ταυτόχρονα, η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, όπως αποδεικνύεται από το ότι η μεγάλη πλειοψηφία κινείται για σπίτια αξίας έως 200.000 ευρώ, ενώ ακόμα χαμηλότερο είναι και το ποσοστό των νοικοκυριών, που μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω κάποιου στεγαστικού δανείου, λόγω του ότι τα κριτήρια πιστοληπτικής ικανότητας παραμένουν – ορθώς – αυστηρά. Παρότι λοιπόν το κόστος δανεισμού οδεύει προς σταδιακή αποκλιμάκωση, στελέχη της αγοράς ακινήτων εκτιμούν ότι το 2026 θα αποτελέσει το πρώτο έτος “πρόκληση” για την εγχώρια αγορά κατοικίας, μετά από σχεδόν εννιά χρόνια συνεχούς ανάπτυξης.
Πηγή: capital.gr