Οι αρρυθμίες σε επενδύσεις, εξαγωγές και αγορά εργασίας τροχοπέδη στην…

Πολύ ξεκάθαρες και ουσιαστικές οι ρυθμίσεις για τράπεζες,...

Του Τάσου Δασόπουλου

Πίσω από τη δικαιολογημένη αισιοδοξία που εκφράζει η ελληνική κυβέρνηση και ειδικότερα το οικονομικό επιτελείο, για την πορεία της οικονομίας, η οποία έχει αφήσει πίσω της πολλά από τα βάρη των διαδοχικών παγκόσμιων κρίσεων, συνεχίζει να υπάρχει ανησυχία για το μέλλον, αφού παραμένουν ακόμη χρόνια προβλήματα, τα οποία δεν έχουν επιλυθεί. 

Παρά την ανάκαμψη της οικονομίας, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλά “σκοτεινά σημεία” που γεννούν ανησυχία για το άμεσο και μακροπρόθεσμο μέλλον. Το πρώτο από αυτά είναι η αβεβαιότητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη σύγκλιση των εισοδημάτων με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η Ελλάδα έχει από το 2021 ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό 2,3% και 2,2% το 2026. Αντίστοιχα, η Ε.Ε. αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 1% το 2025 και 1,5% τον επόμενο χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα συγκλίνει με την Ε.Ε. σε επίπεδο εισοδημάτων. Ωστόσο, έχει ακόμη διαφορά περίπου 29% από τον μέσο όρο των εισοδημάτων της Ε.Ε. 

Για να καλυφθεί η διαφορά αυτή, θα χρειαστεί από 20 έως 25 χρόνια. Τούτο αν παραμείνει σταθερή η σημερινή διαφορά στην ανάπτυξη μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι η Ε.Ε. την τριετία 2023-2025 έχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης κάτω από 1%. Αν η ανάπτυξη της Ε.Ε. επιταχυνθεί, τότε η Ελλάδα θα πρέπει να έχει ακόμη υψηλότερους ρυθμούς, για να φτάσει κάποια στιγμή τον μέσο όρο των εισοδημάτων της Ευρώπης. 

Η βιωσιμότητα της ανάπτυξης  

Ένα σκοτεινό σημείο για την ελληνική οικονομία είναι η βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Οι οργανισμοί που παρακολουθούν στενά την Ελλάδα δίνουν σήμερα εύσημα για την αναπτυξιακή της δυναμική, αλλά μόνο για το διάστημα μέχρι και το 2026. Όσο δηλαδή θα λαμβάνει σταδιακά τα 36 δισ. ευρώ που έχει εξασφαλίσει από το Ταμείο Ανάκαμψης. Μεσοπρόθεσμα, από το 2027 και μετά, τόσο η Ε.Ε. όσο και το ΔΝΤ βλέπουν την ανάπτυξη να προσγειώνεται στο 1,2%-1,3%, αφού δεν θα υπάρχουν σίγουρες επενδύσεις, οι οποίες θα επιταχύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας. 

Το οικονομικό επιτελείο παραδέχεται το κενό στην μετά ΤΑΑ εποχή, αλλά προσβλέπει σε μια πανευρωπαϊκή προσπάθεια για ένα Ταμείο Ανάκαμψης ΙΙ, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να προετοιμάζεται από τώρα. Ωστόσο, με την πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα σε Γερμανία και Γαλλία και τα προβλήματα της Ιταλίας, είναι δύσκολο να γίνουν άμεσα τέτοιες συζητήσεις.

Τα προβλήματα των επενδύσεων 

Η Ελλάδα έχει πετύχει την εξαετία 2019-2024 αύξηση επενδύσεων 84% φτάνοντας τον προϋπολογισμό των επενδύσεων στο 17,4% του ΑΕΠ. Ωστόσο υπολείπεται ακόμη από το 20,8% του ΑΕΠ, που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε. Γι’ αυτό όλοι προβληματίζονται για τη συνέχεια. Διότι εκτός από τις σίγουρες επενδύσεις, οι οποίες χρηματοδοτούνται από κοινοτικούς πόρους, η Ελλάδα αγωνίζεται ακόμη να εδραιωθεί ως επενδυτικός προορισμός.

Όπως έχει σημειώσει κατ’ επανάληψη η ΤτΕ, το ποσοστό των επενδύσεων σε ποσοστό περίπου 95% αφορά χρηματοοικονομικά προϊόντα και Real Estate με τις παραγωγικές επενδύσεις (Greenfield investments) να είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου.

Πέρυσι ο ΟΟΣΑ κατέγραψε μείωση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων για την Ελλάδα στα 2,35 δισ. ευρώ, από 2,78 δισ. ευρώ που ήταν το 2023. Κανονικά η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει σταθερή αύξηση στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη προβλήματα με την ταχύτητα της απονομής δικαιοσύνης, τη γραφειοκρατία και τους περιορισμούς στο επιχειρηματικό περιβάλλον, τα οποία αναστέλλουν την εισροή κεφαλαίων. 

 Οι “αρνητικές” εξαγωγές  

Στον δεύτερο παράγοντα παραγωγής ΑΕΠ, τις εξαγωγές, η Ελλάδα παραμένει ακόμη μια χώρα με τεράστιο εμπορικό έλλειμμα, λόγω της δυσμενούς σχέσης της αξίας των εισαγωγών σε σύγκριση με τις εξαγωγές. Μπορεί οι εξαγωγές μας να έχουν προσεγγίσει το 50% του ΑΕΠ ξεπερνώντας τα 100 δισ. ευρώ, αλλά ακόμη αποτελούν αρνητικό στοιχείο για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης. Η έλλειψη παραγωγικής βάσης και ενεργειακών πόρων κάνει την Ελλάδα εξαρτημένη σε εισαγωγές από φυσικό αέριο και πετρέλαιο μέχρι μηχανολογικό εξοπλισμό. Μάλιστα, η αύξηση των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές. 

Το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο μετριάζεται μόνο από τις υπηρεσίες και συγκεκριμένα από τον τουρισμό, ο οποίος έχει σταθερά αυξητική πορεία.

Την ίδια ώρα οι αγορές που τιμολογούν την πολιτική σταθερότητα κάθε χώρας, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας τιμολογούν θετικά την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα. Οι εξελίξεις με τα Τέμπη μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα. 

Αγορά εργασίας, δημογραφικό 

Ένα βασικό επιχείρημα που επικαλούνται τόσο η Ε.Ε. όσο και το ΔΝΤ, υποστηρίζοντας τη μεσοπρόθεσμη υποχώρηση της ανάπτυξης, είναι η γήρανση του πληθυσμού, η οποία μειώνει σταθερά το ενεργό εργατικό προσωπικό και εγείρει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και των δαπανών για την υγεία. Η Ελλάδα έχει περιθώρια για άμεση βελτίωση, αλλά ακόμη δεν έχει κινηθεί κατάλληλα για να μετριάσει το πρόβλημα. Σύμφωνα με τους δείκτες του ΟΟΣΑ και της Eurostat, το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα (ατόμων από 15 έως 64 ετών) διαμορφώνεται στο 62,0%, σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (70,1%), της Ε.Ε. (75,2%) και της Ευρωζώνης (75,2%). Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση της απασχόλησης μέσω πολιτικών στήριξης της εργασίας. 

Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας είναι 69,3%, ελαφρώς χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (73,8%) και της Ε.Ε. (75,2%). Ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού είναι ενεργό στην αγορά εργασίας, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τους νέους.

Επιπλέον, θα πρέπει να εκπονηθεί ένα σχέδιο, ώστε οι δεξιότητες που αποκτούν οι νέοι ή στις οποίες καταρτίζονται οι μεγαλύτεροι να συναντούν τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
 

Πηγή: capital.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ