Του Νίκου Ρουσάνογλου
Διατηρεί τον ελκυστικό της χαρακτήρα για τους ξένους επενδυτές ακινήτων, η αγορά της Αθήνας, παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, καθώς, σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Global Property Guide, εξακολουθεί να αποτελεί την τέταρτη φθηνότερη πόλη στην Ευρώπη, με βάση το κόστος αγοράς κατοικίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, η μέση τιμή πώλησης για διαμερίσματα επιφάνειας 50 τ.μ. ή ενός υπνοδωματίου στο κέντρο της Αθήνας, διαμορφώνεται σε 130.000 ευρώ, ή περίπου 2.600 ευρώ/τ.μ., έναντι 110.200 ευρώ στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, 105.000 ευρώ στη Ρίγα της Λετονίας και 93.000 ευρώ στην Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πόλεις, όπως η Σόφια της γειτονικής Βουλγαρίας (135.000 ευρώ), το Ζάγκρεμπ (134.000 ευρώ), η Λευκωσία (135.000 ευρώ), ακόμα και το Βίλνιους της Λιθουανίας (142.500 ευρώ), είναι πλέον ακριβότερες, δείγμα όχι μόνο της ταχύτερης αύξησης των τιμών πώλησης, αλλά και της μεγέθυνσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών.
Η ακριβότερη πόλη για αγορά κατοικίας στην Ευρώπη παραμένει και μάλιστα με χαρακτηριστική διαφορά, η Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου ένα σπίτι 50 τ.μ. κοστίζει πάνω από 1 εκατ. ευρώ, ή 20.000 ευρώ/τ.μ. Πρόκειται για μια τιμή που είναι περίπου στο 1/10 της αντίστοιχης τιμής στην Αθήνα. Αντίστοιχα, στο Λουξεμβούργο, το σχετικό κόστος αγγίζει τα 691.700 ευρώ, στο Λονδίνο τα 591.000 ευρώ, στο Παρίσι τα 439.000 ευρώ και στην Κοπεγχάγη τα 435.600 ευρώ.
Εν τω μεταξύ, το 2017, όταν ξεκίνησε η ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς κατοικίας, η μέση τιμή πώλησης για διαμερίσματα των 50 τ.μ. στο κέντρο της Αθήνας, δεν ξεπερνούσε τις 50.000 – 60.000 ευρώ, δείγμα του πόσο φθηνή ήταν η αγορά μας τότε και πόσες υπεραξίες αποκόμισαν όσοι εγχώριοι και ξένοι επενδυτές τοποθετήθηκαν τότε. Αντίστοιχα, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Spitogatos.gr, μόνο κατά την διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, δηλαδή από το 2019 έως και το τέλος του 2024, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης στο κέντρο της Αθήνας (για σπίτια όλων των επιφανειών), καταγράφει άνοδο κατά 41% και διαμορφώνεται σε 2.250 ευρώ/τ.μ. Συγκριτικά με το τέλος του 2023, παρατηρείται αύξηση των τιμών πώλησης κατά 10,1%.
Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει ότι τα μέτρα περιστολής της επενδυτικής δραστηριότητας στις αγοραπωλησίες κατοικιών, ειδικά σε ό,τι αφορά το κέντρο της Αθήνας, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, όπως ανέμεναν άλλωστε και οι φορείς της αγοράς. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2024, το ελάχιστο όριο επένδυσης για την λήψη άδειας διαμονής μέσω του προγράμματος Χρυσή Βίζα, έχει αυξηθεί από τις 500.000 ευρώ στις 800.000 ευρώ. Είχε προηγηθεί άλλη μια αύξηση από τις 250.000 ευρώ στις 500.000 ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα, που και πάλι δεν “αναχαίτισε” τις αυξήσεις των τιμών.
Αντίστοιχα, από την 1η Ιανουαρίου έχει απαγορευτεί η έκδοση νέων ΑΜΑ (Αριθμός Μητρώου Ακινήτου) για τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης που βρίσκονται στα πρώτα τρία διαμερίσματα του κέντρου της Αθήνας, δηλαδή στον “πυρήνα” της πόλης, εντός του εμπορικού τριγώνου και των γύρω περιοχών. Παρόλα αυτά, όπως δείχνουν τα στοιχεία των ενεργών αγγελιών βραχυχρόνιας μίσθωσης, από τον Σεπτέμβριο του 2024, όταν κι έγιναν γνωστά τα εν λόγω μέτρα, δεν υπήρξε ιδιαίτερη μεταβολή στην πορεία του αριθμού των καταλυμάτων. Συγκεκριμένα, δεν παρατηρήθηκε κάποια μεγάλη αύξηση από επενδυτές, που ίσως θα ήθελαν να προλάβουν τυχόν μεταβολές, αλλά αντιθέτως ακολουθήθηκε η συνηθισμένη φθίνουσα πορεία της εποχικότητας του φθινοπώρου και του χειμώνα, όταν αρκετά σπίτια κλείνουν για μερικές εβδομάδες για εργασίες συντήρησης κι επισκευές εν όψει της νέας θερινής περιόδου.
Επομένως, με δεδομένο ότι η Αθήνα παραμένει ιδιαίτερα φθηνή επιλογή για έναν επενδυτή και τα ενοίκια κινούνται σε επίσης υψηλό επίπεδο, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η απόκτηση κατοικίας στο κέντρο της πόλης, με σκοπό την εκμετάλλευση, θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια ελκυστική προοπτική.
Πηγή: capital.gr