Η «Τελευταία Πνοή» του Κώστα Γαβρά κάνει πρεμιέρα στις 20 Φεβρουαρίου – Όσα είπε ο σκηνοθέτης και οι συντελεστές για την ταινία

moto

Ο Κώστας Γαβράς επιστρέφει με μια συγκινητική ταινία που ξεχειλίζει από τη σοφία και την ανθρωπιά που έχουμε μάθει να περιμένουμε από τον σπουδαίο σκηνοθέτη. Παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν. 

Σε ένα είδος φιλοσοφικού κινηματογραφικού διαλόγου, ο γιατρός Ογκουστίν Μασέ και ο διάσημος συγγραφέας Φαμπρίς Τουσέν συζητούν για τη ζωή και τον θάνατο… Μια δίνη συναντήσεων στις οποίες ο γιατρός είναι ο οδηγός και ο συγγραφέας είναι συνεπιβάτης του, ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει τους δικούς του φόβους και ανησυχίες… Ένα λυρικό μπαλέτο, όπου κάθε ασθενής ξεχειλίζει από συναισθήματα, γέλιο και δάκρυα… Και τελικά ένα ταξίδι με κατεύθυνση προς την παλλόμενη καρδιά της ίδιας της ζωής.

Ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς μιλά για την ταινία

Σας ενοχλεί η ιδέα του θανάτου;

Ο θάνατος σαν ιδέα δε με «ενοχλεί», αλλά παραμένει για μένα ένα ανεξήγητο μυστήριο. Ατενίζω προς τον ορίζοντα του τέλους της ζωής, ο οποίος αρχίζει να με πλησιάζει όλο και περισσότερο. Όταν δεν εργάζομαι, καταλήγω μερικές φορές να τον σκέφτομαι – ο χρόνος, άλλωστε, προχωράει αμείλικτα. Και ιδιαίτερα όταν κάνει αισθητή την παρουσία του, όπως με το θάνατο του Ζακ Περέν, ο οποίος ήταν ο προτελευταίος επιζών από τους ηθοποιούς, συγγραφείς και μουσικούς από το «Z». Είναι ένα δυνατό συναίσθημα που τελικά σε καθιστά γαλήνιο μπροστά στο αναπόφευκτο. Η ανάγκη για την ταινία αυτή προέκυψε από την ανάγνωση του βιβλίου των Κλοντ Γκραντζ και Ρεζίς Ντεμπρέ. Κάνοντας την ταινία αυτή, προσπάθησα να πραγματοποιήσω τις ουτοπίες μου, να απαλλαγώ από τις φαντασιώσεις και τους φόβους μου.

Η διαδικασία της προετοιμασίας των ταινιών σας είναι πάντα ιδιαίτερα έντονη και λεπτομερής. Διέφερε σε κάτι η προετοιμασία για τη συγκεκριμένη ταινία από τις άλλες, με την «ανθρώπινη ύλη» σε πρώτο πλάνο;

Θα την αποκαλούσα «ανθρώπινη ουσία». Είναι η πιο σύνθετη από τις ζωτικές έννοιες: έχει ψυχή, λογική, κατανόηση και πολλές άλλες δυνάμεις. Φέρει άπειρη πολυπλοκότητα και, ταυτόχρονα, μεγάλη απλότητα όταν αντιμετωπίζει τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει. Ιδιαίτερα με το τέλος της ζωής.

Ξεκίνησα με την επανεξέταση φιλοσοφικών γραπτών. Παρακολούθησα τις διαλέξεις του Βλαντιμίρ Γιανκέλεβιτς από τη δεκαετία του ’70. Τον Εντγκάρ Μορέν και το βιβλίο του «L’homme et la mort», το οποίο με γύρισε πίσω στον Ηρακλείδη της Εφέσου στο 500 π.Χ. και τη μοναδική φράση του: «Ζήσε το θάνατό σου και πέθανε τη ζωή σου». Υπάρχουν πολλοί που έχουν σκεφτεί για το τέλος της ζωής και έχουν βρει φιλοσοφικές σκέψεις που φαίνεται να θέλουν να συναγωνιστούν την πρωτοτυπία του Ηρακλείδη. Επισκέφτηκα εκ νέου επίσης τον Αλμπέρ Καμύ, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον Καστοριάδη, και τον Αριστοτέλη και το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» του. Με τη σκέψη ότι μια μέρα δεν θα υπάρχω πια, με κανέναν άλλο τρόπο.

Και φυσικά επέστρεψα στο βιβλίο «Dernier Souffle» με τις προσωπικές ιστορίες που περιλαμβάνει, κάνοντας επιπλέον συζητήσεις με τους συγγραφείς του, Ρεζίς Ντεμπρέ και Κλοντ Γκραντζ. Ο φιλόσοφος και ο γιατρός, και τα πιστεύω τους για το τέλος της ζωής. Έτσι έγραψα το σενάριο με το δικό μου πιστεύω. Ένα διπλό πιστεύω, οικείο και κινηματογραφικό.

Πρέπει να μάθουμε να πεθαίνουμε;

Ναι, χωρίς αμφιβολία. Ο Σωκράτης είπε: «Φιλοσοφώ σημαίνει μαθαίνω να πεθαίνω». Ο Μονταίν επανέλαβε: «Φιλοσοφία είναι η προπαρασκευή του θανάτου και η προπαρασκευή της ελευθερίας. Η γνώση τού να πεθαίνουμε μας απελευθερώνει από κάθε υποταγή και αντίθεση». Θα μπορούσα να παραθέσω πλήθος στοχαστών που λένε το ίδιο πράγμα με τα δικά τους λόγια. Αλλά εμείς απορρίπτουμε τον θάνατο. Τον κατακρίνουμε, τον αρνούμαστε. Τον κάνουμε κωμικό ή γελοίο. Ταυτόχρονα, είμαστε βαθιά τρομοκρατημένοι μπροστά στην ιδέα του δικού μας θανάτου ή του θανάτου των αγαπημένων μας προσώπων.

Πριν από πολύ καιρό, κοντινοί μου άνθρωποι μού διηγήθηκαν τις τελευταίες στιγμές της ζωής ενός συγγενή τους. Εκλιπαρούσε τρομοκρατημένος τον γιατρό και την οικογένειά του να μην τον αφήσουν να φύγει. Αυτό που άκουσα με συγκλόνισε, μιας και γνώριζα τη δύναμη αυτού του ανθρώπου.

Ο τρόμος του θανάτου και η παντελής έλλειψη προετοιμασίας οδηγούν στην άρνηση του αναπόφευκτου, στον χαρακτήρα του απόλυτου. Με άλλα λόγια, στην άρνηση να ζήσουμε ως θνητοί. Αυτή η άρνηση οδήγησε τον άνθρωπο να πείσει τον εαυτό του ότι το τέλος είναι μόνο «μερικό», κάτι που μας διαφοροποιεί από τα ζώα: έχουμε το Πνεύμα, το οποίο είναι αθάνατο, σε αντίθεση με το υλικό, φθαρτό σώμα. Με αυτή τη βεβαιότητα μπορούμε να υπερβούμε τη λογική της φύσης, όπου όλα πεθαίνουν.

Πρόκειται για μια υστερική, επιβλαβή πεποίθηση, που οφείλεται στην άρνηση αυτής της ανθρώπινης πραγματικότητας για όλους. Αυτή η άρνηση, που παρακάμπτεται από όλες τις θρησκείες, δεν έχει καταφέρει να γίνει πλήρως αποδεκτή και να δημιουργήσει γαλήνη για όλους. Όμως, είναι ένα σπουδαίο καταφύγιο, το οποίο και σέβομαι.

Η ταινία δείχνει ότι στην πραγματικότητα κανένας από τους χαρακτήρες δεν παραιτείται. Ο καθένας από αυτούς, με τον τρόπο του, θέλει να αντισταθεί.

Το να θέλεις να φύγεις όρθιος, με άλλα λόγια με αξιοπρέπεια, είναι η ιδέα στην καρδιά της ταινίας. Η παρηγορητική φροντίδα, είτε στο σπίτι είτε στο νοσοκομείο, μπορεί να παίξει ρόλο στην επίτευξη αυτής της αξιοπρέπειας. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι πραγματικοί άνδρες και γυναίκες. Τους αγάπησα, συχνά τους θαύμασα και τους κινηματογράφησα με πάθος.

Είναι το τέλος ένα μήνυμα κατά της παραίτησης; Ότι υπάρχει πάντα ζωή, ό,τι κι αν συμβεί;

Η πρόσωπο-με-πρόσωπο συνάντηση μεταξύ της γιατρού Ελεονόρ και του φιλοσόφου είναι μια πρόταση, κάτι σαν ένα ‘συμβόλαιο’. Το ευγενέστερο συμβόλαιο που υπάρχει: τον προσκαλεί να πολεμήσει, να αγωνιστεί για την επιβίωσή του, να τον βοηθήσει να ξεφύγει από τη μοναξιά που τον μαστίζει μπροστά στο άγνωστο. Να καταλάβει και να αποδεχτεί ό,τι χρειάζεται για να απολαύσει τη ζωή ό,τι και να συμβαίνει. Το παράδειγμα ελπίδας που προσφέρει η Ελεονόρ στον Φαμπρίς είναι πειστικό και οριστικό – έχει κάτι το ποιητικό.

Πιστεύετε ότι έχετε κάνει μια πολιτική ταινία;

Όταν γίνεται συζήτηση για ένα ζήτημα, αυτό είναι εξ ορισμού πολιτική. Όταν μιλάμε για ανθρώπινα όντα και το τέλος της ζωής, τότε μιλάμε ακόμη περισσότερο για πολιτική. Η συζήτηση αποφεύγεται ή σταματάει επηρεασμένη από διάφορες δυνάμεις και δυναμικές, προσωπικές βεβαιότητες, ομάδες και δόγματα κάθε είδους, είτε περασμένων καιρών είτε σύγχρονα. Δε φαίνεται πλέον αποδεκτό για τους ανθρώπους που βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους να υποβάλλονται σε αλήθειες που συχνά απέχουν πολύ από τις δικές τους.

Η δημιουργία μονάδων παρηγορητικής φροντίδας -στα νοσοκομεία ή στο σπίτι- μου φαίνεται ότι είναι μια καλή λύση. Όμως ο αριθμός των παρόχων αυτών των υπηρεσιών είναι πραγματικά άθλιος. Η ευθύνη των υπευθύνων είναι κολοσσιαία. Οι πολιτικοί θα πρέπει να συζητήσουν, να αποφασίσουν και να σχεδιάσουν πολλά. Θα πρέπει επίσης να σκεφτούν και να κάνουν σχέδια έχοντας κατά νου εξ ολοκλήρου το πώς αυτά θα τεθούν στην υπηρεσία των ανθρώπων.

Ο ηθοποιός Ντενί Πονταλιντές μιλά για την ταινία

Όταν ο Κώστας μού πρότεινε την ταινία αυτή, μου είπε ότι ο τίτλος ήταν «Le Dernier Souffle». Είπα ναι φυσικά, αλλά δεν ήξερα τίποτα παραπάνω από αυτό. Φαντάζομαι ότι είναι το ίδιο για όλους τους ηθοποιούς: αν ο Κώστας Γαβράς σού τηλεφωνήσει για έναν ρόλο, λες αμέσως ναι. Για μένα ήταν ναι, πριν καν διαβάσω το σενάριο. Ήμουν πολύ χαρούμενος που μου τηλεφώνησε.

Στη συνέχεια ανακάλυψα το βιβλίο «Le Dernier Souffle» των Ρεζίς Ντεμπρέ και Δρ. Κλοντ Γκραντζ, το οποίο διάβασα πολύ πριν από το σενάριο. Το βιβλίο αυτό με γοήτευσε. Και σε κάθε περίπτωση, είχα ήδη πει το ναι, οπότε δεν υπήρχε επιστροφή.
Είναι κάτι το τολμηρό και θαρραλέο αυτή η ιστορία, κάτι το υπέροχο. Ειδικά στην ηλικία μου, αφού έχω ηλικιωμένους γονείς και τα ερωτήματα που θέτει η ταινία είναι σύγχρονα, επίκαιρα και συχνά αποσιωπούνται. Εγώ ο ίδιος δεν γνωρίζω πολλά για όλα αυτά.

Μόνο μια φορά στο παρελθόν είχα επαφή με την παρηγορητική φροντίδα. Ήμουν 40 ετών. Η σύντροφός μου τότε είχε σταλεί στο Κέντρο Ανακουφιστικής Φροντίδας Jeanne Garnier στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού. Πήγα εκεί μια φορά και τρομοκρατήθηκα. Ο θάνατος, η εγγύτητά του, η συντρόφευση των ετοιμοθάνατων: όλα αυτά ήταν αδιανόητα, τρομακτικά, αποκρουστικά για μένα. Αντέδρασα άσχημα. Ήθελα να φύγω.

Όταν αφηγήθηκα την ταινία στους φίλους μου και τον πατέρα μου -ο οποίος ήρθε στο γύρισμα και ήταν κομπάρσος- η δυσφορία ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Ακόμα και η λέξη ‘θάνατος’ μού γεννάει δυσφορία.
Σήμερα δεν λέμε «πέθανε», αλλά «έφυγε». Δε λέμε «Ο πατέρας σου πέθανε», λέμε «Ο πατέρας σου μάς άφησε».

Από τον Covid κι έπειτα, οι νέοι άνθρωποι μοιάζουν να είναι απόλυτα στοιχειωμένοι από το θάνατο. Η υπερθέρμανση του πλανήτη αναμειγνύεται με το γενικευμένο άγχος του θανάτου. Τους στοιχειώνει με τρόπο που με εκπλήσσει. Είναι σαν ένα όραμα συλλογικού θανάτου, μια εμμονή για το τέλος του κόσμου. Ακόμη και μικρά παιδιά είναι επιρρεπή σε αυτό. Πιστεύουν ότι όχι μόνο θα είναι το τέλος γι’ αυτά, αλλά ότι θα είναι το τέλος για ολόκληρο τον κόσμο, και μάλιστα στο εγγύς μέλλον.
Κι έπειτα είναι το γήρας. Αλλά όχι μόνο. Υπάρχουν επίσης -το βλέπουμε και στην ταινία- νέοι άνθρωποι σε παρηγορητική φροντίδα. Αυτό είναι το τρομερό με τις θανατηφόρες ασθένειες: η απόλυτη άρνηση να σκεφτεί κανείς τον θάνατό του σε μια ηλικία που η ζωή θα έπρεπε να θριαμβεύει, που το σώμα θα έπρεπε να ανθίζει. Υπάρχει ο χαρακτήρας που δεν καταλαβαίνει γιατί βρίσκεται σε ένα κέντρο παρηγορητικής φροντίδας. Αυτή η τραγωδία, ο θάνατος που χτυπάει την πόρτα υπερβολικά νωρίς, σπάνια διερευνάται στο σινεμά, εκτός φυσικά από τις πολεμικές ταινίες ή τις περιπέτειες, όπου ο θάνατος ενός νεαρού ήρωα είναι μια τραγωδία – αρκεί να γίνεται με τρόπο θεαματικό.

Ήμουν πολύ χαρούμενος που μοιράστηκα την ταινία με τον Καντ, ζήσαμε συγκινητικές στιγμές χαράς. Φέρνει στο ρόλο του γιατρού κάτι το φυσικό, το ευγενικό, το χαρούμενο. Μια απλότητα, μια διαυγή ευαισθησία. Αυτό το είδος «ελαφριάς βαρύτητας» είναι δύσκολο να μεταφερθεί στην οθόνη. Ήταν σπουδαία ιδέα εκ μέρους του Κώστα να δώσει στον Καντ αυτόν τον ρόλο.

Όταν συνάντησα τον Δρ Γκραντζ στην πραγματική ζωή, ένιωσα τη ζωτικότητα αυτών των γιατρών για τους οποίους ο θάνατος είναι κάτι το οικείο. Η επαφή είναι άμεση, η ζεστασιά επίσης, το βλέμμα ζωηρό και γενναιόδωρο. Είναι απαραίτητο, νομίζω. Ο Κώστας θα μπορούσε να βάλει οποιονδήποτε ηθοποιό να παίξει τον ρόλο μου, αλλά για τον γιατρό χρειαζόταν την ανθρωπιά, τη χαρά, τη γενναιοδωρία του Καντ. Είναι απαραίτητη για την ταινία, είναι η ομορφιά της: όταν συζητάτε για τον θάνατο, κάντε το απλά, γενναιόδωρα, φωτεινά.

Ο ηθοποιός Καντ Μεράντ μιλά για την ταινία

Είμαι υποχόνδριος. Ή ακόμα χειρότερα: δεν θέλω να ξέρω τίποτα.
Πέρασα όλα τα γυρίσματα υποδυόμενος έναν γιατρό, ο οποίος διαρκώς ψάχνει, δε φοβάται το νοσοκομείο, μιλάει με νοσηλευτές, γιατρούς, ασθενείς, μιλάει συνεχώς για τον θάνατο!

Όμως είμαι βαθιά αισιόδοξος και πολύ χαρούμενος, και δεν θέλω να πεθάνω. Εκείνη η ώρα θα έρθει, αλλά προς το παρόν η ζωή μου είναι γεμάτη φως.

Το «Le Dernier Souffle» είναι η ιστορία ενός γιατρού που φέρνει έναν συγγραφέα μέσα στον κόσμο του, και είχα πραγματικά την εντύπωση ότι ο Ντενί ήταν αυτός ο συγγραφέας, απόλυτα επικεντρωμένος στο κυνήγι της παραμικρής πληροφορίας, μερικές φορές μάλιστα εντελώς σοκαρισμένος βλέποντας τους ασθενείς, βλέποντας πώς τους μιλούσε ο γιατρός. Όλες αυτές οι στιγμές είναι φοβερά δυνατές. Ήταν σχεδόν σαν να γυρίζαμε ένα ντοκιμαντέρ.

Ο Ντενί είναι ένας ηθοποιός που μπορεί να κάνει τα πάντα, είτε στον κινηματογράφο είτε στο θέατρο. Είναι κυρίως ένας ηθοποιός της Comédie-Française, αλλά είναι πραγματικά ικανός να παίξει τα πάντα. Βρήκαμε γρήγορα τη μεταξύ μας δυναμική: αυτός ο διανοούμενος και εγώ ο γιατρός.

Μου άρεσε ο τρόπος που μας κοιτούσε ο Κώστας, το άγρυπνο βλέμμα του. Τον βλέπαμε πάντα να μας παρακολουθεί πίσω από την κάμερα. Κανονικά, αυτό ίσως με ενοχλούσε, δηλαδή το να με παρακολουθεί κάποιος τόσο στενά, αλλά με τον Κώστα δεν το ένιωσα καθόλου. Σε παρακολουθεί, αλλά είναι με στόχο να προσαρμόσει και να διαμορφώσει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες.

Δεν το κάνει με λόγια. Είναι κάτι σαν προπονητής που σε παρακολουθεί. Γνωρίζει τα δυνατά σου σημεία, τις αδυναμίες σου και προσπαθεί να σε κατευθύνει περισσότερο προς τα δυνατά σου σημεία. Ποτέ δεν κάθισε πίσω από μια οθόνη χιλιόμετρα μακριά από τη σκηνή. Δεν αποθαρρύνεται ποτέ, δεν τα παρατάει ποτέ.

Μου είπε: «Αν δεν είμαι ευχαριστημένος, συνεχίζω». Κι αυτό το βρίσκω πραγματικά εντυπωσιακό.
Η παρουσία του μού έδινε δύναμη. Είναι τεράστια ευχαρίστηση να δουλεύεις με τον Κώστα και τόσο απίστευτους διαλόγους. Και όταν εκείνος λέει: «Αυτή η λήψη ήταν καλή, είμαστε εντάξει με τη σκηνή», σημαίνει ότι κάναμε καλά τη δουλειά μας.

Η ηθοποιός Μαριλίν Καντό μιλά για την ταινία

Η πρώτη μου συνάντηση με τον Κώστα έγινε στο σπίτι του και πρέπει να παραδεχθώ ότι εντυπωσιάστηκα, αλλά ταυτόχρονα φοβήθηκα και λίγο. Όμως, με έκανε γρήγορα να νιώσω άνετα και μιλήσαμε απλά και φυσικά για τη ζωή, τον θάνατο και το τέλος της ζωής – σπάνια θέματα για μια πρώτη συνάντηση, αλλά είναι αυτά τα οποία πραγματεύεται η ταινία. Ήταν η πρώτη φορά που εκφράστηκα τόσο ελεύθερα για τέτοια θέματα.

Στη συνέχεια μιλήσαμε λεπτομερώς για το σενάριο, τις καταστάσεις, τους χαρακτήρες. Ήταν μια πραγματική, αυθεντική στιγμή μεταξύ μας και σε καμία περίπτωση δεν ένιωσα ότι έκανα οντισιόν – ήταν πάνω απ’ όλα μια συνάντηση ανθρώπων. Όταν έφευγα, σκέφτηκα: «Δεν ξέρω αν θα κάνω αυτή την ταινία (το ήλπιζα!), αλλά ήταν ωραίο που μοιράστηκα αυτές τις στιγμές με τον Κώστα».

Ήξερα ήδη τον «σύζυγό» μου, τον Ντενί Πονταλιντέ. Κάναμε μια ταινία μαζί πριν από χρόνια και τα πηγαίναμε καλά. Ήταν καλή ιδέα να κάνουμε το ζευγάρι, ταιριάζουμε. Έχουμε το ίδιο γούστο για το θέατρο και τη λογοτεχνία, αλλά και ένα είδος ευγένειας στην υποκριτική μας. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, είδα ότι προσεγγίζουμε το κείμενο και τους χαρακτήρες με παρόμοιο τρόπο, και συχνά με το ίδιο χιούμορ. Υπάρχει ‘κάτι’ μεταξύ μας, όλα είναι απλά. Στην ταινία, τον αγγίζω πολύ: είμαι κοντά του σωματικά, είμαι ταυτόχρονα μητρική και συναισθηματική με τον «σύζυγό» μου. Μου άρεσε πολύ να παίζω μαζί του και νομίζω ότι αυτό ήταν αμοιβαίο.

Δεν είχα παίξει ποτέ με τον Καντ Μεράντ. Αποπνέει ένα βάθος και μια φυσικότητα στην ερμηνεία του, που με εντυπωσιάζει. Είδα πραγματικά έναν γιατρό κοντά στους ασθενείς του. Νοιάζεται ειλικρινά γι’ αυτούς, συγκινήθηκα από την καλοσύνη και την αποφασιστικότητά του.

Στα γυρίσματα, ήμασταν όλοι πολύ συγκεντρωμένοι. Υπήρχε σεβασμός για την ταινία και για τον Κώστα που ήταν πολύ ακριβής, πολύ απαιτητικός, πάντα κομψός. Σπάνια έχω δει ζήσει τόσο αρμονικά γυρίσματα.

Η ηθοποιός Σάρλοτ Ράμπλινγκ μιλά για την ταινία

Όταν λέω το ‘ναι’ μια ταινία, το κάνω για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι, φυσικά, ο σκηνοθέτης.

Το «Le Dernier Souffle» ξεκίνησε όταν γνώρισα τον Κώστα. Η συνάντηση αυτή και το θέμα της ταινίας, το οποίο με συγκίνησε βαθιά, με ενθάρρυναν πολύ. Σκέφτηκα: “Θεέ μου, τι ευαίσθητο και σημαντικό θέμα. Πρέπει να διερευνηθεί, να συζητηθεί και να βιωθεί με διαφορετικούς τρόπους, χωρίς φόβο, κατά μέτωπο. Για να βρούμε την ομορφιά του, για να το κατανοήσουμε».
Το σενάριο που έγραψε ο Κώστας τα αντιμετώπισε ιδανικά όλα αυτά. Πώς προσεγγίζουμε το θέμα; Πώς βοηθάμε τους ανθρώπους να πεθάνουν; Πώς τους βοηθάμε -μαζί με τους αγαπημένους τους- να συμβιβαστούν με τον επικείμενο θάνατο; Γιατί το άτομο που πεθαίνει πρέπει να το αποδεχτεί και να είναι πραγματικά έτοιμο.

Ο Κώστας ασχολήθηκε με το θέμα μέσα από διαφορετικές συνθήκες, διαφορετικές εμπειρίες και γεγονότα. Πιστεύω ότι πρέπει να καθοδηγούμαστε από έργα όπως αυτό για να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε το θέμα.

Έχω γυρίσει πολλές ταινίες στις οποίες είχα ελάχιστο χρόνο στην οθόνη, αλλά αυτό που είχε σημασία για μένα ήταν ο σκηνοθέτης, το θέμα, το σκηνικό, το κείμενό μου. Δεν χρειάζεσαι απαραίτητα πολύ χρόνο για να γίνει κάτι σημαντικό. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσφέρεις κάτι σε μια σκηνή που την κάνει να μοιάζει «βιωμένη», να μοιάζει απαραίτητη.
Σε αυτή την ταινία, έχω μόνο μία σκηνή, αλλά είναι πολύ σημαντική. Θέτει την ταινία σε κίνηση. Βοηθάει τον γιατρό (και τον θεατή) να συνειδητοποιήσει ότι όταν είσαι κοντά στον θάνατο, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να προσεγγίσεις το τέλος.

Η ηθοποιός Καρίν Βιάρ μιλά για την ταινία

Το να δουλεύεις ξανά με τον Κώστα μετά από 20 χρόνια είναι… μια αλλόκοτη εμπειρία: παράξενη και ταυτόχρονα οικεία.
Έχω γυρίσει αρκετές ταινίες με αρκετούς σκηνοθέτες, αλλά η δουλειά στο «Le Dernier Souffle» ήταν σαν επιστροφή στις ρίζες μου.

Έκανα μια ταινία πριν από 20 χρόνια με τον Κώστα και τη Μισέλ. Επειδή ο «Κώστας και η Μισέλ» είναι ένα ουσιαστικό ζευγάρι: δημιουργούν μαζί. Εκείνη κάνει την παραγωγή, εκείνος τη σκηνοθεσία, αλλά έχω την εντύπωση ότι βρίσκονται σε συνεχή διάλογο. Το να δουλεύεις με τον Κώστα και τη Μισέλ είναι σαν να είσαι μέλος μιας οικογένειας αγάπης και εργασίας.
Τα ανακάλυψα λοιπόν όλα αυτά εκ νέου κι έτσι δεν αισθάνομαι ότι έχουν περάσει 20 χρόνια.

Έχω έναν πολύ σύντομο ρόλο, με γύρισμα μόνο δύο ημέρες. Αλλά μερικές φορές δέχεσαι ρόλους για λόγους πέρα από τον ίδιο τον ρόλο, ως έναν τρόπο να τιμήσεις το ταξίδι ενός σκηνοθέτη. Για να πεις: «Με καλέσατε για επιδόρπιο, θα χαρώ πολύ να έρθω».

Επίσης, μου αρέσει η ιδέα ότι ο Κώστας αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία για το τέλος της ζωής. Πάντα βρίσκω ενδιαφέρον όταν οι σκηνοθέτες κάνουν ταινίες για αυτό που τους απασχολεί περισσότερο αυτή τη στιγμή. Ο Κώστας ήταν πάντα πολιτικά ευαισθητοποιημένος, ξέρει πώς να μιλάει για ό,τι τον απασχολεί. Και σήμερα, στα 91 του χρόνια, η απόφασή του να γυρίσει μια ταινία για το τέλος της ζωής είναι απολύτως λογική. Και το κάνει με το δικό του όραμα, με τον ποιητικό, αγαπησιάρικο τρόπο που κοιτάζει τους ανθρώπους και τους ηθοποιούς. Με αυτήν την έννοια, βρίσκω αυτή την ταινία ακριβώς σαν τις άλλες του.

Η μητέρα μου μόλις πέθανε. Γνωρίζω, λοιπόν, πολλά για το τέλος της ζωής, για την παρηγορητική φροντίδα, και μπορώ να καταλάβω ότι είναι ένα θέμα που τρομάζει όσους δεν ασχολούνται με αυτό. Αλλά αν το δεις από την πλευρά της ζωής, όχι του θανάτου, θα δεις ότι πρόκειται για ένα ουσιαστικό θέμα που μας αγγίζει όλους.

Η δημοσιογράφος Ελιζαμπέτ Κουίν μιλά για την ταινία

Τι με οδήγησε να πω ναι στο «Le Dernier Souffle»; Πολλά πράγματα.
Προφανώς ο Κώστας Γαβράς, ένας τεράστιος σκηνοθέτης, ένας άνθρωπος που έχει μια πολύ οξεία άποψη για τα θέματα της εποχής του – στην προκειμένη περίπτωση, το τέλος της ζωής. Ο Ρεζίς Ντεμπρέ και ο Κλοντ Γκραντζ, οι συγγραφείς του βιβλίου για το τέλος της ζωής και της έννοιας, η οποία μπορεί να φαίνεται σκανδαλώδης, αλλά είναι θεμελιώδης: «να πετύχεις όσον αφορά τον θάνατό σου». Τους είχα στην εκπομπή μου πριν από ενάμιση χρόνο.

Και για άλλους, πιο προσωπικούς λόγους. Συγκεκριμένα, ο θάνατος της μητέρας μου, πριν από δύο χρόνια, σε καθεστώς παρηγορητικής φροντίδας σε ένα θαυματουργό μέρος στο Παρίσι, που ονομάζεται Jeanne Garnier.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με μια δόση -αν όχι ναρκισσισμού και εγωισμού- τουλάχιστον με μια ερώτηση: Πώς είχε ο Κώστας την ιδέα να με βάλει να παίξω; Και πώς κατέληξα με ένα σενάριο στο οποίο είναι γραμμένο: «Ελιζαμπέτ, σταρ της τηλεόρασης;» Με έκανε να γελάσω και να τρομοκρατηθώ ταυτόχρονα: σκεφτόμουν συνέχεια αν θα ήμουν ικανή να ανταποκριθώ σε αυτό που μου ανατέθηκε.

Γιατί το να παίζεις τον εαυτό σου είναι πολύ παράξενο. Για μένα, οι ηθοποιοί εξ ορισμού αφήνουν τον εαυτό τους στην άκρη και μεταμορφώνονται σε χαρακτήρες. Όμως μου ζητήθηκε να παίξω τον εαυτό μου, οπότε έπρεπε να παίξω. Τι σημαίνει, όμως, να είσαι ο εαυτός σου; Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσα να αντισταθώ στην πρόσκληση της Μισέλ Γαβρά, της συζύγου του Κώστα. Έτσι, είπα ναι με έναν κόμπο στο στομάχι και μεγάλη περιέργεια. Και δεν το μετάνιωσα.

Μια ταινία είναι ρευστή, «ξεδιπλώνεται» μπροστά σου. Ένα γύρισμα ταινίας είναι ένα είδος απίθανου παζλ, που ως εκ θαύματος μπαίνει στη θέση του κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Αλλά εδώ, στα γυρίσματα, όλη η φασαρία και η κίνηση κάθε άλλο παρά ρευστή είναι. Περιμένουμε, κάνουμε πρόβες, ξανακάνουμε πρόβες, κάνουμε μια τεχνική δοκιμή.

Προσπαθώ να ενσωματωθώ στη φασαρία που στο τέλος της ημέρας θα είναι, σαν από θαύμα, ένα λεπτό (ή δύο ή τρία) μιας σκηνής που θα έχει νόημα.

Έτσι ήμουν μία παρατηρήτρια – μέσα/έξω. Είναι μια παράξενη θέση, γιατί κι εγώ είμαι κατά κάποιο τρόπο μέσα και έξω. Παρατηρώ και είμαι – δεν είναι αυτό που κάνω στην τηλεόραση. Ήταν μια θαυμάσια εμπειρία από αυτή την οπτική γωνία. Να είμαι ταυτόχρονα ο εαυτός μου, αλλά και μία άλλη που είναι εγώ – να είμαι και μέσα και έξω από τη σκηνή.

Ο συγγραφέας και φιλόσοφος Ρεζίς Ντεμπρέ μιλά για την ταινία

Μας μαθαίνουν στο σχολείο ότι «η φιλοσοφία είναι το να μαθαίνεις να πεθαίνεις». Ανοησίες.
Ας παραμείνουμε σεμνοί. Μόνο η μουσική -το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ ή μια καντάτα του Μπαχ- μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε την παρουσία του ΄τίποτα’, να κάνει τον απόηχό του να αντηχεί ανάμεσα στη σάρκα και το δέρμα. Και οι θρησκείες, των οποίων η κοινωνική λειτουργία (και πιθανώς ο πραγματικός λόγος ύπαρξης) είναι να διαλογίζονται πάνω στο νόημά του, και να μας κάνουν να το αποδεχτούμε λίγο ή πολύ.

Αν και ο μαζικός θάνατος, σε απόλυτους αριθμούς, δεν μας τρομάζει πλέον – έχουμε μάθει πώς να τον προσεγγίζουμε, χάρη στα ολοκαυτώματα, τις επιδημίες και τους πολέμους. Πέρα από εκατοντάδες, χιλιάδες ή και εκατομμύρια, έχουμε κατακτήσει την τέχνη της αντιμετώπισης του θανάτου.

Είναι όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν και μόνο θάνατο που μας ταράζει, που χάνουμε τα πατήματά μας.
Δεν έχουμε πλέον λέξεις για τον θάνατο. Μιλάμε για το ‘τέλος της ζωής’. Δημιουργούμε φράσεις που παρακάμπτουν την αλήθεια, αλλά ποτέ δεν την αντιμετωπίζουμε. Δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε με τους νεκρούς. Τους καίμε, τους σπρώχνουμε μακριά. Παλαιότερα, καλύπταμε τις πόρτες με μαύρο ύφασμα κεντημένο με ασημένια αρχικά. Οι νεκροί διέσχιζαν το δρόμο με τα φορτηγά ή τα αυτοκίνητά τους, και εμείς σταματούσαμε και τους αφήναμε να περάσουν… Φορούσαμε πένθος. Δε φοράμε πια περιβραχιόνια για την οικογένεια, ούτε καν μαύρη γραβάτα.

Σήμερα, προτιμούμε πλέον το μινιμαλιστικό πένθος.

Το να πεθάνεις είναι πλέον το να ‘αναχωρείς’. Το νεκροτομείο γίνεται τόπος ανάπαυσης ή αίθουσα αποχαιρετισμού. Θάνατος, αποχώρηση. Ευθανασία, υποβοηθούμενη αυτοκτονία και παρηγορητική φροντίδα. Ακόμα και η τελευταία τελετή έχει μετονομαστεί σε «μυστήριο των ασθενών». Χρησιμοποιούμε ευφημισμούς, μαλακώνουμε τα λόγια μας στην εποχή αυτή, η οποία έχει εμμονή με τις «νέες στρατηγικές πρόληψης για την υγιή διαβίωση και τη γήρανση», τις προσπάθειες δηλαδή να διασφαλίσουμε ότι δεν θα πεθάνουμε ατιμασμένοι.

Γνωρίζουμε τι μπορούν να κατορθώσουν τα χειρουργεία. Είναι η λευκή εργαστηριακή ρόμπα, και όχι το ράσο, που παίρνει πια τα πράγματα στα χέρια της, και δεν είναι εύκολο να παραδώσουμε την ψυχή μας χωρίς να ξέρουμε σε ποιον. Η ψυχή μπορεί να έχει χάσει το «πιο πέρα», το σώμα έχει κερδίσει έδαφος με το «εδώ και τώρα».

Ο θάνατος μάς αναστατώνει γιατί έχει χάσει την τελετουργική του θέση. Δεν είναι πλέον μέρος της ζωής. Σήμερα συμφιλιώνουμε τον θάνατο με τη ζωή. Αυτό θα πάρει πολύ χρόνο.

Η ταινία του Κώστα είναι μέρος αυτής της διαδικασίας συμφιλίωσης. Ο Κώστας «σηκώνει το πέπλο», γυρίζοντας μια ταινία για τον θάνατο.

Ο δρ. Γκραντζ, ειδικός στην παρηγορητική φροντίδα, μιλά για την ταινία

“Ογκουστίν, ξέρεις τι έχω. Όταν χάσω τις αισθήσεις μου,θέλω να γίνει γρήγορα και θέλω να με φροντίσεις εσύ».

Σιντονί (χαρακτήρας που υποδύεται η Σάρλοτ Ράμπλινγκ) στην ταινία

Η παρηγορητική φροντίδα είναι κατά της εξουσίας: ο ασθενής αποφασίζει. Για τον γιατρό, είναι μία συμφωνία εμπιστοσύνης με τον ασθενή, η οποία αντιστοιχεί στις τρεις βασικές ανάγκες ενός ασθενούς στο τέλος της ζωής του: να μην υποφέρει και να μην εγκαταλείπεται ο ασθενής, και να γίνεται μόνο αυτό που φαίνεται σωστό για τον ασθενή.

Η υποστήριξη περιλαμβάνει τη συνεχή υποχρέωση κατανόησης των αναγκών του ασθενούς: ανάγκη για παρουσία, ανάγκη για ανακούφιση από τον πόνο, συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες. Όπως αποδεικνύεται από την ευρύτερη κλινική εμπειρία, η παρηγορητική ιατρική είναι απαραίτητη για την υποστήριξη του ασθενούς στις πιο επώδυνες, χρόνιες και τελικές φάσεις της νόσου. Η παρηγορητική φροντίδα είναι η πιο αυθεντική έκφραση της ανθρώπινης δράσης: συνίσταται στη φροντίδα των πιο ευάλωτων, το απτό σύμβολο του «να είσαι εκεί» με αυτούς που υποφέρουν.

Οι ιατρικές σχολές διδάσκουν τη θεραπευτική ιατρική σε τέτοιο βαθμό που, για πολλούς γιατρούς, ο θάνατος θεωρείται αποτυχία. Καθώς η ιατρική εξελισσόταν, πιθανώς πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να θεραπεύσουμε τα πάντα. Έτσι, παρατείναμε τις ζωές των ασθενών πολλαπλασιάζοντας τις θεραπείες, που όμως μπορούν να γίνουν ανυπόφορες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναπτύχθηκε η έννοια του δικαιώματος να πεθάνεις με αξιοπρέπεια* από την ADMD (Association pour le Droit à Mourir dans la Dignité – ιδρύθηκε το 1980), καθώς και εκείνη της παρηγορητικής φροντίδας, που μεταδίδεται από την SFAP (Société Française d’Accompagnement et de Soins Palliatifs – ιδρύθηκε το 1990). Και οι δύο προσφέρουν «εναλλακτικές λύσεις της μέσης οδού» που αποφεύγουν τόσο τη θεραπευτική επιμονή, όσο και την πρόθεση να προκληθεί θάνατος.

Όταν η συμβατική ιατρική δεν μπορεί πλέον να θεραπεύσει, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κάνουμε τον ασθενή να νιώσει όσο το δυνατόν πιο άνετα, μέχρι την τελευταία του πνοή.

Η αξιοπρέπεια είναι αναφαίρετη. Είναι η συνταγματική αρχή του σεβασμού των ανθρώπων, από την αρχή έως το τέλος της ζωής τους.

20 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους από τη Rosebud.21

Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς
Σενάριο: Κώστας Γαβράς
Ηθοποιοί: Ντενί Πονταλιντές, Καντ Μεράντ, Μαριλίν Καντό, Άνχελα Μολίνα, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Χιάμ Αμπάς, Καρίν Βιάρ
Διάρκεια: 97 λεπτά
Διανομή: Rosebud .21

www.ertnews.gr

Πηγή: ertnews.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ