Συμπληρώνονται σήμερα 25 χρόνια από τον θάνατο του Τσαρλς Μ. Σουλτς, δημιουργού του εμβληματικού κόμικ στριπ Peanuts. Εφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου 2000, μόλις μία ημέρα πριν δημοσιευτεί το τελευταίο του στριπάκι. Είχε ήδη ανακοινώσει την απόσυρσή του στα τέλη του 1999, καθώς η μάχη του με τον καρκίνο είχε επηρεάσει τις ικανότητές του να διαβάζει και να σχεδιάζει. Μέχρι τότε, είχε δημιουργήσει 17.897 στριπάκια, όλα γραμμένα, σχεδιασμένα και με χειροποίητο lettering από τον ίδιο.
Τα κόμικ στριπ, τυπωμένα ανέκαθεν σε φτηνό εφημεριδόχαρτο, προορίζονται για μαζική αναδημοσίευση σε πολλές εφημερίδες μέσω πρακτορείων (comic strip syndicates), που προσλαμβάνουν τους δημιουργούς και διαχειρίζονται τη διανομή τους. Τα Peanuts όμως ξεπέρασαν κατά πολύ αυτά τα όρια. Σε 50 χρόνια κυκλοφορίας πέτυχαν σπουδαία ορόσημα: στο απόγειο της δημοφιλίας τους δημοσιεύονταν σε 2.600 εφημερίδες, σε 75 χώρες και 21 γλώσσες, ενώ έγιναν το πρώτο κόμικ στριπ που μεταπήδησε στην τηλεόραση με τεράστια επιτυχία – το εορταστικό σπέσιαλ «A Charlie Brown Christmas» το 1965 συγκέντρωσε 55 εκατομμύρια τηλεθεατές, πάνω από το μισό τηλεοπτικό κοινό των ΗΠΑ τότε. Η τεράστια απήχησή τους οδήγησε σε μια εκρηκτική επέκταση στο merchandising, με παιχνίδια, βιβλία και αναμνηστικά προϊόντα κάθε λογής να αποφέρουν υπεραξία εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, ανεβάζοντας την περιουσία του Σουλτς κοντά στο ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Πέρα από την εμπορική τους επιτυχία, τα Peanuts διαμόρφωσαν το ίδιο το μέσο των κόμικ στριπ, καθιερώνοντας το φορμά των τεσσάρων πάνελ ως πρότυπο και αποτελώντας σημείο αναφοράς για την παγκόσμια ποπ κουλτούρα. Κυρίως, όμως, κατέγραψαν την ψυχοσύνθεση της Αμερικής, το zeitgeist ενός έθνους-πείραμα που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Το πρώτο στριπάκι
Για να κατανοήσουμε όμως αυτή την πότε μετρήσιμη και πότε ανυπολόγιστη, αλλά σαρωτική επιτυχία των Peanuts, πρέπει να επιστρέψουμε στην πολύ αρχή: πιο πριν κι από τις 2 Οκτωβρίου 1950, οπότε και δημοσιεύτηκε το πρώτο τους στριπάκι. Ο Σουλτς γεννιέται το 1922 και μεγαλώνει στο Σεντ Πολ της Μινεσότα. Ντροπαλό παιδί, αντικοινωνικό, ακατάλληλο σωματικά για τα δημοφιλή αθλήματα της εποχής, πολύ σπυριάρης για να αρέσει στα κορίτσια. Στο λύκειο το μπούλινγκ είναι η καθημερινότητα: βρίσκει καταφύγιο στους σκοτεινούς σινεμάδες και στα κόμικς, πολλά κόμικς. Ηταν και καλός στο σχέδιο, συγκριτικά με τα άλλα παιδιά. Στα 1943 καλείται να υπηρετήσει στον Στρατό και η μητέρα του πεθαίνει από καρκίνο. Επιστρέφοντας από το μέτωπο, πουλάει μερικά χιουμοριστικά καρτούν σε μια εφημερίδα, ενώ λίγο μετά κατορθώνει να «χωθεί» σε μια γνωστή εφημερίδα του Σεντ Πολ μ’ ένα στριπάκι που δημοσιευόταν στις γυναικείες σελίδες του φύλλου. Το έκανε για δύο χρόνια, παίρνοντας δέκα δολάρια την εβδομάδα. Τότε ζήτησε καλύτερη θέση στην εφημερίδα και περισσότερα χρήματα. Του αρνήθηκαν. Παραιτήθηκε. Ηταν άνοιξη του 1950. Ο ίδιος 27 ετών. Δεν έχασε καιρό. Πήρε το τρένο για Νέα Υόρκη και έδειξε την πρότασή του στον υπεύθυνο της United Feature Syndicate.
Στο πρώτο στριπάκι που δημοσιεύτηκε ποτέ (02/10/1950) βλέπουμε τον Σέρμι και την Πάτι να κάθονται και τον Τσάρλι Μπράουν να πλησιάζει περιχαρής από μακριά. «Κοίτα! Ερχεται ο καλός, παλιός Τσάρλι Μπράουν!», αναφωνεί ο Σέρμι. Ο Τσάρλι Μπράουν συνεχίζει να περπατάει, με το χαμόγελο στα χείλη. Ο Σέρμι τον παρακολουθεί καθώς περνάει. Αφού ο Τσάρλι Μπράουν απομακρύνεται, ο Σέρμι ολοκληρώνει τη φράση του: «Ο καλός, παλιός Τσάρλι Μπράουν… Πόσο τον μισώ!». Η ατάκα είναι μια έκπληξη για κάθε αναγνώστη αλλά και μια αποκάλυψη που έθετε τον τόνο για το τι θα ακολουθούσε την εξέλιξη του στριπ και των χαρακτήρων που το αποτελούσαν. Ηταν κάτι ριζοσπαστικό για τα κόμικς και την ποπ κουλτούρα της περιόδου. Στα μέσα του 20ου αιώνα κυρίαρχα θέματα στα κόμικς ήταν η δράση, η περιπέτεια, μια τρόπον τινά αισθηματογραφία που τόνιζε το ρομαντικό στοιχείο, το χιούμορ, τα λογοπαίγνια. Ο Σουλτς εισήγαγε μια νέα θεματολογία και ένα εντελώς ανορθόδοξο λεξιλόγιο. Στην ουσία εισήγαγε τα δικά του συναισθήματα: αποξένωση, ανασφάλεια, αίσθημα κατωτερότητας, εσωτερική αναζήτηση, κατάθλιψη. Δεν έβρισκες τέτοια κόμικς τότε πουθενά, ούτε στον «New Yorker» ούτε αλλού. Σπάνια μόνο κάποια πρώιμα σχεδιάσματα του Jules Feiffer από τη «Village Voice» διακρίνονταν για κάποιου είδους ψυχολογικό βάθος και μια εξωτερικευμένη μελαγχολία. Στο σχεδιαστικό κομμάτι, ενώ ο Γουίλ Αϊσνερ διαμόρφωσε τις αρχές της διαδοχικής αφήγησης, ο Σουλτς έκανε πράξη την εφαρμογή τους πηγαίνοντάς τες ένα βήμα παραπέρα. Τα Peanuts απέσταξαν πολύπλοκα ανθρώπινα συναισθήματα κάνοντας χρήση στακάτων φράσεων σε ό,τι αφορά το κείμενο και στοιχειωδών σχεδιαστικών τεχνικών – με δυο κουκίδες για μάτια και δυο αδρές γραμμές αποδόθηκαν τόσα συναισθήματα με απίστευτη επάρκεια και ακρίβεια, ωθώντας τις ιδέες του Αϊσνερ – την οικονομία της γραμμής και την αποδοτικότητα των καρέ – στα όριά τους.
Για να επιστρέψουμε σε αυτό που λέγαμε προηγουμένως περί ανεκπλήρωτου αμερικάνικου «πειράματος», πρέπει να διακρίνουμε ότι τα Peanuts κατέγραψαν την αμερικανική ψυχοσύνθεση μέσα από χαρακτήρες που πάλεψαν με την αποτυχία, την ατομική ευτυχία, τη μοναξιά και την ανάγκη για αποδοχή, λέγοντας ενίοτε σκληρά πράγματα ο ένας στον άλλο. Κάνοντας συχνά έξυπνες παρατηρήσεις για τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τον αθλητισμό, την ψυχολογία, την πολιτική και άλλα. Το γεγονός ότι όλα ήταν ειπωμένα μέσα από παιδικά στόματα καθιστούσε απόλυτα ευθύβολα όσα έλεγαν με σκοπό να αναδείξουν την Αμερική ως ένα έθνος σε διαρκή διαμόρφωση – ένα «πείραμα» που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Και αν θέλετε, να τους δικαιολογούνται και όλα. Ποιος θα θυμώσει άλλωστε σε ένα παιδί;
Peanuts ή Μαφάλντα;
Η επιτυχία τους ως πολιτισμικό είδωλο υπήρξε ευκρινής και στη χώρα μας, όχι όμως ως πολιτιστικό προϊόν. Αυτό οφείλεται σε δύο παραμέτρους: η μία αφορά το γεγονός ότι δεν έτυχαν κάποιας συνεπής εκδοτικής και μεταφραστικής απόπειρας (το ψυχολογικό βάθος των στριπ αυτών τα καθιστά δυσμετάφραστα), η δεύτερη παράμετρος αφορά στην απεύθυνση. Για να κατανοήσουμε αυτό το τελευταίο είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε σε όσα είχε γράψει ο ιταλός σημειολόγος Ουμπέρτο Εκο για ένα άλλο κόμικ στριπ, εμπνευσμένο από τα Peanuts, την αργεντίνικης προέλευσης «Μαφάλντα». Εγραφε ο Εκο: «Ο Τσάρλι Μπράουν είναι Βορειοαμερικάνος, η Μαφάλντα Νοτιοαμερικάνα. Ο Τσάρλι Μπράουν ανήκει σε μια χώρα που ευημερεί, σε μια πλούσια κοινωνία στην οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να ενταχθεί ζητιανεύοντας αλληλεγγύη κι ευτυχία. Η Μαφάλντα ανήκει σε μια χώρα γεμάτη κοινωνικές αντιθέσεις που δεν είχε καμία αντίρρηση να την αφομοιώσει και να την κάνει ευτυχισμένη. Ο Τσάρλι Μπράουν έχει διαβάσει προφανώς τους φροϋδικούς ρεβιζιονιστές και αναζητά τη χαμένη αρμονία. Η Μαφάλντα έχει διαβάσει κατά πάσα πιθανότητα τον Τσε Γκεβάρα». Η ανάλυση αυτή του Εκο εξηγεί ωραία και την απήχηση των Peanuts στις βόρειες αναπτυγμένες χώρες, ενώ της Μαφάλντα στις χώρες του Νότου (η πρώτη της αγγλική μετάφραση αναμένεται μόλις φέτος). Τα Peanuts γνώρισαν επιτυχία σε κοινωνίες όπου η προσωπική αποτυχία και η ανασφάλεια αντανακλούσαν ευρύτερες υπαρξιακές αγωνίες μέσα σε ένα πλαίσιο ατομικής ευημερίας και όχι τόσο σε χώρες όπου η συλλογική αδικία και η πολιτική αστάθεια καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για κοινωνική αφύπνιση και αλλαγή.
Πηγή: tanea.gr