Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, το υγειονομικό προσωπικό αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις και κλήθηκε να λάβει δύσκολες αποφάσεις υπό συνθήκες αβεβαιότητας και φόβου μόλυνσης. Οι προτεραιότητες της δημόσιας υγείας συχνά επισκίαζαν τις ατομικές ανάγκες των ασθενών, με αποτέλεσμα το προσωπικό να βιώνει έντονο ψυχολογικό φορτίο και περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης.
Ενώ η επαγγελματική εξουθένωση έχει μελετηθεί εκτενώς, η ηθική δυσφορία (Moral Distress, MD) και η ηθική βλάβη (Moral Injury, MI) δεν έχουν λάβει την απαιτούμενη προσοχή. Η ηθική δυσφορία εκδηλώνεται όταν οι εργαζόμενοι αδυνατούν να ενεργήσουν σύμφωνα με τις αξίες τους, ενώ η ηθική βλάβη προκύπτει από την δυσφορία και προκαλεί συναισθηματική ζημία, ενοχή και απομόνωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ερευνητές από το Γενικό Νοσοκομείο Παπαγεωργίου, έθεσαν στο επίκεντρο τους παράγοντες που συνέβαλαν στην ηθική δυσφορία μεταξύ των εργαζομένων, οχτώ μήνες μετά την κορύφωση της πανδημίας. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Prime Scholars, τόνισε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν η ηθική δυσφορία και βλάβη, καθώς οι επαγγελματίες υγείας συνέχιζαν να βρίσκονται αντιμέτωποι με τις ψυχολογικές και συναισθηματικές συνέπειες.
Οι συμμετέχοντες κάτω των 45 ετών ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα δυσφορίας
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Για τη συλλογή δεδομένων, οι ερευνητές έστειλαν δύο ανώνυμα ηλεκτρονικά ερωτηματολόγια στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, ώστε να εκτιμήσουν την ηθική δυσφορία, την ηθική βλάβη και την επαγγελματική εξουθένωση του προσωπικού.
Συνολικά, 917 εργαζόμενοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν και 516 ερωτηματολόγια περιλήφθηκαν στην ανάλυση (359 από νοσηλευτές και 157 από γιατρούς). Οι συμμετέχοντες κάτω των 45 ετών ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ηθικής δυσφορίας σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες άνω των 45 ετών (78,5% έναντι 69,6%). Το 72,5% των συμμετεχόντων σημείωσε αύξηση της ηθικής δυσφορίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές ανέφεραν παρόμοιες εμπειρίες ηθικής δυσφορίας και ηθικής βλάβης, χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι συμμετέχοντες που εργάζονταν αποκλειστικά με ασθενείς με COVID-19 παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα ηθικής δυσφορίας και βλάβης, με τα επίπεδα να είναι ακόμη υψηλότερα στις ΜΕΘ.
Μεταξύ των νοσηλευτών, το 64,6% ανέφερε υψηλή συναισθηματική εξάντληση και το 46,4% κατέγραψε υψηλό κυνισμό. Διαπιστώθηκε σημαντική σχέση μεταξύ ηθικής δυσφορίας και συναισθηματικής εξάντλησης, με τους συμμετέχοντες που βίωναν ηθική δυσφορία να έχουν 3,7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα υψηλής εξάντλησης.
Ποιοι ήταν οι βασικότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη της ηθικής δυσφορίας;
Τόσο γιατροί όσο και νοσηλευτές, ανέδειξαν τις παρακάτω αιτίες ως τις πιο βασικές που δυσχαίρεναν το έργο τους και, ακολούθως, την ψυχική τους υγεία:
- Ανεπαρκές προσωπικό για την περίθαλψη των ασθενών (84,7%)
- Προσωπική ψυχική κόπωση (72,3%)
- Προσωπική σωματική κόπωση (64,9%)
- Έλλειψη χρόνου, ώστε να προσφέρουν ψυχολογική υποστήριξη στους ασθενείς τους (37,4%)
- Αδυναμία να παρέχουν έγκαιρα θεραπεία (34,5%)
- Οι αποφάσεις της Δημόσιας Υγείας που επηρέασαν τον πληθυσμό (32,4%)
- Ανεπαρκής εκπαίδευση, ώστε να παρέχουν την απαραίτητη θεραπεία/ στήριξη (32,2%)
- Η απαγόρευση στις οικογένειες να δουν τους συγγενείς που απεβίωσαν (27,7%)
- Έλλειψη κρεβατιών (25,2%)
- Η προτεραιοποίηση κάποιων ασθενών έναντι άλλων (22,7%)
Στον αντίποδα, οι πιο βασικοί παράγοντες που μπορούν να αμβλύνουν την κατάσταση, διαμορφώθηκαν ως εξής:
- Περισσότερο προσωπικό (81,6%)
- Εξορθολογισμένη γραφειοκρατία (45,2%)
- Περισσότερη ψυχολογική και συναισθηματική υποστήριξη (44,6%)
- Περισσότερη εκπαίδευση (39,5%)
- Πρόσβαση σε νομική υποστήριξη, όταν καλούνται να πάρουν δύσκολες αποφάσεις (36,2%)
Που σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες διαφορές;
Σε γενικές γραμμές, οι απαντήσεις των δύο ομάδων ήταν αρκετά ευθυγραμμισμένες, με μικρές ποσοστιαίες αποκλίσεις. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι όσοι εργαζόμενοι δεν βρίσκονταν σε επαφή με ασθενείς με COVID-19, σημείωσαν αισθητά μικρότερα ποσοστά ηθικής δυσφορίας (63,4% σε σύγκριση με το 92,4%) και βλάβης (48,8% έναντι του 74,7%). Όσοι δούλευαν εκ περιτροπής με τους ασθενείς, βρέθηκαν κάπου στη μέση.
Όσον αφορά τις αποκλίσεις μεταξύ ιατρών και νοσηλευτών, στην πρόσβαση σε νομική υποστήριξη υπερίσχυσαν οι απαντήσεις των γιατρών (55,4% έναντι 27,9%), καθώς φέρουν την τελική ευθύνη στην έκβαση του ασθενούς. Αντίθετα, οι απαντήσεις και των δύο ομάδων δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά την ανάγκη περισσότερου προσωπικού (82,8% και 84,7%), τη φυσική κόπωση (61,1% και 66,6%) και ψυχολογική εξουθένωση (73,2% και 71,9%). Επίσης, οι γιατροί σημείωσαν περισσότερες απαντήσεις σε σχέση με τους νοσηλευτές στην έλλειψη χρόνου για την παροχή υποστήριξης στους ασθενείς (42% έναντι 31,2%) και των αποφάσεων δημόσιας υγείας που επηρεάζουν τις κοινότητες (28,7% έναντι 20,1%).
Τα ευρήματα της μελέτης συμφωνούν με προηγούμενες έρευνες, υπογραμμίζοντας τη σημασία τόσο των συστημικών όσο και των προσωπικών παραμέτρων στην ανάπτυξη της ηθικής δυσφορίας. Αναδεικνύει ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης αντιμετώπισαν συνεχείς ηθικές και φυσικές πιέσεις και ότι η υποστήριξη τους μετά την πανδημία είναι κρίσιμη για την ανακούφιση των μακροχρόνιων επιπτώσεων. Ο κίνδυνος δεν μπορεί να απομακρυνθεί εντελώς από τον ιατρικό και νοσηλευτικό εργασιακό χώρο. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι αποφάσεων και τα ιδρύματα έχουν την δύναμη να παρέχουν πιο υποστηρικτικά περιβάλλοντα για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της.
Διαβάστε επίσης
Πάνω από 150 γιατροί τα έχουν βρει σκούρα με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση στην Αττική
Γερασμένοι οι γιατροί της Ευρώπης: Πού βρίσκονται οι πιο ηλικιωμένοι – Η κατάσταση στην Ελλάδα
Υπουργείο Υγείας: Πώς θα καλύψει τις χιλιάδες ελλείψεις γιατρών έως το 2027 – Τα κίνητρα για τους νέους επιστήμονες
Πηγή: ygeiamou.gr