Της Ελευθερίας Κούρταλη
Η επίτευξη ενός προτεινόμενου στόχου αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ στο 3% του ΑΕΠ θα αύξανε τα ελλείμματα του εθνικού προϋπολογισμού και το χρέος στην ΕΕ αποδυναμώνοντας παράλληλα τα κρατικά πιστωτικά προφίλ, εκτός εάν τα κράτη μέλη περικόψουν άλλες δαπάνες, αυξήσουν τους φόρους ή συμφωνήσουν σε κοινή χρηματοδότηση της άμυνας, όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ του ΝΑΤΟ θα πρέπει να διαθέσουν, κατά μέσο όρο, ένα επιπλέον 0,8% του ΑΕΠ τους κάθε χρόνο για να ανταποκριθούν σε αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3% του ΑΕΠ από τον τρέχοντα στόχο του ΝΑΤΟ του 2%. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος σε σχέση με τα έσοδα ποικίλλει ευρέως από χώρα σε χώρα.
Κατά την Scope, η Ισπανία αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη δημοσιονομική επίπτωση περίπου 8,8% των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης, ακολουθούμενη από τη Γερμανία και το Βέλγιο κοντά στο 7%. Η θέση της Ισπανίας και του Βελγίου αντανακλά τον σχετικά μικρό στρατιωτικό προϋπολογισμό τους, που ανέρχεται σε περίπου 1,3% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, μόλις εξαντληθεί το ταμείο ειδικών αμυντικών δαπανών της Γερμανίας ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το τέλος του 2026, το δημοσιονομικό της κενό θα είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ στο 13,8% των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτό συγκρίνεται με τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της Ιταλίας και της Γαλλίας που υπολογίζεται στο 5%.
Σε απόλυτους αριθμούς, όπως επισημαίνει ο οίκος, το έλλειμμα αμυντικών δαπανών της Γερμανίας θα είναι επίσης το μεγαλύτερο, φθάνοντας περίπου τα 40,6 δισ. δολάρια το 2025 και το 2026 και τα 83 δισ. δολάρια από το 2027, υπερδιπλάσιο από αυτό της Ιταλίας (35 δισ. δολ), της Γαλλίας (29 δισ. δολ.) και της Ισπανίας (28,5 δισ. δολ.).
Η επίτευξη του στόχου του 3% θα απαιτούσε περισσότερο από το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού της Γερμανίας να διατεθεί για την άμυνα, τονίζει η Scope. Η ουσιαστική μείωση των δαπανών σε άλλους τομείς ή η αύξηση των φόρων φαίνεται εξαιρετικά απίθανη. Ως εκ τούτου, η νέα κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί να βασιστεί σε ανανεωμένα ειδικά κονδύλια, για την έγκριση των οποίων απαιτείται κοινοβουλευτική πλειοψηφία δύο τρίτων.
Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες θα αποδυναμώσουν τα δημοσιονομικά ακόμη και αν χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί κανόνες
Η Γερμανία, ωστόσο, είναι από τα λίγα κράτη μέλη που είναι δημοσιονομικά ικανά να απορροφήσουν το αναμενόμενο σοκ αμυντικών δαπανών, μαζί με κράτη που έχουν ήδη επιτύχει τον προσαρμοσμένο στόχο (Ελλάδα, Πολωνία και Βαλτικές χώρες) ή/και χώρες με δημοσιονομικό χώρο όπως η Πορτογαλία και τα κράτη μέλη με αξιολόγηση AAA.
Αντίθετα, η κάλυψη υψηλότερων αμυντικών δαπανών πιθανότατα θα οδηγήσει σε διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος της ΕΕ (ΔΥΕ) για αρκετές χώρες που ήδη δεν μπορούν να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κάτω του 3% τα επόμενα χρόνια, τονίζει ο οίκος.
Η πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση θα αυξήσει σημαντικά τα εμπόδια για την εξυγίανση για αρκετές χώρες που ήδη υπόκεινται σε ΔΥΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ιταλίας. Η δημοσιονομική προσπάθεια, εάν εφαρμοστεί, θα αυξήσει επίσης την πιθανότητα άλλες χώρες να υπαχθούν σε ΔΥΕ, όπως η Σλοβενία και η Ισπανία.
Η παροχή μεγαλύτερης ευελιξίας στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ θα μείωνε την πιθανότητα επιβολής ΔΥΕ και ενδεχομένως θα μετριάσει το στίγμα μεταξύ ορισμένων συμμετεχόντων στην αγορά.
Ωστόσο, από την άποψη της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, η Scope τονίζει πως αυτή δεν αφορά μόνο τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες. Ο οίκος εστιάζει στον ευρύτερο δημοσιονομικό προσανατολισμό της χώρας, και συνεπώς στα δημοσιονομικά ισοζύγια, στη βιωσιμότητα των πληρωμών τόκων και στις μεσοπρόθεσμες τροχιές του χρέους.
Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες θα οδηγούσαν σε υψηλότερο δανεισμό και επιδείνωση της τροχιάς του χρέους προς το ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, και ως εκ τούτου σε ασθενέστερα κρατικά πιστωτικά προφίλ, εκτός εάν οι κυβερνήσεις μειώσουν τις δαπάνες αλλού ή αυξήσουν τα έσοδα.
Χρηματοδότηση της άμυνας και της ασφάλειας σε επίπεδο ΕΕ
Δεδομένου του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου μεταξύ πολλών κρατών μελών της ΕΕ και της πρόκλησης της Γερμανίας να αντιμετωπίσει μακράν τον μεγαλύτερο δημοσιονομικό αντίκτυπο για την επίτευξη ενός αναθεωρημένου στόχου αμυντικών δαπανών από το 2027, η χρηματοδότηση της ασφάλειας, της άμυνας και της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας θα μπορούσε να μετατοπιστεί όλο και περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τονίζει η Scope. Αυτό πιθανότατα θα αφορά είτε την ΕΕ ή/και άλλα υπερεθνικά ιδρύματα με αξιολόγηση ΑΑΑ, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Ο συγκεντρωτισμός της χρηματοδότησης της ΕΕ για την ασφάλεια και την άμυνα θα μπορούσε να προσφέρει πιο βιώσιμη και συντονισμένη χρηματοδότηση στα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας στις προμήθειες άμυνας και ασφάλειας. Μια τέτοια κίνηση, κατά τον οίκο, θα σηματοδοτούσε ένα σημαντικό πολιτικό βήμα προς τη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Επιπλέον, ανάλογα με τον σχεδιασμό του χρηματοπιστωτικού μέσου, θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη μόνιμη αύξηση της προσφοράς ευρωπαϊκών ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, ενισχύοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε ολόκληρη την περιοχή.
Όπως καταλήγει, η Scope, καθώς οι ΗΠΑ επαναξιολογούν τον ρόλο τους στη στρατιωτική συμμαχία, η ανοδική πίεση στις αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη είναι ένας από τους τέσσερις κύριους κινδύνους για τις προοπτικές της πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατών της περιοχής, εκτός εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρουν κοινό έδαφος και προβούν σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
Πηγή: capital.gr