Η τοξικότητα (ξανα)απειλεί την κοινωνική συνοχή

Η τοξικότητα (ξανα)απειλεί την κοινωνική συνοχή

Η Ελλάδα του 2019 και όσα ζητούσε επιτακτικά τότε η χώρα – την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική ηρεμία – δεν ανήκει στο μακρινό παρελθόν. Δεν είναι τόσο μακριά ούτε τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια – η εποχή την οποία στιγμάτισαν ο διχασμός, η άρνηση, η ενίσχυση των άκρων. Σχεδόν έξι χρόνια μετά από πλήθος γεγονότων και εξελίξεων εντός και εκτός συνόρων και ύστερα από την επανεκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2023 με το αφήγημα «Ελλάδα 2.0», δηλαδή τη δέσμευσή του για εκσυγχρονισμό της χώρας σε όλα τα επίπεδα, η ατμόσφαιρα βαραίνει απότομα. Στη σκιά των Τεμπών που μονοπωλεί τη δημόσια συζήτηση, αναλυτές και δημοσκόποι καταγράφουν ξαφνική – μέσα σε έναν μήνα – ραγδαία επιδείνωση του πολιτικοκοινωνικού κλίματος. Τι κι αν υπάρχει η εμπειρία της μνημονιακής περιόδου, ο κομματικός ανταγωνισμός δείχνει να ξαναβγαίνει εκτός ορθολογικών ορίων: οι σκληρές κουβέντες, οι καταγγελτικές κραυγές, η επένδυση στο θυμικό της κοινής γνώμης είναι εδώ. Στους αχανείς διαδρόμους των social media ξεδιπλώνεται ρητορική μίσους (η λέξη «δολοφονία» γράφεται με περισσή ευκολία) ενώ ενόψει της δεύτερης μαύρης επετείου των Τεμπών την ερχόμενη Παρασκευή υπάρχουν λογαριασμοί με την αφίσα «Συγκέντρωση 28/2 – Δικαιοσύνη» και άλλοι με την αφίσα «Δεν θα πάω – Εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη». Η λέξη «τοξικότητα» είναι πάλι εδώ, παρότι τα χρόνια της κρίσης έδειξαν πόσο λεπτή είναι τελικά η γραμμή που χωρίζει τη σκληρή πολιτική αντιπαράθεση από ένα πρώτο τραύμα στην κοινωνική συνοχή. Η τοξικότητα δεν επέστρεψε μόνο στο Διαδίκτυο αλλά και μέσα στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής, όπως έδειξαν τα υψηλά ντεσιμπέλ και το ύφος της σύγκρουσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης επί δύο μέρες μέσα στην εβδομάδα. Αυτή την ίδια λέξη χρησιμοποιούν πολλές κομματικές έδρες, αλλά μόνο για να χρεώσουν στους αντιπάλους τους ότι εκείνοι την τροφοδοτούν, ενόσω τα γκάλοπ της περιόδου επιβεβαιώνουν μια κρίση εμπιστοσύνης που ξεπερνά την κυβέρνηση η οποία εμφανώς κινείται σε περιβάλλον φθοράς, αλλά αφορά όλες τις παραδοσιακές δυνάμεις και ακόμα χειρότερα τους θεσμούς.

Διαιρετική τομή

Κι αυτό την ώρα που οι εξελίξεις στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν κάνει εδώ και μήνες τις λαϊκίστικες φωνές να πάρουν τα πάνω τους, διεκδικώντας ευκαιρίες. «Η κυβέρνηση και οι συστημικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις αντικρίζουν μια καινούργια απαιτητική πολιτική συνθήκη» λέει έμπειρος αναλυτής, θεωρώντας ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την εμπέδωση μιας νέας «διαιρετικής τομής» στην κοινωνία – ένα μέτωπο «αντισυστημικότητας» – «συστημικότητας» με συνέπειες και επίδραση που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ακόμα με ασφάλεια. Ετερος αναλυτής διακρίνει ρευστότητα στο πολιτικό σύστημα και πράγματι δημοσκοπικές εκπλήξεις έχουν δημοσιοποιηθεί (ενδεικτικές οι διαρροές της ΝΔ προς την Πλεύση Ελευθερίας και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου ή οι απώλειες του ΠΑΣΟΚ προς την Ελληνική Λύση και τον Κυριάκο Βελόπουλο), χωρίς ασφαλή εκτίμηση για το πώς θα καταλήξουν οι συσχετισμοί σε βάθος χρόνου. Κατά τον Πρωθυπουργό, δεν υπάρχει σήμερα «το κοινωνικό και οικονομικό υπόστρωμα που να προκαλεί μία τέτοια αντίδραση». Το ίδιο πιστεύει δημοσκόπος που αναγνωρίζει το διαφορετικό σε σχέση με 12-15 χρόνια πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον αλλά ταυτόχρονα και την ανάγκη των πολιτών να εκφράσουν δυσαρέσκεια, με σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας να δυσπιστούν απέναντι στους θεσμούς και να βάζουν στο κάδρο της καχυποψίας τους συνολικά τα λεγόμενα συστημικά κόμματα.

Αντισυστημισμός, όπως λαϊκισμός ή μήπως όχι;

Οπως πιστεύει, είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα εκείνο που φουντώνει την – απειλητική για το ίδιο – «τοξικότητα 2.0»: η κυβέρνηση βάζει απέναντί της σύσσωμη την αντιπολίτευση με την κατηγορία ότι αποπειράται να φέρει πολιτική αστάθεια και να «κυλήσει τη χώρα στον βούρκο» και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα είναι πρόθυμα να ρίξουν λάδι στη φωτιά της δυσαρέσκειας του κόσμου για τους κυβερνώντες και του θυμού τους για κυβερνητικές καθυστερήσεις, ελλιπείς χειρισμούς ή κενές δεσμεύσεις ως προς την «Ελλάδα 2.0». Τη συνδρομή του ίδιου του πολιτικού συστήματος σε μια σχεδόν «κανονικοποίηση» του αντισυστημισμού – αν όχι και της τοξικότητας – δείχνει πρόσφατη έρευνα (GPO/Παραπολιτικά Fm 90,1). Παρεμπιπτόντως, οι πληροφορίες λένε ότι στη «συστημική» πλευρά βάζουν εαυτόν κυρίως οι άνω των 55 ετών, δεξιοί και κεντροδεξιοί και στην άλλη πλευρά οι 39+ ετών, ψηφοφόροι κυρίως της Αριστεράς, του ΚΚΕ και της Πλεύσης Ελευθερίας, έως όμως και κάποιοι της Ελληνική Λύσης και πολύ λιγότερο της Φωνής Λογικής. Δεν είναι μόνο  το γεγονός ότι καταγράφεται ένα σημαντικό ποσοστό πολιτών, που θεωρεί ότι ο αντισυστημισμός είναι δείγμα μιας κοινωνίας που διαθέτει αντανακλαστικά, ούτε ότι κινούνται πολύ κοντά τα ποσοστά εκείνων που τον θεωρούν επικίνδυνο για τη Δημοκρατία και εκείνων που θεωρούν ότι είναι πράξη με πολιτικό περιεχόμενο. Είναι κυρίως ένα διχασμός που αποτυπώνεται στο ερώτημα αν ο ανιστυστημισμός είναι συνώνυμο του λαϊκισμού: το 46,7% απαντά αρνητικά (όχι και μάλλον όχι), έναντι του 43,3% που ταυτίζει αντισυστημισμό και λαϊκισμό.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ