Ηταν και πάλι Φεβρουάριος με το ημερολόγιο να δείχνει τη 10η ημέρα του μήνα. Πριν από 18 χρόνια. Ο πρόεδρος της «αναγεννημένης Ρωσίας» ανέβαινε στο πόντιουμ κατά τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Αυτό που ακολούθησε έμεινε ως μια ομιλία ιστορική – σίγουρα για τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του –, αλλά πάντως αποκαλυπτική – για την Ευρώπη και τους ηγέτες της, που παρακολουθούσαν με κομμένη ανάσα. Ανάμεσά τους, η τότε γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Αμυνας της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους του νεότερου, Ρόμπερτ Γκέιτς. «Οι Ρώσοι δέχονται συνεχώς μαθήματα για τη δημοκρατία, όταν εκείνοι που μας τα δίνουν είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως» έλεγε ο Πούτιν μπροστά στους ειδικούς ασφαλείας για τις διατλαντικές σχέσεις και τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Το υπόρρητο μήνυμα γινόταν ξαφνικά σαφές: ξεχάστε τον καλόβολο Πούτιν που ξέρατε – εκείνον που λίγα χρόνια πριν εξέφραζε ευγνωμοσύνη ως μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας και περηφάνεια επειδή η καγκελάριος της Γερμανίας μιλούσε καλά ρωσικά. Ο εκπεφρασμένος στόχος του πλέον ήταν να αποκαταστήσει τη θέση της Ρωσίας ως δυνατού παγκόσμιου παίκτη, με οποιοδήποτε μέσο κι αν απαιτούνταν (σε μια γραμμική ανάγνωση της Ιστορίας, η αντίστροφη μέτρηση για την προσάρτηση της Κριμαίας χρειάστηκε εφτά χρόνια). Οπως σημειώνει ο Μισέλ Ελτσανινόφ στο βιβλίο «Στο μυαλό του Βλαντίμιρ Πούτιν» (εκδ. Διάμετρος, μτφ. Τζία Καραγεώργου, 2016): «Τελευταίο δείγμα της πορείας του στη συντηρητική οδό… είναι η προάσπιση, το 2007, της θωράκισης του ρωσικού πολιτισμικού γίγνεσθαι από την επίθεση των ξένων εισβολέων. Την ίδια χρονιά της περίφημης “ομιλίας του Μονάχου”, με την οποία ο πρόεδρος αντιτίθεται βίαια στη μονοπολική τάξη που προωθείται από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, αναπτύσσει και την ιδέα σύμφωνα με την οποία θα πρέπει όχι μόνο να αξιοποιηθεί ο ηθικός και εκπαιδευτικός ρόλος του πολιτισμού».
«Αναμειγνύοντας ψέματα και απειλές, περιέπαιζε το ακροατήριο, απέφευγε τις σκληρές ερωτήσεις και έβαλε κατά της ηθικής ανωτερότητας της Δύσης» γράφει για την εμφάνισή του στο Μόναχο η Κάτι Μάρτον, βιογράφος της Μέρκελ στο βιβλίο «Η καγκελάριος» (εκδ. Ψυχογιός, 2021). «Οι πόλεμοι δεν έχουν μειωθεί», κατήγγειλε, παρά τις απόπειρες της Δύσης να εδραιώσει την ειρήνη σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. «Πεθαίνουν περισσότεροι απ’ όσοι πριν… Μια χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπερβαίνουν τα εθνικά τους σύνορα με κάθε δυνατό τρόπο, επιβάλλοντας τις οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές πολιτικές τους σε άλλα έθνη. Είναι η κυριαρχία αυτής της δύναμης, που αναπόφευκτα ενθαρρύνει αριθμό χωρών να αποκτήσουν όπλα μαζικής καταστροφής».
Ο Πούτιν τότε συνέχιζε με άλλα μέσα την περιγραφή μιας κατάστασης όπου η «κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Για την ιστορία, η Μέρκελ του είχε απαντήσει στο Σότσι, ένα μήνα πριν από το Μόναχο, ότι η μεγαλύτερη καταστροφή ήταν ο εθνικοσοσιαλισμός στη Γερμανία.
Το σκηνικό επαναλήφθηκε στις 14 του τρέχοντος, όταν στο βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου ανέβηκε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς. Οι ρόλοι, όμως, αντιστράφηκαν. Εκεί όπου ένας ρώσος ηγέτης έβαλε εναντίον των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, αυτή τη φορά ένας αμερικανός ηγέτης υπερασπιζόταν έναν Ρώσο κάνοντας συγκρίσεις με την… πρώην Σοβιετία. Μεταξύ άλλων, κατήγγειλε την πολιτική του κατεστημένου όπως όλοι οι δήθεν αντισυστημικοί-που-πολεμάνε-το σύστημα-από-μέσα. Προέτρεψε την Ευρώπη να περιορίσει τη μετανάστευση και συνέκρινε τους ηγέτες της με τους σοβιετικούς επιτρόπους, επειδή είχαν επικρίνει τους ακροδεξιούς ηγέτες. Ουσιαστικά κατηγόρησε την Ευρώπη γι’ αυτό που είναι. Για την ταυτότητα που προσπαθεί να σφυρηλατήσει – με τις επιτυχίες, τις αποτυχίες και τις παλινωδίες της – μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για όλα αυτά οι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τον Βανς, θα έπρεπε να νιώθουν ενοχικά.
Κάπως έτσι συντονίστηκαν στο ίδιο μήκος κύματος ένας αρχετυπικός αντιευρωπαϊστής και ένας νεόκοπος κήρυκας του αμερικανικού λαϊκισμού. Απευθύνονται και οι δύο στο εσωτερικό ακροατήριο. Ο πρώτος ενορχηστρώνει διαχρονικά μια εκστρατεία αντιμοντερνισμού με παράλληλο στόχο να εξάγει τη ρωσική συντηρητική μεταστροφή στην Ευρώπη. Και να μην τον ήθελαν για σύμμαχό τους οι ευρωσκεπτικιστές μετά το 2007 τον αποδέχθηκαν πλήρως. Την άνοιξη του 2014, άλλωστε, στη συνάντησή του με τους επικεφαλής των παγκόσμιων πρακτορείων ειδήσεων στην Αγία Πετρούπολη, διαβεβαίωνε ότι έχει προειδοποιήσει τους «φίλους» του για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη, τον οποίο απέδιδε στη χαλαρή πολιτική του μεταναστευτικού και σε εκείνη των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Ο Βανς, από την πλευρά του απευθυνόταν στην επικράτεια του MAGA, τις απαρχές της οποίας περιέγραφε κατά τ’ άλλα το 2016 στο «Τραγούδι του χιλμπίλη» (στα ελληνικά από τις εκδ. Δώμα). «Ημουν ένα απ’ αυτά τα παιδιά με το δυσοίωνο μέλλον. Παραλίγο να παρατήσω το Λύκειο. Παραλίγο να παραδοθώ κι εγώ σ’ εκείνη τη βαθιά οργή και πίκρα που έχει καταλάβει τους πάντες γύρω μου» έγραφε εκεί για να συμπληρώσει ότι σώθηκε – σπούδασε, δηλαδή, στη Νομική του Γέιλ – χάρη στην αγάπη των δικών του. Η ομιλία του Μονάχου απέδειξε ότι δεν πίστεψε ποτέ στο μάθημα ζωής που πήρε. Επάγγελμά του ήταν πάντα η «βαθιά οργή».
Πηγή: tanea.gr