Κρίνοντας το μέλλον της χώρας τους και εν πολλοίς και της Ευρώπης στο «γκρίζο» γεωπολιτικό φόντο της εποχής Τραμπ 2.0, οι ψηφοφόροι στη Γερμανία εξέλεξαν τη νέα Μπούντεστανγκ, την Ομοσπονδιακή Βουλή τους.
Θα συγκροτηθεί σε σώμα το αργότερο σε 30 ημέρες μετά το κλείσιμο της κάλπης.
Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντά της είναι η εκλογή νέου καγκελαρίου.
Ωστόσο ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης συνασπισμού στο Βερολίνο πιθανότατα θα διαρκέσει περισσότερο, σε θολό μετεκλογικό τοπίο.
Εν μέσω της σοκαριστικής ανόδου της ακροδεξιάς «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) -πλέον δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη και εφεξής αξιωματική αντιπολίτευση, με διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές του 2021- δεν υπάρχουν πλέον σαφείς πλειοψηφίες για τα ευρύτερα πολιτικά «στρατόπεδα» της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Η μεν πλαγιοκοπείται από τα άκρα Δεξιά, η δε κατακερματίζεται -με τους Σοσιαλδημοκράτες να καταγράφουν το χειρότερο ποσοστό τους ιστορικά και με το αναγεννημένο κόμμα της Αριστεράς να αποτελεί τη μεγάλη έκπληξη της εκλογικής βραδιάς.
Αν και όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» έχουν αποκλείσει κάθε μετεκλογική συνεργασία με το AfD, οι «ρωγμές» στο λεγόμενο «τείχος προστασίας» -με υπαιτιότητα του επόμενου καγκελάριου, Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς- είναι πλέον ορατές.
Όχι τυχαία η συμπρόεδρος του AfD και υποψήφια καγκελάριος, Αλίς Βάιντελ -που έλαβε απροκάλυπτα προεκλογική στήριξη από τον Έλον Μασκ, «δεξί χέρι» του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και από τον Τζέι Ντι Βανς, αντιπρόεδρο των ΗΠΑ- ήταν η πρώτη που έσπευσε να πανηγυρίσει.
«Το χέρι μας είναι πάντα απλωμένο για συμμετοχή στην κυβέρνηση», είπε, «γιατί είναι επιθυμία του λαού», προβλέποντας κατά τα λοιπά (και) η νέα κυβέρνηση συνασπισμού στη Γερμανία δεν θα εξαντλήσει τη θητεία της και ότι το AfD θα είναι πρώτο κόμμα όταν ξαναστηθούν εθνικές κάλπες.
Δηλώσεις, που αποτυπώνουν επί της ουσίας του φόβους του πολιτικού κατεστημένου της Γερμανίας -και όχι μόνο- και το υψηλό μετεκλογικό διακύβευμα στο Βερολίνο της πολυκρίσης.

Ο Χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς, νικητής των πρόωρων εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου και επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας (REUTERS/Teresa Kroeger)
Κυκεώνας προβλημάτων, χιονοστιβάδα προκλήσεων
Κατά τον Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς -επόμενο καγκελάριο της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, πλην όμως άγνωστο ακόμη με ποιους κυβερνητικούς εταίρους-«o κόσμος έξω δεν περιμένει».
Δεσμεύτηκε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού «το συντομότερο δυνατό», με «σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία», που «θα εκπροσωπεί ολόκληρο τον γερμανικό πληθυσμό» -αλλά χωρίς το AfD- και «θα λύνει τα προβλήματα της χώρας».
Έχει ωστόσο ετερόκλητες προτεραιότητες σε σχέση με τους υποψήφιους κυβερνητικούς εταίρους και ο ίδιος δεν έχει επιδείξει έως τώρα πνεύμα συνεργασίας, την ώρα που απαιτούνται συναινέσεις για τα επείγοντα προβλήματα της Γερμανίας -με Νο1 την ασθμαίνουσα οικονομία της και την κρίση κόστους ζωής- και για την ανάκτηση του ρόλου της σε μια Ευρώπη σε κρίσιμο στραυροδρόμι.
«Οι συμβιβασμοί σε αυτά τα ζητήματα δεν είναι πλέον δυνατοί», δήλωσε τον περασμένο Ιανουάριο ο Μερτς για το μεταναστευτικό, στο οποίο επί της ουσίας αντιγράφει μέρος της ατζέντας του AfD.
Μέχρι και σήμερα, δε, δεν έχει απαντήσει γιατί επέτρεψε μια δική του πρόταση για αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική να υπερψηφιστεί χάρη στο AfD, σοκάροντας τη Γερμανία και διχάζοντας το ίδιο του το κόμμα.
Αν και ο ίδιος λέει ότι θέλει ιδανικά να ηγηθεί ενός δικομματικού συνασπισμού, προφανώς με τους Σοσιαλδημοκράτες ή τους Πράσινους, αποξένωσε αμφότερους την παραμονή των εκλογών, υποστηρίζοντας πως «η Αριστερά τελείωσε».
«Δεν μιλάει έτσι μιλάει όποιος θέλει να γίνει καγκελάριος για όλους», σχολίασε ο Γενικός Γραμματέας των Σοσιαλδημοκρατών, Ματίας Μιρς. «Έτσι μιλάει ένας μίνι Τραμπ».
Είτε αποτελεί διαπραγματευτική τακτική, είτε όχι, πολλοί χαρακτηρίζουν τον Μερτς πολιτικό «τζογαδόρο».
Ίσως να «πιάσει» απέναντι στον Αμερικανό πρόεδρο, που απειλεί με δασμούς την ΕΕ -πλήττοντας κυρίως την εξαγωγική γερμανική οικονομία- αξιώνει εκτόξευση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ στο ΝΑΤΟ και διαπραγματεύεται την αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, με άξονα το ουκρανικό και απαξιώνοντας την Ευρώπη.
Παραμένει ωστόσο άγνωστο εάν ενδείκνυται στο εσωτερικό της Γερμανίας…


Οι συμπρόεδροι του ακροδεξιού AfD, Αλίς Βάιντελ και Τίνο Κρουπάλα, πανηγυρίζουν για τα υψηλά ποσοστά του κόμματός τους στις ομοσπονδιακές εκλογών (REUTERS/Nadja Wohlleben)
Τα δημοκρατικά κόμματα προ ιστορικών ευθυνών
Το μετεκλογικό τοπίο βρίσκει τη Γερμανία -και την Ευρώπη- σε ένα ιστορικό ορόσημο.
Το Βερολίνο θα πρέπει να λάβει άμεσα μεγάλες αποφάσεις, τόσο για το εσωτερικό της χώρας, όσο και στην παγκόσμια σκηνή.
Στην Ουκρανία ο πόλεμος συμπληρώνει τρία χρόνια με αβέβαιη πλέον έκβαση στο διπλωματικό πεδίο και η Γερμανία -δεύτερος μεγαλύτερος πάροχος στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο- θα πρέπει να έχει άμεσα νέο καγκελάριο για να μπορέσει να συνδιαμορφώσει τα κυοφορούμενα σχέδια για την επόμενη ημέρα της ασφάλειας και άμυνας στην Ευρώπη.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ωστόσο ότι, ενώ ο Μερτς υπόσχεται ισχυρή ηγεσία στην ΕΕ, το Βερολίνο θα βρεθεί υπό τεράστια δημοσιονομική πίεση για να αυξήσει άμεσα τις αμυντικές δαπάνες.
Στο «κάδρο» πλέον μπαίνει η προτεινόμενη ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και το ακανθώδες στη Γερμανία ζήτημα του «φρένου χρέους», μετά από δύο χρόνια στασιμότητας και ύφεσης.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας, η αποβιομηχανοποίηση, η γήρανση του εργατικού δυναμικού, η έλλειψη καινοτομίας και οι τραμπικοί εμπορικοί πόλεμοι βάζουν σε «Συμπληγάδες» το εξαγωγικό οικονομικό μοντέλο της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης.
Οι λύσεις που προτείνουν οι υποψήφιοι κυβερνητικοί εταίροι του Μερτς -οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι θέλουν περισσότερες δημόσιες δαπάνες- διαφέρουν παρασάγγας από τη δική του νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Τούτων λεχθέντων, το ερώτημα της κυβερνητικής σταθερότητας φαίνεται ότι δεν θα εξαφανιστεί, ακόμη και με μια άμεση ευόδωση των μετεκλογικών «παζαριών», όπως απαιτούν οι περιστάσεις.
Εξ ου και η προεκλογική πρόβλεψη του Politico ότι «ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας θα είναι πιθανότατα ο πιο αδύναμος».
Εάν αυτό επαληθευτεί, τότε πιθανότατα ούτε οι τελευταίες προβλέψεις -δυστυχώς- της Βάιντελ θα πέσουν έξω.
Πολλώ μάλλον εάν οι επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές γίνουν νωρίτερα από το 2029.
Ίσως μέχρι τότε μάλιστα στην προεδρία της Γαλλίας να είναι η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν και στην Ιταλία να παραμένει στην εξουσία η μεταφασίστια Τζόρτζια Μελόνι.
Πηγή: in.gr