Του Τάσου Δασόπουλου
Εναλλακτικά σενάρια για την εφαρμογής της ειδικής ρήτρας διαφυγής στις αμυντικές δαπάνες, χωρίς να υπάρξει απότομη αύξηση του χρέους, αναζητούν στις Βρυξέλλες ώστε να μπορεί να χρηματοδοτηθεί η συζητούμενη κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας.
Με δεδομένο ότι και το 2024 πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες είναι μέλη του ΝΑΤΟ δεν πέτυχαν να έχουν το ελάχιστο ποσοστό του 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι ποια θα είναι η “βάση”, πάνω στην οποία θα υπολογίζεται η περαιτέρω αύξηση των δαπανών. Αν δηλαδή η ρήτρα διαφυγής θα ισχύσει για μια χώρα αν οι δαπάνες της ξεπεράσουν το ελάχιστο όριο του ΝΑΤΟ ή το 3% του ΑΕΠ στο οποίο σχεδιάζεται να αυξηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ελάχιστο όριο των αμυντικών δαπανών.
Κάθε μια από τις δύο εκδοχές έχουν διαφορετικά προβλήματα καθώς υπάρχουν 27 διαφορετικές χώρες η κάθε μία με τα δικά της δημοσιονομικά της προβλήματα. Αρχικά θα πρέπει να οριστεί η βάση πάνω στην οποία θα υπολογίζεται η αύξηση των αμυντικών δαπανών που δεν υπολογίζονται στο έλλειμμα.
Τούτο με δεδομένο ότι οι χώρες που βρίσκονται στα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε. (Ελλάδα, Πολωνία, Ρουμανία, χώρες της Βαλτικής) ξεπέρασαν το 2024 το 2% του ΑΕΠ, ενώ όλες οι δυτικότερες χώρες, βρίσκονται κάτω από το ελάχιστο όριο του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα και η Πολωνία, έχουν ανακοινώσει για φέτος αμυντικές δαπάνες πάνω από 3% του ΑΕΠ.
Πολλές οι περιπτώσεις
Συνεπώς, η δημοσιονομική διευκόλυνση με την ρήτρα διαφυγής θα είναι ασύμμετρη και θα αφορά κυρίως τις χώρες των ανατολικών συνόρων και πολύ λιγότερο τις δυτικότερες χώρες, οι οποίες θα πρέπει να αυξήσουν υπερβολικά τις δαπάνες τους, για να ξεπεράσουν το όριο του ΝΑΤΟ ή αν έτσι αποφασιστεί, το ελάχιστο όριο του 3% του ΑΕΠ που συζητά η ΕΕ. Για παράδειγμα, η γειτονική Ιταλία είχε πέρσι αύξηση των αμυντικών της δαπανών κατά 1,5% του ΑΕΠ της και έλλειμμα πάνω από 3% του ΑΕΠ. Συνεπώς θα σκεφτεί πολύ να αυξήσει τις δαπάνες της για άμυνα στο 2% του ΑΕΠ ή το 3% του ΑΕΠ. Αυτό με το σκεπτικό ότι η ρήτρα διαφυγής θα καταργηθεί κάποια χρονιά. Τότε, η χώρα θα κινδυνέψει να βρεθεί ξαφνικά με ένα υπερβολικά υψηλό έλλειμμα. Άλλη ανάλογη περίπτωση, η Γαλλία, η οποία αναμένεται να έχει έλλειμμα 6% του ΑΕΠ και απειλείται με διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και άρα περικοπών. Πέρσι κάλυψε οριακά το όριο του 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, για το 2024. Ακόμη και με την αφαίρεση των αμυντικών δαπανών από το έλλειμμα , θα πρέπει να κάνει περικοπές ή να επιβάλλει φόρους, για να μειώσει το έλλειμμα της κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
Μια δεύτερη συζήτηση που αναπτύσσεται είναι αν η ρήτρα διαφυγής θα είναι οριζόντια για κάθε είδους αμυντικές δαπάνες ή θα ισχύσει για αγορά εξοπλισμού και εκπαίδευση προσωπικού. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να διευκρινιστεί αν θα περιληφθούν οι δαπάνες για συντήρηση και επισκευή. Επίσης, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί αν στις αμυντικές δαπάνες θα περιλαμβάνονται δημόσιες επενδύσεις στις εθνικές βιομηχανίες όπλων, για ανάπτυξη σύγχρονών συστημάτων σε ορίζοντα χρόνου.
Η αύξηση του χρέους
Μόλις οριστεί η “βάση” για τον ορισμό της αύξησης των αμυντικών δαπανών, το επόμενο πρόβλημα που θα πρέπει λυθεί είναι το πώς οι πρόσθετες αμυντικές δαπάνες δεν θα αυξήσουν υπερβολικά το χρέος σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία. Η μόνη ασφαλής λύση για όλους, είτε έχουν χρέος πάνω από 100% του ΑΕΠ, είτε όχι, είναι οι εκδόσεις κοινού χρέους. Τα χαμηλά επιτόκια που μπορεί να εξασφαλίσει η Ε.Ε. δανειζόμενη από τις αγορές, μπορούν να προστατεύσουν τα υπερχρεωμένα μέλη της από υπερβολική αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα τους. Θα πρέπει όμως η νέα γερμανική ηγεσία και οι άλλες Βόρειες χώρες που συντάσσονται με τις απόψεις της να αποδεχθούν τη συνέχιση έκδοσης ευρωομολόγων τα οποία σήμερα χρηματοδοτούν το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πηγή: capital.gr